ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Μαραντόνα και Χατζηπαναγής

 

Του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Ο Μαραντόνα (Θεός σχωρέσ' τον) είχε οργανώσει ένα ποδοσφαιρικό ματς για να μαζευτούν λεφτά και να χειρουργηθεί ένα φτωχό παιδί κι έτσι έγινε «φερετζές του φιλελευθερισμού». (Ή όχι;). 

Εν πάση περιπτώσει εμείς οι «Ηρακλειδείς» δεν βιώσαμε την εκδημία του ως σημαντική απώλεια, εφόσον ζει ο ασύγκριτα ανώτερός του Βασίλης Χατζηπαναγής.

Για την Τούμπα επίσης, ευτυχώς επιβιώνει και βασιλεύει ο πολιούχος της περιοχής Γιώργος Κούδας, ο επονομαζόμενος και «Ελάφι».

Αυτοί οι δύο (και άλλοι εξ Αθηνών) είναι όπως οι περιπτώσεις συγγραφέων που υπήρξαν ιδιοφυώς μεγάλοι, απλώς δεν μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. Εξάλλου, καθώς είπε και ο Βούλγαρος Τοντόροφ, κανείς δεν γίνεται προσοδοφόρος συγγραφεύς αν γράφει σε μικρή γλώσσα. Ου συ με λοιδορείς αλλά ο τόπος.

Και οι μεγάλες γλώσσες συρρικνώνονται όταν καταρρέουν οι αυτοκρατορίες στις οποίες μιλιούνται. Η πορεία των λέξεων ακολουθεί τη μοίρα της εθνικής φθοράς και της παρακμής - στα ελληνικά η πρώτη έκδοση ενός βιβλίου είναι το πολύ 4.000 αντίτυπα λόγω περιορισμένου κοινού, ενώ στα εγγλέζικα ή στα ισπανικά (που μιλιούνται σε ογδόντα τόσα κράτη) η πρώτη έκδοση είναι 4.000.000 βιβλία. Ενα ευρώ από κάθε αντίτυπο να πάρει ο συγγραφέας, αμέσως έχει κερδίσει 4 εκατ. ευρώ, άρα σε έναν μήνα αγοράζει βίλα στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ ή στις αμμουδιές της Μάλαγα και ζει ανετότατα χωρίς, πια, να εργάζεται, παρά μόνο γράφει όποτε του καπνίσει. Εκτός αν τον καταδιώξει ανηλεώς ο ιός και τον εξοντώσει ακόμα κι εκεί, στα ακραία όρια της Ισπανίας, όπως έπαθε ο χιλιανός πεζογράφος Λουίς Σεπούλβεδα που γλίτωσε, μεν, απ' τον Πινοτσέτ, αλλά χάθηκε απ' τον Κόβιντ. (Η τύχη ενίοτε είναι ισχυρότερη απ' τις δικτατορίες).

Υπάρχει, λοιπόν, διαφορά. Αλλο να παίζεις στον Εδεσσαϊκό και να μην έχεις ποτέ συμμετάσχει στην Εθνική, κι άλλο να παίζεις στην Εθνική, αλλά ποτέ στη Γιούβε ή αριστερός επιθετικός στην Μπαρτσελόνα. Ο ίδιος ο μύθος της ομάδας σε ραντίζει με επιπλέον αξία και η πολιτική - εθνική ισχύς μεταφράζονται σε αναλογία δόξας και χρημάτων. Και τότε, αν έχεις βγάλει δισ. σαν τον Μαραντόνα, συγχωρείσαι ακόμα και αν υποδύεσαι τον φίλο του Φιντέλ ή αν ασπρίζεις τα ρουθούνια με σκόνες. Σου συγχωρούνται τα πάντα, εφόσον ένας μεγαλοφυής ποδοσφαιριστής είναι, πια, σαν ένας παγκόσμια διάσημος καλλιτέχνης με τις ιδιοτροπίες του και τα σχετικά δήθεν. 

Υπάρχει, πια, «κάτι το καλλιτεχνικόν» που λέει ο Καβάφης στα στραβά πόδια σου, είσαι ένας σταρ των γηπέδων που όμως το φωτοστέφανό του προσλαμβάνει, πια, αισθητική διάσταση και ποιητική λάμψη.

Γιατί ο Μποντλέρ μπορούσε, εξάλλου, να πίνει αψέντι, «να την ακούει» η Μπίλι Χόλιντεϊ, αλλά όχι κι ο Μαραντόνα; (Περί Νότη, τηρουμένων των αναλογιών, βέβαια, δεν ξέρουμε ακόμα τι συνέβη). Και πώς να μεμφθείς έναν καλλιτέχνη σαν τον Ντιέγκο, όταν εδώ σε εμάς κοτζάμ ρεμπέτικο δεν είναι νοητό χωρίς τις τσίκες και τους αργιλέδες κι όταν ακόμα και μεγάλοι σμυρνιοί συνθέτες, σοβαροί άνθρωποι που έστησαν εστουδιαντίνες και παίζανε δέκα όργανα, όπως ο Τούντας και ο Περιστέρης, έχουν γράψει, ενενήντα χρόνια πριν, θεματικώς ανάλογα, έξοχα τραγούδια; Μη μιλήσουμε για τον Μάρκο και για τα ζοριλίκια του.

Δες, όμως, πάλι τη διαφορά: αν το ρεμπέτικο γραφότανε στα εγγλέζικα, τότε ο Βαμβακάρης, ακριβώς λόγω της ισχύος της γλώσσας, θα ήταν εξίσου διάσημος παγκοσμίως με τους μεγάλους μπλουζίστες, και τότε θα ήξεραν στην οικουμένη πολύ περισσότερο το τρίχορδο παρά την κιθάρα, πολύ καλύτερα τον μπαγλαμά παρά το πιάνο-ραγκτάιμ. Θα αγνοούσαν το δωδεκάμετρο και θα έγραφαν χιλιάδες μελέτες για τα εννιά όγδοα. Πώς το λέει ο Μάρκος: «Μπουζούκι γλέντι του ντουνιά…». Αλλά μιλώντας για «ντουνιά» είχε αγνοήσει την αδυναμία της γλώσσας.

Και η δύναμη μιας γλώσσας είναι θέμα οικονομικής, πολιτικής και εθνικής ισχύος - κάτι που ξέρει καλά ο κ. Μπαμπινιώτης, αλλά περιέργως παρασύρεται. Να θυμηθούμε ότι επί Μεγάλου Αλεξάνδρου τα ελληνικά μιλιούνταν επίσημα ως την Ινδική και «ως τα Φράατα πέρα». Το ίδιο και κατά τους τρεις αιώνες των Επιγόνων (μέχρι περίπου το 30 μ.Χ. που έρχονται οι Ρωμαίοι), όπως και επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, για έντεκα συναπτούς αιώνες - τώρα, πού βρήκε τη «γαλάζια πατρίδα» ο Ερντογάν και οι Τούρκοι που εμφανίζονται καταϊδρωμένοι τον 11ο μ.Χ. αι. στο Ικόνιο, είναι απλώς ένα φαιδρό ερώτημα. Εξάλλου, ποια «γαλάζια πατρίδα», εφόσον το γαλάζιο είναι χρώμα - προνόμιο μόνο ημών, των οπαδών του «Ηρακλέους» και του Βασίλη Χατζηπαναγή.

Κι έτσι, λοιπόν, με αυτές τις προϋποθέσεις κρατικής ισχύος και γλώσσας (ισπανικά) κι ο Μαραντόνα έγινε Μαραντόνα.  

Επιπλέον, πέρα από το θεϊκό ταλέντο του, διέθετε και κάτι που δεν έχει καθόλου επισημανθεί: το ότι δεν είχε αντικειμενικά σωματικά προσόντα. Δεν όφειλε, βεβαίως, αλλά ωστόσο ήταν προφανώς κοντός, στραβοπόδαρος και γενικώς είχε κάτι βαριά λαϊκό, στρεβλό, καθόλου τυπικά αθλητικό. Πάντως δεν ήταν λεπτός, ψηλός και όμορφος σαν τον Ρονάλντο ή τον Μέσι. Κι όμως, αυτή η αδυναμία του αποδείχτηκε συγκριτικό πλεονέκτημα, σημαντική διακρίνουσα, εφόσον έτσι φαινόταν πολύ πιο προσιτός, πιο κοντά στον συνηθισμένο θνητό, πιο λαϊκός, κάτι που τον έκανε ακόμα πιο αγαπητό στις ευρείες μάζες. 

Εγινε είδωλο με το τάλαντο, την αξία και τη σωματική ιδιομορφία του, πούλησε και λίγο αριστερά (που ακόμα τσιμπάει φαντασιακά) κι έτσι εδραιώθηκε

Αυτό σημαίνει πως...

 

 όλα μπορούν να συμβούν στον σιχτίρ ντουνιά και οι αποκλεισμοί είναι, όπως είπαμε, άλλης κατηγορίας. Το είπε και ο Μέγας Ναπολέων: «Αφού αποκεφαλίστηκε η Αντουανέτα, άρα όλα είναι εφικτά σε αυτόν τον κόσμο».

Ή και μη εφικτά: αφού ο Χατζηπαναγής είναι λιγότερο διάσημος του Μαραντόνα, αυτό είναι μια απόδειξη της ρήσης του Ναπολέοντα, αλλά από την ανάποδη, που είναι το ίδιο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου