ΕΘΝΙΚΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ - ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΚΑΘΑΡΜΑΤΟΠΛΗΚΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Κουφές ιστορίες

 


Tου Γιώργου Σκαμπαρδώνη

Παρακολουθώντας αμερικάνικες ταινίες και ντοκιμαντέρ για αιμοσταγείς κατά συρροή δολοφόνους, βλέπουμε αρκετούς τέτοιους φονιάδες, ισοβίτες ή θανατοποινίτες, να τους ερωτεύονται βαρεμένα κορίτσια και γυναίκες και να τους στέλνουνε χιλιάδες επιστολές θαυμασμού στη φυλακή, μερικές μάλιστα να εκφράζουν και την επιθυμία να τους παντρευτούν. (Χάνονται τέτοιοι γαμπροί-κελεπούρια;).

Προχθές ξαναείδα το αργόσυρτο φιλμ «Η δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς», όπου συμβαίνει το ανάλογο: έναν διάσημο πολυ-δολοφόνο και ληστή τον σκοτώνει ένας συνεργάτης του. Η φωτογραφία του διαβόητου σκοτωμένου φονιά ξεπουλιέται σαν ξερολούκουμο παντού και το όνομά του γίνεται δοξαστικό τραγούδι απ' τα κορόιδα. Η δε παλαβή αμερικάνικη κοινωνία είναι, πια, εναντίον εκείνου που την απάλλαξε απ' τον σκοτώστρα Τζέσε Τζέιμς και τελικά κάποιος πάει και τον δολοφονεί για να αποκτήσει, με τη σειρά του, όνομα ο ίδιος, ως φονιάς, στη θέση του φονέως του φονιά. (Σε στυλ ο κλέψας του κλέψαντος).

Στην περίπτωση του Τζέσε Τζέιμς, βέβαια, είμαστε στα μέσα στου 19ου αιώνα στο Ουέστ, την εποχή του εξάσφαιρου και των άξεστων γελαδάρηδων - αν και παρατηρείται ανάλογο φαινόμενο και σε εμάς, εδώ, με τους ληστές των Ορέων: τον Νταβέλη, τον Γιαγκούλα, τον Μπαμπάνη και τους λοιπούς, που δήθεν έπαιρναν τα λεφτά απ' τους πλούσιους και τα έδιναν στους φτωχούς - αφού πρώτα σκότωναν πεντέξι, κυρίως για ευχαρίστηση και κρατούσαν το 90% των κλεμμένων για πάρτη τους. Κι αν έδιναν μερτικό σε φτωχούς, ήταν για ξεκάρφωμα και για να έχουν την εύνοια και την υποστήριξη των βλαχοποιμένων πάνω στο βουνό. (Κάτι σαν τις φιλανθρωπίες που κάνουν στην Αμερική αρχιμαφιόζοι-εκτελεστές απ' το Παλέρμο).

Ολοι σχεδόν αυτοί οι κατσαπλιάδες των Ορέων έγιναν, τότε, δημώδη άσματα, τα λεγόμενα «Ληστρικά τραγούδια». Κι αυτό γιατί τους μπέρδευαν με την επαναστατική κλεφτουριά του '21 που πολέμησε εναντίον των Τουρκαλάδων και θυσιάστηκε ηρωικά από πατριωτισμό και για εθνικούς λόγους.  

Το να συγχέεις, βέβαια, τον Καραϊσκάκη με τον λήσταρχο Γιαγκούλα δείχνει βασική έλλειψη κρίσης, αλλά λίγοι είναι εκείνοι που μπερδεύουν τον ναύτη με τον καντηλανάφτη; Ή, πλέον, μπλέκουν τα ειδυλλιακά Κουφονήσια με τον Κουφοντίνα; (Κουφές ιστορίες).

Στα 1923, δυο χρόνια πριν σκοτωθεί ο Γιαγκούλας, ο διαβόητος θεσσαλός λήσταρχος και φονιάς Θωμάς Γκαντάρας, όντας υπό καταδίωξη, κάνει ριφιφί στη σκεπή του σπιτιού του φωτογράφου Α. Μάνθου στα Τρίκαλα. Ο φωτογράφος ξυπνάει και βλέπει τον λήσταρχο με το μαχαίρι στα δόντια να μπουκέρνει απ' τα κεραμίδια. Ο Γκαντάρας του λέει πως τον ξύπνησε για να του ζητήσει να τον φωτογραφίσει μαζί με τα παλικάρια της συμμορίας του, το επόμενο πρωί, γιατί πρόβλεψε ότι σύντομα θα σκοτωθεί κι αυτός και όλη η ομάδα του απ' τα αποσπάσματα. (Σέλφι δεν υπήρχε ακόμα). Να τους βγάλει μια φωτογραφία όλους μαζί - εις μνήμην. Το 'ξερε πως ήταν καταδικασμένοι, πως θα τους πάρουν το κεφάλι σύντομα, όπως και έγινε. (Η φωτογραφία υπάρχει). Ο Γκαντάρας δεν πλήρωσε τον φωτογράφο Α. Μάνθο, παρά του έδωσε για αμοιβή το μαχαίρι του - αυτή την ιστορία την έκανε ποίημα ο έξοχος Χρήστος Μπράβος και το μελοποίησε μετά ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου.

Παρά τα εγκλήματα, υπήρχε, τότε, κάποια αιματηρή γοητεία σε αυτούς τους ληστές (πιο πολύ επειδή ωραιοποιήθηκαν απ' τα δημώδη ποιήματα και άσματα) έστω στρεβλή, έστω λόγω σύγχυσης, ίσως και γιατί υπήρχαν ακόμα τσιφλικάδες και κολλήγοι, πιθανώς από κοινωνικό φθόνο, ή από μια διάθεση ηρωοποίησης των παρανόμων που υπάρχει πάντα - εδώ ο «Νονός» του Κόπολα πήρε τρία Οσκαρ.

Αλλά τουλάχιστον οι ληστές των Ορέων και οι απανταχού μαφιόζοι κάνουν ό,τι κάνουν, κλοπές, ληστείες τραπεζών, απάτες και φόνους, για το ψυχρό οικονομικό συμφέρον, χωρίς να φορούνε κάποιον ιδεολογικό φερετζέ. Συνωμοτούν, σκοτώνουν αντιπάλους, ή αθώους, ρισκάρουν, αλλά χωρίς να βάζουν και μια τζούρα συνοικιακό λενινισμό στο έγκλημα για να αυτο-αθωωθούνε, υποτίθεται, συνειδησιακά. Δεν παριστάνουν τον Ζορό του Λαού και τα λοιπά ανιαρά και ήδη δοκιμασμένα με οδυνηρό και αποτυχημένο τρόπο στην Ιταλία (Μπριγκάντε Ρόσε), ή στη Γερμανία (Μπάαντερ-Μάινχοφ) και αλλού, και που θεωρούνται, πλέον, ξεπερασμένη και αιματηρή γραφικότητα.

Η ιδεολογική επίκληση είναι ακόμα πιο απαράδεκτη γιατί κανείς «λαός» δεν ανέθεσε σε κανέναν αυθαίρετα φονικά διαφόρων υποτιθέμενων πολιτικών αντιπάλων. (Ποιος «λαός» απ' όλους και με ποια άποψη;). Μόνος του τις έκανε τις δολοφονίες ο δράστης και την άδεια την πήρε απ' την ίδια του την εμμονή.  

Με την ίδια λογική κάποιος της αντίπαλης ιδεοληψίας θα μπορούσε να απαλλοτριώσει εν ψυχρώ έντεκα Κουφοντίνες - και μετά; Μετά θα έλεγε πως δεν μετανιώνω, και επειδή, πια, είμαι φίρμα της ιδεολογίας μου, απαιτώ να φυλακιστώ σε μια σουίτα του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία»; (Και όχι με ημιδιατροφή, αλλά με κανονική διατροφή, room service και δικαίωμα στη σάουνα).

Φαίνεται πως και η αρνητική δημοσιότητα ακόμα και ως εκτεταμένος, δημόσιος αποτροπιασμός υπερδιογκώνει τον ναρκισσισμό, που δεν είναι αποκλειστικά αστικό σύνδρομο. Αλλά αυτό γίνεται στις χαλαρές αστικές δημοκρατίες. (Στον κομμουνισμό που επικαλούνται κάποιοι - Κίνα, Βόρεια Κορέα - τους serial killers τους εκτελούν στο άψε-σβήσε, οπότε δεν προλαβαίνουν να ναρκισσευτούν, ή να έχουν απαιτήσεις). 

 Ωστόσο η θέληση της υστεροφημίας υπάρχει πάντα, γι' αυτό και ο μοβόρος Θωμάς Γκαντάρας θέλησε να βγει μια τελευταία φωτογραφία. Να την τραβήξει μάλιστα ο φημισμένος τρικαλινός φωτογράφος Α. Μάνθος. Ηθελε διάσωση της φήμης του, να θυμόμαστε πώς ήταν κι αυτός και η αιμοσταγής συμμορία του.  

Ο θάνατος, όταν πλησιάζει...

 

 τρομάζει πάντα τους δράστες - εκτός αν πρόκειται για τα θύματά τους, οπότε το φχαριστιούνται.  

Και θέλουν να ξεφύγουν συμβολικά απ' το Τέλος, να αποκτήσουν κάποιο αναδρομικό, μεταφυσικό φωτοστέφανο, όχι βέβαια ως Γιαγκούλες, αλλά ως ηρωικοί δήθεν Καραϊσκάκηδες - Νταβέλη μ', Νταβέλη μ'.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου