Η ανθρωπότητα είναι ιεραρχημένη ουσιαστικά σύμφωνα με τις πνευματικές δυνατότητες του καθενός.
Μόνον μια μειοψηφία καταφέρνει να είναι δημιουργική για να προβλέψει και να σχεδιάσει το μέλλον της χώρας, γιατί το κυβερνάν σημαίνει προβλέπειν, ενώ η πλειοψηφία, ανεξαρτήτως καταγωγής, μόρφωσης ή πλούτου, παραμένει αμέτοχη απολαμβάνοντας και στηρίζοντας το status quo από τη θέση εξουσίας που κατέχει.
Σιγά-σιγά η ημετέρα δημιουργική μειοψηφία αρχίζει να συνειδητοποιεί, ότι με την υπολειτουργία (επιεικώς) της δικαιοσύνης, οποιαδήποτε προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας και του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης είναι καταδικασμένη να αποτύχει, εάν δεν καταστεί προηγουμένως η Ελληνική Δικαιοσύνη αξιόπιστη, λειτουργική με ταχεία απονομή, ουσιαστικά και όχι θεωρητικά ανεξάρτητη, ώστε να παρέχει δημόσια και ατομική ασφάλεια δικαίου και να εγγυάται την κοινωνική ειρήνη.
Το έλλειμμα δικαιοσύνης παρουσιάστηκε σε όλο το μεγαλείο του μετά τις αποκαλύψεις για τους βιασμούς και σεξουαλικά σκάνδαλα στον καλλιτεχνικό χώρο, τα οποία κατά παράκαμψη του τεκμηρίου αθωότητας παρουσιάζονται πλέον από τα ΜΜΕ και το διαδίκτυο με κατηγορίες που απηχούν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, έννοια αόριστη και διαμορφούμενη, γιατί ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει τι είναι νόμιμο και τι ηθικό, με αποτέλεσμα να προκαλούνται πολλαπλές κοινωνικές συνέπειες, ενώ η επίσημη δικαιοσύνη κατά το πλείστον παρακολουθεί αμήχανη εκ του μακρόθεν τα τεκταινόμενα, δέσμια των δικονομικών διατάξεων και ιδίως του άρθρου 17 Π.Κ., που ορίζει ότι χρόνος τέλεσης της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίον ο υπαίτιος ενέργησε, με αποτέλεσμα πολλές από τις καταγγελλόμενες πράξεις να έχουν ήδη παραγραφεί και κάποιες μπορεί να παραγραφούν εν επιδικία. Νομίζω ότι επέστη ο χρόνος αναθεωρήσεως για το μέλλον του όλου πλέγματος των ποινικών παραγραφών ιδίως για να μετράει ο χρόνος παραγραφής από το αποτέλεσμα της εγκληματικής πράξης και με ειδική πρόβλεψη για τα εν συρροή αδικήματα.
Είναι γεγονός ότι για πάρα πολλά χρόνια γίνονται συνεχώς συζητήσεις, συνέδρια έρευνες, μελέτες, γράφονται άρθρα για τα προβλήματα της δικαιοσύνης και πώς μπορούν να θεραπευθούν, τα περισσότερα επικεντρώνονται στον τρόπο εκλογής της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, που κατά βάση είναι θέμα πολιτικό, αλλά τα πάντα παραμένουν στο θεωρητικό επίπεδο και δεν υλοποιούνται, γιατί για την επίλυσή τους απαιτείται ισχυρή πολιτική βούληση για την αναθεώρηση των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, καμιά όμως πολιτική δύναμη μέχρι τώρα δεν κατέθεσε σχετική πρόταση ούτε καν σαν προεκλογικό πρόγραμμα, ούτε θέλησε να συγκρουστεί με τις εμπλεκόμενες κοινωνικές τάξεις ακόμα και για αυτονόητες λύσεις οξέων προβλημάτων, όπως η επέκταση του ωραρίου λειτουργίας των ποινικών δικαστηρίων στην οποία αντιτίθεται η ΕΔΕ και η ολομέλεια των δικηγορικών συλλόγων.
Αντίθετα θεσπίσθηκαν αμελέτητα κάποιοι νομικοί νεωτερισμοί, όπως η εσπευσμένη εισαγωγή του νέου Ποινικού Κώδικα, που αποδιοργάνωσε το όλο ποινικό σύστημα της χώρας και οι τροποποιήσεις του Κ.Πολ.Δ. με τον περιορισμό της άμεσης δια μαρτύρων απόδειξης, που αντί να επιταχύνουν δημιουργούν καθυστερήσεις στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης. Το όλο σύστημα είναι τόσο σαθρό ώστε οι κάποιες κατά καιρούς νομοθετικές προσπάθειες βελτίωσης του, που είναι απλά μερεμέτια, δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Φυσικά ψηφίζονται και κάποιες χαριστικές διατάξεις, όπως η αύξηση σε 201 των θέσεων των Προέδρων Εφετών, που ούτε χρειάζονται ούτε παράγουν ισόποσο έργο και που ο τέως πρωθυπουργός Κ. Σημίτης σε πρόσφατο άρθρο του χαρακτήρισε υπερβολικές. Η Ελληνική Δικαιοσύνη λειτουργεί ακόμα και παράγει έργο χάρις στις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων εξαιρετικών δικαστών, που καλύπτουν τα κενά από τη μειωμένη απόδοση κάποιων άλλων, αλλά κανείς δεν γνωρίζει πόσο ακόμα μπορεί να λειτουργήσει το σύστημα με τον τρόπο αυτό, γιατί προέκυψαν και τα προβλήματα από την πανδημία, η επίκληση της οποίας όμως με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη συνέχιση της πρακτικής της δημοσίευσης των διαθηκών μετά οκτάμηνο, που επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στην κοινωνία και την οικονομία και την καθυστέρηση εκδόσεως πολιτικών αποφάσεων σε χρόνους πέραν της διετίας μολονότι σύμφωνα με τα δημοσιευθέντα στατιστικά στοιχεία έχομε συνεχή ετήσια μείωση των εκδιδομένων αποφάσεων.
Μετά την έκθεση Πισσαρίδη που πρότεινε συγκεκριμένες για την οικονομική ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη, παρουσιάσθηκε πρόσφατα έρευνα του οργανισμού διαΝΕΟσις, στην οποία μετείχαν έξι διακεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί, που αφορούσε τρεις από τους πολλούς προβληματικούς τομείς της Δικαιοσύνης, για τους οποίους απαιτούνται άμεσα μεταρρυθμίσεις, ήτοι για την αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών, τη διοίκηση των δικαστηρίων και τη χωροταξία των δικαστηρίων.
Συμφωνώ απόλυτα με τις διαπιστώσεις της έρευνας και τις προτάσεις της για την επίλυση των προβλημάτων αυτών με την παρατήρηση, ότι δεν υπάρχει πλέον επαρκής αιτιολογία να λειτουργούν περισσότερα από ένα πρωτοδικεία εντός των ορίων του αυτού νομού πλην του πρωτοδικείου Κω και ότι εντός των ορίων του νομού Αττικής πρέπει να δημιουργηθούν άλλα τρία πρωτοδικεία, που είχε εισηγηθεί, πριν τον κατεβάσουν από το τραίνο, ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κοντονής. Εξάλλου παρά το πασίδηλο ότι το σύστημα αξιολογήσεως των δικαστών πάσχει, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) σε συνάντησή της με τον Υπουργό Δικαιοσύνης ζήτησε να μην αλλάξει ο τρόπος αξιολόγησης των δικαστών.
Φυσικά υπάρχουν και άλλοι προβληματικοί τομείς της Δικαιοσύνης, όπως είναι η έλλειψη εργασιακής και κοινωνικής πείρας για κάποιους αποφοίτους της Σχολής Δικαστών, που δυσχεραίνει την εκτίμηση των αποδείξεων για τον σχηματισμό δικανικής κρίσης, έλλειψη που παλαιότερα αναπληρωνόταν από συμμετοχή των νέων δικαστών στις διασκέψεις των πολυμελών δικαστηρίων, που ήταν μεγάλο σχολείο, όχι μόνο για γνώσεις, αλλά και για τις άλλες ιδιότητες, που πρέπει να διαθέτει ένας δικαστής ιδίως το δικαστικό σθένος.
Πιστεύω, ότι λόγω της πείρας μου, ως επίτιμος αρεοπαγίτης, που διατέλεσα επιθεωρητής αρεοπαγίτης και μέλος του ΑΔΣ, μπορώ να συνεισφέρω, ώστε η αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών να είναι πληρέστερη και πιο αντικειμενική.
Το υπάρχον σύστημα επιθεωρήσεως των δικαστών έχει από καιρό ξεπεραστεί, καθόσον οι εκθέσεις αξιολόγησης των δικαστών, που είναι σχεδόν στερεότυπες, δεν απεικονίζουν πλήρως τις νομικές γνώσεις και τις ικανότητες του δικαστή, γιατί είναι αδύνατον ο επιθεωρητής να διαβάσει έστω και διαγωνίως όλες τις αποφάσεις που έχει εκδώσει ο δικαστής και περιορίζεται στο να διαβάσει μόνο τις αποφάσεις που του έχει υποδείξει ο ίδιος αλλά όχι και τον φάκελο της υπόθεσης, από τη μελέτη του οποίου θα προκύψει η ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης του δικαστή και όχι η αντιγραφή νομικών σκέψεων, με αποτέλεσμα να αρκείται κατά κανόνα ο επιθεωρητής στην αντιγραφή των προηγουμένων εκθέσεων αξιολόγησης και έτσι εξηγείται το φαινόμενο ότι όλοι σχεδόν οι δικαστές να έχουν εξαιρετικές εκθέσεις και μόνο από τις ειδικές παρατηρήσεις στον ειδικό χώρο της έκθεσης μπορεί να συναχθεί μια διαφοροποίηση. Οι εκθέσεις αξιολογήσεως χρησιμεύουν στις προαγωγές και μεταθέσεις των δικαστών, που μέχρι τον βαθμό του εφέτη προάγονται όλοι, εκτός αν υπάρχουν πειθαρχικά παραπτώματα.
Οι εκθέσεις κάποτε λαμβάνονταν υπόψη για την προαγωγή στον βαθμό του αρεοπαγίτη, που δεν είναι πλέον περιζήτητος, αφού 70 πρόεδροι εφετών κατά τις τελευταίες προαγωγές αρνήθηκαν να υποβάλλουν αίτηση για προαγωγή στον βαθμό αυτό, γεγονός που πρέπει να προβληματίσει τους αρμόδιους. Άλλωστε κατά την προαγωγή σε υψηλούς βαθμούς λαμβάνεται περισσότερο υπόψη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που περιβάλλει κάθε δικαστή.
Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ,3 του Συντάγματος η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού καθώς από τον Εισαγγελέα και τους Αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, των δε εισαγγελέων από αρεοπαγίτες και εισαγγελείς ανώτερου βαθμού, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου (ν.1756/1988 Οργανισμός Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών, όπως τροποποιήθηκε με ν.3514/2006), δηλαδή από άτομα επιθεωρητές και όχι από δικαστικούς σχηματισμούς ανώτερου βαθμού.
Σαφώς όταν ένα ανώτερο δικαστήριο κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου επιληφθεί μιας πολιτικής ή ποινικής υπόθεσης, την οποία εξετάζει κατά βάθος σχηματίζει πλήρη γνώση το πώς χειρίστηκε την υπόθεση ο κατώτερος ως μονομελής ή εισηγητής δικαστής κατά το νομικό και κυρίως κατά το ουσιαστικό μέρος, δηλαδή στην εκτίμηση των αποδείξεων, που απαιτεί πλήρη γνώση της υποθέσεως, ιδιαίτερη προσοχή και εκτίμηση στα αποδεικτικά στοιχεία και σωστούς επαγωγικούς συλλογισμούς για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης και έτσι με αντικειμενικά κριτήρια θα μπορούσαν να αξιολογήσουν τον κατώτερο δικαστή. Η αξιολόγηση αυτή που θα γίνεται βάση πολλών αποφάσεων και από διαφόρους κριτές σαφώς θα είναι πιο ενδελεχής από την αξιολόγηση που γίνεται από ένα επιθεωρητή και θα χρησιμοποιείται συμπληρωματικά με την κυρία επιθεώρηση από άτομα-επιθεωρητές και έτσι οι εκθέσεις αξιολογήσεως των δικαστών θα είναι πλέον αξιόπιστες και αντικειμενικές. Άλλωστε ο τρόπος αυτός αξιολογήσεως θα εφαρμόζεται στις επιθεωρήσεις από τον πρόεδρο εφετών των δικαστών πρώτου βαθμού της περιφερείας του και του προέδρου πρωτοδικών για τους ειρηνοδίκες της περιφερείας του.
Αναμφίβολα θα υπάρξουν ιδίως εκ μέρους των συνδικαλιστικών ενώσεων αντιρρήσεις, ενστάσεις και ισχυρισμοί, ότι με τον τρόπο αυτόν αστυνομεύονται και δημοσιοϋπαλληλοποιούνται οι δικαστές και ότι εγώ ως απλός ιδιώτης δεν νομιμοποιούμαι να υποβάλλω προτάσεις για εσωτερικά θέματα της δικαιοσύνης. Δεν νομίζω όμως ότι θα ευσταθήσουν οι ισχυρισμοί αυτοί, αντίθετα επιτυγχάνεται σε βάθος χρόνου η πληρέστερη αξιολόγηση του συνόλου των δικαστών με διάκριση των αρίστων.
Για την παραπάνω αλλαγή απαιτείται...
αναθεώρηση του άρθρου 87 παρ, 3 του Συντάγματος με την απλή προσθήκη στο άρθρο "ενεργείται και από δικαστικούς σχηματισμούς", αλλά κατά τις μέχρι τώρα αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις του Σ. δεν τέθηκε καν σχετικό θέμα συζητήσεως από πολιτικούς, νομικούς ή δικαστικούς κύκλους.
Με κοινό όμως νόμο μπορεί να θεσπισθεί, ότι όταν το ανώτερο δικαστήριο επιλαμβανόμενο μιας υποθέσεως διαπιστώσει σφάλμα της απόφασης, που οφείλεται σε βαριές πλημμέλειες του κατώτερου δικαστή, μπορεί να διατάξει την αποστολή της απόφασης στον αρμόδιο επιθεωρητή για να ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση του, μέτρο που είναι πολύ ηπιότερο από ότι ίσχυε παλιά, που σε ακραίες περιπτώσεις ο Α.Π. διέτασσε την κοινοποίηση της αναιρετικής απόφασης στον δικαστή και κάποιες φορές την πειθαρχική του τιμωρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου