Του ΠΕΤΡΟΥ ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Σε σύγκριση με τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, η Μεγάλη Εβδομάδα είναι πιο απαιτητική συναισθηματικά, πιο σύνθετη – ως εκ τούτου, πιο εναρμονισμένη με την ανθρώπινη αμφιθυμία: ύστερα από ένα παρατεταμένο διάστημα νηστείας και θλίψης, προσποιητών ή αυθεντικών, σου επιτρέπει να λασκάρεις και να επιδοθείς σε μια κραιπάλη χοληστερίνης, με θύματα αναρίθμητα αθώα αμνοερίφια.
Οι δίδυμες γιορτές του Νέου Ετους είναι πιο flat: απ’ αρχής μέχρι τέλους απαιτούν η αλεγρία σου να πιάνει ταβάνι. Οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα φροντίζουν να μην απομακρυνθείς ούτε λεπτό από τη ζώνη της αποπληξίας, ενώ μια σειρά από λοιδορίες – «γκρινιάρης», «ψωριάρης», «μουρτζούφλης», «περίεργος» – βρίσκονται πάντοτε εύκαιρες για να σε στολίσουν, έτσι και αποδειχτείς οτιδήποτε λιγότερο από την «ψυχή του πάρτι».
Αφού έχεις μούτρα, γιατί δεν καθόσουν σπίτι σου;
Εάν καθίσεις όμως σπίτι σου, άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν έχεις μούτρα. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Εξυπακούεται πως δεν είμαστε όντα «προγραμματισμένα» για να συγχρονίζουμε κάθε φορά τη διάθεσή μας με το «πνεύμα των εορτών». Ετσι κι αλλιώς, οι ημερομηνίες των εορτών καθορίστηκαν με πλήρη περιφρόνηση προς τα (όποια και όσα) ιστορικά γεγονότα και κύριο μέλημα να διατηρηθεί μια συνέχεια με τις ειδωλολατρικές γιορτές που είχαν προηγηθεί. Επιπλέον, έχει αποδειχτεί περίτρανα ότι το feel-good ως διαρκές και μόνιμο επίτευγμα είναι μια άπιαστη χίμαιρα κι ένα πειστικό πρόσχημα για να πλουτίσουν οι φαρμακοβιομηχανίες. Σε αντίθεση με όσα μας παραμυθιάζουν, δεν είμαστε φτιαγμένοι για να κρέμεται διαρκώς από τα χείλη μας ένα ηλίθιο χαμόγελο, ούτε – στον αντίποδα – για να πλέουμε ατέρμονα σε πελάγη δυστυχίας· πόσω μάλλον, να περνάμε από το «ζεστό» στο «κρύο» με το γύρισμα μιας μαγικής στρόφιγγας, καθ’ υπαγόρευσιν κινητών ή ακίνητων εορτών στο ημερολόγιο.
Εάν θέλαμε να το τραβήξουμε κι άλλο, θα λέγαμε ότι δεν μπορούμε να βιώσουμε την αίσθηση της «δυστυχίας» χωρίς να έχουμε βιώσει την αίσθηση της «ευτυχίας» – και τούμπαλιν. Αυτές οι δύο ετεροκαθορίζονται· μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε.
Η πανδημία ανακάτεψε ακόμη περισσότερο την τράπουλα των συναισθημάτων μας. Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, με κύριο αλλά όχι αποκλειστικό χορηγό την ιδιωτική τηλεόραση, αυτή που κάπως πομπωδώς ονομάζαμε «εσωτερική ζωή» έχει υποστεί μια ανείπωτων διαστάσεων καταστροφή, την ίδια στιγμή που έχει πριμοδοτηθεί παντί τρόπω η «δήλωση χαράς».
Τι να σε κάνω εγώ εάν «αισθάνεσαι» χαρούμενος, αφ’ ης στιγμής δεν «δείχνεις» χαρούμενος;
Ερχεται λοιπόν τώρα η πανδημία και σου ζητάει να τετραγωνίσεις τον κύκλο.
Αφενός να κλειδαμπαρωθείς στο σπίτι σου, αφετέρου να συνεχίσεις να διασκεδάζεις λες και βρίσκεσαι σε δημόσια θέα: με τα ίδια τραγούδια, με τους ίδιους χορούς, με το ίδιο τσακίρ κέφι.
Οι άποροι, οι μοναχικοί, οι κατάκοιτοι και, γενικώς, όσοι μια ζωή χορταίνουν με τα δικά μας αποφάγια έχουν συνηθίσει να μένουν μέσα και να (αυθυποβάλλονται ότι) διασκεδάζουν με αυτή την αλλόκοτη προσομοίωση ψυχαγωγίας, αλλά για όλους εμάς τους υπόλοιπους, που εκπαιδευτήκαμε να ταυτίζουμε το «γλέντι» με την «έξοδο», πέφτει λίγο βαρύ το πιάτο· αντί να καταπραΰνει τη μελαγχολία μας, την επιδεινώνει.
Η πιο ζοφερή κωμωδία του Ρομπέρτο Μπενίνι ήταν αναμφίβολα Η ζωή είναι ωραία (1997). Υποδύεται έναν Ιταλοεβραίο, κρατούμενο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, που επιχειρεί με ψέματα, μιμήσεις και μεταμφιέσεις να πείσει τον μικρό του γιο πως τίποτε τραγικό δεν συμβαίνει στην πραγματικότητα. Θυμάμαι ότι η δύναμη της ταινίας πήγαζε από το γελαστό βλέμμα του μικρού του γιου. Ενα βλέμμα που δήλωνε:
«Δεν γελάω επειδή με πείθεις· γελάω επειδή με συγκινεί η προσπάθειά σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου