«Πολύ συχνά η διεθνής Δικαιοσύνη κινείται συμψηφιστικά, με κριτήρια πολιτικά, αναζητώντας ισορροπίες και διευθετήσεις που υπερβαίνουν την αυστηρά δικανική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου…» [1].
Η τοποθέτηση αυτή εισάγει ένα μείζον ζήτημα. Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τις αποφάσεις; Πώς μπορεί η χώρα μας να τους ελέγξει, εάν οι διενέξεις με την Τουρκία παραπεμφθούν στη διεθνή Δικαιοσύνη;
Ενα τμήμα από τη σχετική δραστηριότητα αντιστοιχεί στη διπλωματία. Η προσπάθεια να εξασφαλιστεί η υποστήριξη ξένων κυβερνήσεων αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα – από τις συνομιλίες των πρέσβεων στις διάφορες πρωτεύουσες ώς την προσωπική χημεία των αρχηγών κρατών, περνώντας και από το οικονομικό δούναι και λαβείν.
Ομως, οι αποφάσεις των δικαστών επηρεάζονται και από λιγότερο απτούς ή ορθολογικούς παράγοντες.
Η έκφραση «δημόσια διπλωματία», όχι πολύ σαφής ως προς το σημαινόμενο, εμφανίζεται το 1965, όταν ιδρύθηκε το Murrow Center for Public Diplomacy στο Fletcher School. Η «προπαγάνδα», όρος απωθημένος λόγω συνειρμών με τη ναζιστική δραστηριότητα, είναι περισσότερο εστιασμένη. Εκτός από την άμεση δράση, κρατική ή της κοινωνίας των πολιτών, υπάρχουν και παράγοντες οι οποίοι εγγράφονται σε μεγαλύτερες χρονικές διάρκειες: η εικόνα μιας χώρας ή ενός λαού, οι προκαταλήψεις, τα θετικά ή αρνητικά στερεότυπα, οι μνήμες από παλαιές συγκλίσεις και αντιπαραθέσεις.
Ολοι αυτοί οι παράγοντες, οι περισσότεροι των οποίων απευθύνονται μάλλον στο συναίσθημα παρά στον ορθό λόγο, επηρεάζουν την κρίση και των δικαστών. Η επίδραση αυτή μπορεί να είναι άμεση αν οι δικαστές, συνειδητά ή μη, συμμερίζονται τις απόψεις, τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα. Λειτουργεί επίσης εμμέσως, καθώς οι δικαστές επιδιώκουν να μη θίξουν ή εναντιωθούν στο δημόσιο αίσθημα. Προφανώς, ό,τι ισχύει για τους δικαστές πολλώ μάλλον ισχύει για την παγκόσμια πολιτική ηγεσία.
Η παρέμβαση στον νεφελώδη και ετερογενή αυτόν χώρο κινητοποιεί ποικίλες γνώσεις και ικανότητες και ασκείται μέσα από διαφόρους θεσμούς, μέσα και δίκτυα: δημοσιογραφία, think-tanks, εκπαιδευτικό σύστημα, μνημεία και τελετές, κινηματογράφος και τηλεόραση, κοινωνικά δίκτυα. Οι εικόνες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι χάρτες, κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο.
Στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, η χώρα μας διαθέτει ένα παλαιόθεν κεκτημένο πλεονέκτημα: η εικόνα της στις δυτικές, και όχι μόνον, κοινωνίες σαφώς πλεονεκτεί έναντι της Τουρκίας.
Δυστυχώς, η διαρκής αυτή υπεροχή έχει οδηγήσει σε σχετική αδράνεια. Η Ελλάδα διαχειρίζεται την κληρονομία της ως εισοδηματίας· δεν έχει δημιουργήσει δομές και μηχανισμούς, ώστε να την αξιοποιήσει και να την αναπτύξει.
Το έλλειμμα στην προπαγάνδα/δημόσια διπλωματία προβάλλει περισσότερο, αν θυμηθούμε το βενιζέλειο έργο, πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δραστηριοποιήθηκαν, τότε, όλες οι πνευματικές και διπλωματικές δυνάμεις του έθνους, ελλαδικές και διασπορικές. Η Ελλάδα εξασφάλισε γεωπολιτικές επιτυχίες ασυγκρίτως μεγαλύτερες από όσες αντιστοιχούσαν στις υλικές της δυνάμεις.
Στους αντίποδες της ελληνικής αδράνειας, ο διάχυτος αντιτουρκισμός έχει κεντρίσει προ πολλού την Τουρκία. Πολύ πριν προκύψει ο πολλαπλός ανταγωνισμός με την Ελλάδα, η Τουρκία κινητοποιήθηκε για να ανατρέψει την αρνητική της εικόνα η οποία, τότε, παρεμπόδιζε την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Διείσδυσε επιτυχώς στα δυτικά think-tanks και στον πανεπιστημιακό χώρο, μέσα από προγράμματα για τη μελέτη της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον, σήμερα, ειδικοί των διεθνών σχέσεων διστάζουν να εκφραστούν κριτικά για την Αγκυρα. Αυτός ο εκφοβισμός ισχύει ιδιαιτέρως για όσους έχουν οικογενειακούς ή άλλους δεσμούς με την Τουρκία, οι οποίοι είναι κατά τεκμήριον και οι ειδήμονες για την εκεί εσωτερική κατάσταση.
Μηχανισμοί, εγκατεστημένοι εδώ και δεκαετίες για την προώθηση της τουρκικής δημόσιας διπλωματίας, έχουν επανενεργοποιηθεί. Επιχειρούν να ακυρώσουν το διπλωματικό πλεονέκτημα το οποίο εξασφάλισε η Ελλάδα χάρη στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του πρόσφατου τουρκικού υβριδικού πολέμου. Στην προσπάθειά της να ανατρέψει τη Συνθήκη της Λωζάννης, η τουρκική προπαγάνδα αξιοποιεί γεωγραφικά στερεότυπα τα οποία, στις δυτικές γεωπολιτικές αντιλήψεις, έχουν βαθιές ρίζες.
Προβάλλει δύο θέσεις.
Η πρώτη θέση υποδεικνύει ότι τα νησιά του Αιγαίου εδράζονται στην «τουρκική» υφαλοκρηπίδα και, επομένως, καταχρηστικώς ανήκουν στην Ελλάδα.
Η δεύτερη θέση αναφέρεται στο «άδικο» ελληνικό «μονοπώλιο» του Αιγαίου, ενώ πρόκειται για ενδιάμεση θάλασσα ανάμεσα σε δύο ηπειρωτικά σύνολα.
Τα γεωγραφικά αυτά επιχειρήματα ηχούν εύλογα, αν εμείς δεν αποκαλύψουμε, μεθοδικά και συστηματικά, τον επιστημονικό και ιστορικό τους παραλογισμό.
Η Ελλάδα είναι ανέτοιμη για τον υβριδικό διπλωματικό ανταγωνισμό. Είμαστε τόσο βέβαιοι για το «δίκαιο», ώστε δεν αντιλαμβανόμαστε τους επικίνδυνους ανορθολογικούς παράγοντες τους οποίους ήδη αξιοποιεί και εκμεταλλεύεται η τουρκική δημόσια διπλωματία.
Πρέπει...
να το συνειδητοποιήσουμε και να ενεργήσουμε αναλόγως.
Οπως, διά στόματος Περικλέους, επισημαίνει ο Θουκυδίδης, «οι καιροί ου μενετοί».
[1] Ευάγγελου Βενιζέλου, «Οι δεσμεύσεις που απορρέουν από την επίκληση του διεθνούς δικαίου», «Καθημερινή», 22 Σεπτεμβρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου