ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΗ - ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Για την αγάπη της Επιστήμης

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ

Tης ΣΩΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Η χρηματοπιστωτική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας έστρεψε το ενδιαφέρον του γενικού πληθυσμού στην οικονομική επιστήμη: γύρω στο 2008-2009 οι άνθρωποι του 21 αιώνα συνειδητοποίησαν τον ρόλο των οικονομολόγων στη ζωή τους.  

Προέκυψαν πολλά ερωτήματα: τι είχαν προβλέψει σωστά; Πού είχαν αποτύχει; Τι ψιθύριζαν στο αυτί των πολιτικών; Ποιο ήταν το κοινωνικοοικονομικό τους όραμα; 

Μαζί με τα ερωτήματα εντάθηκε η αβεβαιότητα και η καχυποψία: οι οικονομολόγοι φαίνονταν να κυβερνούν τον κόσμο και να μην τα καταφέρνουν και τόσο καλά. Παρ’ όλ’ αυτά, έκαναν μακροπρόθεσμες προβλέψεις –με την επιφύλαξη ότι κάπου-κάπου θα εμφανίζονται μαύροι κύκνοι– έδιναν συμβουλές και, ανάλογα με την κοσμοθεωρία του καθενός, μας εξηγούσαν πώς είχε συμβεί η οικονομική κρίση και η κρίση χρέους, και κυρίως πώς θα αποφύγουμε να ξανασυμβούν στο μέλλον.

Οι διαμάχες μεταξύ των ειδικών στα χρηματοοικονομικά άλλοτε προσέθεταν, άλλοτε αφαιρούσαν από το κύρος και την αξία τους. Καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι άρχισαν να κατανοούν τον αντίκτυπο της οικονομικής επιστήμης στη ζωή τους –κάτι που ίσως μέχρι τότε δεν πολυπρόσεχαν– την εποχή εκείνη μεγαλύτερο ποσοστό νέων επέλεξαν να σπουδάσουν στις οικονομικές σχολές. Παραλλήλως, οι διάφορες οικονομικές θεωρίες εμπότισαν τον δημόσιο διάλογο όπως είχε συμβεί στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, κατά τη διάρκεια της πετρελαϊκής κρίσης στα χρόνια του 1970 και κατά τη διάρκεια του πυρετού του χρηματιστηρίου το 1995-2005. Από αυτόν τον διάλογο δεν έλειπαν οι ερασιτέχνες, οι κομπογιαννίτες και οι συνωμοσιολόγοι. Δεν έλειπαν οι ξερόλες· ποτέ δεν λείπουν οι ξερόλες.

Νομίζω ότι η πανδημία Covid-19 αναζωπύρωσε παρόμοιο ενδιαφέρον για τη βιολογία, την ιατρική και τη φαρμακευτική. Πρόκειται για επιστήμες αρκετά διαφορετικές από την Οικονομία εφόσον στηρίζονται πολύ περισσότερο στη μαθηματική σκέψη per se, στη φυσική και στη χημεία, δηλαδή σε κλάδους επιστημονικής ακριβείας, και λιγότερο στην κοινωνική σκέψη και στην πολιτική. Ίσως η πανδημία να αφύπνισε το πλήθος των αποριών που δεν βρίσκουμε τον χρόνο να εκφράσουμε και στις οποίες μπορεί να απαντήσει η επιστήμη: η φυσική και η χημεία βρίσκονται ολόγυρά μας –ένα ακόμα «αυτονόητο»– αλλά δεν στοχαζόμαστε πάνω σ’ αυτές. Οι νόμοι της φύσεως κάνουν τη δουλειά τους κι εμείς τη δική μας.

Γιατί όταν μας πέφτει από τα χέρια μια φέτα ψωμί με βούτυρο, προσγειώνεται σχεδόν πάντοτε από την πλευρά του βούτυρου; 

Πώς τα αεροπλάνα πετάνε και τα καράβια επιπλέουν; 

Η επιστήμη βρίσκεται παντού· το ξέρουμε όλοι. Βρίσκεται στην κουζίνα –στο πώς θα φουσκώσει ή θα δέσει το γλυκό–, βρίσκεται και στην μπανιέρα· αρκεί να θυμηθούμε τον Αρχιμήδη. Αλλά αν ρωτήσουμε ένα τυχαίο δείγμα ανθρώπων γιατί βρέχει, πώς δημιουργούνται οι φυσαλίδες του νερού που βράζει ή ποιο είναι το βάρος των νεφών, θα πάρουμε ασαφείς απαντήσεις. Πράγματι, ο ζαχαροπλάστης ξέρει εμπειρικά τι πρέπει να κάνει και μπορούμε να κολυμπάμε χωρίς να σκεφτόμαστε την άνωση.

Εκτός από τα ερωτήματα η απάντηση των οποίων μπορεί να περιμένει, ή να αναζητηθεί σε ό,τι διδαχτήκαμε στο σχολείο, η πραγματικότητα θέτει ειδικά ερωτήματα: Τι είναι οι ιοί; Ποιες είναι οι διαφορές τους από τα βακτήρια; Πώς η ιατρική αντιμετωπίζει τις ασθένειες από τους μεν και από τα δε; Φταίμε για τις επιδημίες; Κι αν φταίμε, σε τι φταίμε; Πώς μπορούμε να διορθώσουμε τα λάθη μας;  

Η τελευταία αυτή δοκιμασία δεν κινητοποιεί μόνο το ενδιαφέρον για την επιστήμη, αλλά γενικότερα για το πώς η επιστήμη μπορεί να μας βοηθήσει να τα βγάλουμε πέρα καλύτερα. Η διαφορά αυτού του ενδιαφέροντος από το ενδιαφέρον, π.χ. για την κλιματική αλλαγή, είναι ο επείγων χαρακτήρας των ασθενειών: η πρόληψη και η θεραπεία τους αφορά τον καθένα στο σήμερα, ενώ η εξέλιξη του κλίματος φαίνεται ότι αφορά το μέλλον και ίσως μάλιστα απαιτεί θυσίες στο σήμερα. Έτσι κι αλλιώς, λίγοι ενδιαφέρονται για τη μοίρα των επερχόμενων γενεών· η επιβιωτικότητα, μια μορφή εγωισμού, είναι προς το παρόν μέρος της ανθρώπινης φύσης.

 
Νομίζω λοιπόν ότι η πανδημία έφερε στο προσκήνιο τη βαθιά μας άγνοια για την επιστήμη, η οποία οφείλεται βεβαίως στο σοβαρό πρόβλημα για το οποίο παραπονιέμαι συχνά: τη δευτερεύουσα θέση που έχουν τα επιστημονικά μαθήματα στο σχολείο.  

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλα τα μαθήματα έχουν δευτερεύουσα θέση, εφόσον ούτε ελληνικά μαθαίνουμε, ούτε φυσικοχημεία. Η απουσία θετικής σκέψης επηρεάζει αρνητικά τον τρόπο της ζωής, ευνοεί τον παραλογισμό και τις δεισιδαιμονίες, και αφαιρεί από το άτομο την ικανότητα ερμηνείας του κόσμου και λήψης ορθών αποφάσεων. Αλλά δεν πρόκειται για αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο.

Στο αμερικανικό γυμνάσιο διδάσκεται η «προ-άλγεβρα», που, το λέει η λέξη, δεν πρόκειται για «άλγεβρα» αλλά για ένα είδος προχωρημένης αριθμητικής.  

Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, με τις «κλασικές» και «πρακτικές» κατευθύνσεις, τις φιλολογικές και θετικές δέσμες, τα μαθήματα που σχετίζονται με την επιστήμη προορίζονται τελικά για μια μειοψηφία. Ένα μεγάλο μέρος των παιδιών δείχνει να δυσκολεύεται υπερβολικά σε αυτά τα μαθήματα, προφανώς επειδή δεν διδάσκονται σωστά.  

Το αποτέλεσμα είναι ο γενικευμένος επιστημονικός αναλφαβητισμός ο οποίος ξεκινά από τον μαθηματικό αναλφαβητισμό, το να μην μπορείς δηλαδή να κάνεις νοερά μια απλή αριθμητική πράξη, να μην μπορείς να δώσεις ρέστα από πέντε ευρώ.

Σ’ αυτό το περιβάλλον του επιστημονικού αναλφαβητισμού, η πανδημία ενθάρρυνε τις επιστημονικές συζητήσεις και διαμάχες με αποτέλεσμα παράλληλους διαλόγους δύο επιπέδων.  

Από τη μια πλευρά συνδιαλέγεται ο γενικός πληθυσμός που δεν αναρωτιέται για τα απλά φαινόμενα της ζωής και επιμένει στα γιατροσόφια και στις προνεωτερικές αντιλήψεις: υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πιστεύουν ότι τα παιδιά θα ρίξουν το πάχος σε ύψος, ότι τα αντιβιοτικά είναι ένα είδος αντιπυρετικού κι ότι ένα σπυράκι «δεν πρέπει να το πειράζεις».  

Από την άλλη πλευρά, η επιστημονική κοινότητα άρχισε να ξεμαλλιάζεται δημοσίως – ανέκαθεν ξεμαλλιαζόταν αλλά όχι τόσο δημοσίως. Έτσι, αρχίσαμε the hard way, να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για την επιστήμη και για τον αντίκτυπό της στη ζωή μας.

Ο πρώτος παράγοντας που μας κινητοποίησε ήταν το πώς οι επιστήμονες, οι ειδικοί, απέκτησαν μια εξουσία που ίσως δεν ξέραμε ότι είχαν. Απέκτησαν τον πρώτο λόγο μιας και το πεδίο τους υπό την ευρεία έννοια επηρεάζει την πρωταρχική ανθρώπινη αξία, την υγεία – και πολλοί από μας έκριναν ότι αυτός ο «λόγος» ήταν πιο ελκυστικός, πιο έναρθρος, πιο πειστικός, από τον λόγο των πολιτικών. Συχνά και τα πρόσωπα που εξέφεραν αυτόν τον λόγο ήταν συμπαθέστερα από τους πολιτικούς, πιο «ανθρώπινα», με καλύτερες προθέσεις.

Ο δεύτερος παράγοντας που ενίσχυσε το ενδιαφέρον για την επιστήμη είναι η παγκοσμιότητα της ασθένειας Covid-19 που έδειξε ότι, πέρα από τους εμπορικούς ανταγωνισμούς και τους πολέμους, υπάρχουν ενάρετες πανανθρώπινες δραστηριότητες όπως η επιστημονική έρευνα και η πρακτική της υγείας. Ενώ εμείς επί χρόνια τρέχουμε από ’δω κι από ’κει στις δουλίτσες μας, φροντίζοντας τις σοβαρές ή λιγότερο σοβαρές παθήσεις μας, χιλιάδες επιστήμονες περνούν τη ζωή τους σε πάγκους και μικροσκόπια, σε μικροβιολογικά εργαστήρια και βιοχημικά εργοστάσια όπου αναγνωρίζουν απειλές για την ανθρώπινη υγεία και όπου παρασκευάζουν θαυματουργά ή σχεδόν θαυματουργά φάρμακα.

    Όταν ήμουν παιδί, ανάμεσα στα πρότυπα που μπορούσε να έχει κανείς ήταν η Μαρί Κιουρί, ο καρδιολόγος Κρίστιαν Μπάρναρντ και προπάντων οι μεγάλοι αστροναύτες: ήμασταν έκθαμβοι μπροστά στα επιτεύγματα της επιστήμης και νομίζω πως είχαμε δίκιο.  

Πολλά πήγαιναν στραβά στον 20ό αιώνα αλλά ο σεβασμός στη γνώση και στην αυθεντία δεν ήταν από τα στραβά· ήταν από τις μορφές συμπεριφοράς που επιτάχυναν την ανθρώπινη πρόοδο. Η αμφισβήτηση της αυθεντίας, η απαξίωση των σοφών, η ανάδυση του ημιμαθούς που επικρίνει τους πάντες, ιδιαίτερα όσους νιώθει ότι ξέρουν περισσότερα από τον ίδιο, μας έχει φέρει στη σημερινή κατάσταση της πολτοποίησης. Στις μέρες μας ο καθένας εκφέρει γνώμη ενώ θα έπρεπε να σιωπά.

Απ’ ό,τι φαίνεται από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, όπως συνέβη το 2008-2009 με τους οικονομολόγους, η ανάδειξη των επιστημόνων στην πρώτη γραμμή των αποφάσεων, η παραδοχή των πολιτικών ότι η διαχείριση των επιδημιών δεν είναι το φόρτε τους, πολλοί νέοι επηρεάστηκαν από αυτή την εμπειρία και εκδηλώνουν τώρα αγνές προθέσεις σχετικά με την επιλογή των σπουδών στην ιατρική: επιθυμία για την έρευνα, για τη φροντίδα των άλλων, για συμμετοχή στις μεγάλες αποφάσεις της ανθρωπότητας. 

Η COVID-19 έδειξε σε πολλούς ανθρώπους ποιος είναι ο ρόλος των ερευνητών και το τι οφείλουμε στην ιατρική και τη φαρμακευτική, ενώ φώτισε το πρόσωπο επιστημόνων που για τον πολύ κόσμο εργάζονται στη σκιά: ιολόγους, φαρμακοχημικούς, επιδημιολόγους. Και παρότι το στοίχημά μας θα έπρεπε να είναι ένας τρόπος παραγωγής και αναπαραγωγής που να μην πιέζει αφόρητα τον πλανήτη, οι επιστήμες της υγείας θα βρίσκονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε προτεραιότητα από φιλοσοφική και υπαρξιακή άποψη.

Πράγματι, συρρίκνωση της οικονομίας κατά 35% είναι ένα πλήγμα το οποίο η επιστήμη όχι μόνο δεν μπορεί να άρει αλλά για το οποίο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη. Απευθυνόμαστε στους επιστήμονες σε καιρούς κρίσεως, αλλά αν δεν κάνουν το θαύμα τους, είμαστε έτοιμοι να τους στήσουμε στον τοίχο. Αυτή την παράξενη χρονιά, παρατηρήσαμε στη χώρα μας, και σε ολόκληρο τον κόσμο, αντίρροπες δυνάμεις και τρόπους σκέψης: εμπιστοσύνη στην επιστήμη και παραλλήλως σκεπτικισμό, θεωρίες συνωμοσίας που προϋποθέτουν ένα αόριστο και τρομερό «αυτοί» – αυτοί που κινούν τα νήματα.

Το σύνδρομο της μαριονέτας περιλαμβάνει πλέον την επιστημονική κοινότητα: ενώ από τη μία πλευρά, το σοκ της πανδημίας τόνωσε τη φιλομάθεια και πιθανώς δημιούργησε καινούργια πρότυπα, από την άλλη...

 

 ενίσχυσε την παρανοειδή ιδέα της παγκόσμιας μηχανορραφίας στην οποία συμμετέχουν οι επιστήμονες: ιατροί, χημικοί, περιβαλλοντολόγοι και προπάντων η αδυσώπητη Big Farma.  

Mαζί με μια μορφή εναλφαβητισμού στα ζητήματα της υγείας, αναπτύχθηκε ή εκδηλώθηκε η αντίσταση στην επιστήμη, τόσο όταν προσπαθεί να επιβληθεί στην πολιτική, όσο κι όταν συμπλέει μαζί της.  

Το παράδοξο της συνωμοσιολογίας εναντίον της επιστήμης είναι ότι ο συνωμοσιολόγος δεν επιδιώκει να μάθει περισσότερα προκειμένου να αποδείξει αυτά που πιστεύει· αντιθέτως, αποφασίζει να παραμείνει μπούφος – όσο λιγότερα ξέρεις τόσο πιο αθώος νιώθεις.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου