ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Νύχτα

 


«Γουστάρω που κλείνουν τα πάντα στις δώδεκα! Λέω στο κορίτσι «πάμε σπίτι μου για ένα τελευταίο ποτό» και συνήθως έρχεται. Τι να κάνει δηλαδή; Να επιστρέψει στο δικό της για ύπνο;»

Ηταν το μόνο επιχείρημα που έχω ακούσει υπέρ των περιοριστικών μέτρων. Ο φιλαράκος που μου το είπε είναι κάτω των τριάντα, ξεχειλίζει από ερωτική περιέργεια – βγαίνει συνέχεια με καινούργιες δεσποσύνες -, κυρίως δε έχει δικό του διαμέρισμα στο Κέντρο. Θα μπορούσε η κυβέρνηση να τον χρησιμοποιήσει ως αντίστιξη στους επιστήμονες που επισείουν τους κινδύνους από τον συνωστισμό στα μπαρ. «Μείνετε μέσα και αφαιρέστε τα ρούχα σας!» θα συμβούλευε με πονηρό χαμόγελο. 

Αλίμονο! Ακόμα και οι ευκαιριακές, οι αυθόρμητες σαρκικές συνευρέσεις κρίνονται ως παρακινδυνευμένες εάν αμφότεροι δεν έχουν κάνει πρόσφατα το τεστ. «Στον χορό, στην παραζάλη, με ξελόγιασαν τα κάλλη…» – πού τέτοια επί κορονωϊού;

Εγώ πάλι έχω άλλο πρόβλημα. Τον τελευταίο καιρό το μάτι μου χαράματα γαρίδα. Δεν πάει να ξημερώνει αργία, γιορτή; Δεν πάει να έχω κοιμηθεί τις μικρές ώρες, στις δύο ή και στις τρεις; Κατάπια, φαίνεται, στα πεντηκοστά τέταρτα γενέθλιά μου ένα ξυπνητήρι.

«Το πρωινό πουλί πιάνει το σκουλήκι!» με παρηγορούν οι κοντινοί μου. «Το πιάνει το σκουλήκι μα μετά σούρνεται όλη μέρα και χασμουριέται και πίνει καφέδες…» βαρυγκομώ. Και αναπολώ τη χαρισάμενη εποχή που το ‘χα σε κακό να μη θαυμάσω την ανατολή του ήλιου και να αποχωριστώ το μαξιλάρι μου πριν απ’ το μεσημέρι.

Τείνουμε να μυθοποιούμε το παρελθόν. Η αθηναϊκή ωστόσο νύχτα – πόσω δε μάλλον η σαλονικιώτικη – τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, που τη ζήσαμε στα γεμάτα, ήταν το κάτι άλλο.

Κυκλοφόρησε πρόσφατα στο Διαδίκτυο ένα απόκομμα εφημερίδας του 1977. Ενας κατάλογος πού, σε ποιο μαγαζί, εμφανιζόταν ο κάθε τραγουδιστής. Διαβάζοντάς τον, φουσκώνει εντός σου ένα κύμα νοσταλγίας. Η Χάρις Αλεξίου στον Ζυγό, ο Ζαμπέτας στο City και ο Γιώργος Μαρίνος στη Μέδουσα. Τσιτσάνης – Μπέλλου κλασικά στο Χάραμα, Ρίτα στον Καρουσάκη. Κι αν ήσουν του ελαφρού, σε περίμενε ο Σώτος Παναγόπουλος στη Λαλέουσα και η Χριστιάνα στο Νοτούρνο. Αυτής της νύχτας την αποδρομή γευτήκαμε στα πρώτα νιάτα μας.

Κατά τις δέκα άναβες τον θερμοσίφωνα. Κατά τις έντεκα -σενιαρισμένος, με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα zippo φορτωμένο με βενζίνη – ξεπόρτιζες. Επινες ένα πρώτο στο Au Revoir στην Πατησίων ή σε κάποιο από τα δύο Galaxy του Κέντρου και έπειτα βουρ στην παράσταση.

Ο,τι πιο ενδιαφέρον παιζόταν τότε μεταμεσονύχτια. Οι ηθοποιοί και οι θεατές ένιωθαν – συχνά δικαίως – πως συμμετέχουν σε μια μυσταγωγία αδιανόητη για το κοινό των λαϊκών απογευματινών και για τους νοικοκύρηδες της σαββατιάτικης θεατρικής εξόδου. Η ίδια η ώρα ενεθάρρυνε τους πειραματισμούς, τις «ιεροσυλίες». Θυμάμαι έναν θίασο να αποδίδει ολόγυμνος το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ. Ελάχιστοι λιγούρηδες έπαιρναν μάτι – οι υπόλοιποι ενδιαφέρονταν για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ζούσαμε σε ελευθεριακούς καιρούς.

Μετά την παράσταση σπεύδαμε για φαγητό. Αρκετά εστιατόρια σέρβιραν ώσπου αλέκτωρ λαλήσει. Στο υπόγειο της οδού Σκουφά, το Minuit, η ατμόσφαιρα είχε κάτι από χαρτοπαικτική λέσχη – ψάχναμε εμείς, οι πιτσιρικάδες, να διακρίνουμε την κρυφή πόρτα προς τα μυστικά δήθεν δωμάτια… Πιο νόστιμα και από τις μακαρονάδες (οι οποίες – τι παράξενο – τα χρόνια εκείνα δεν σε πάχαιναν) ήταν τα όσα διαμείβονταν από τραπέζι σε τραπέζι. Εκεί δεν έγκειται άλλωστε η γλύκα της δημόσιας εστίασης; Στο να πετάει η μια παρέα καλαμπούρια στην άλλη, να στέλνει κεράσματα και ραβασάκια, να ξεκινάνε έρωτες και καβγάδες. Εάν περιορίζεται ο καθένας στη δική του αυστηρά συντροφιά, ας ανταλλάσσουν οι άνθρωποι κατ’ οίκον επισκέψεις και ας στενάξουν τα ντελιβεράδικα, ζωή να ‘χουμε οι ακαμάτηδες!

Εκεί οδεύουμε. Σε έναν χειμώνα έγκλειστο. Εκτός πια και αν μας ελεήσει ο καιρός και τη βγάλουμε αγκαλιά με τις υπαίθριες σόμπες, μπαμπουλωμένοι στα παλτά μας.

«Τι γκρινιάζεις λοιπόν που κατάπιες το ξυπνητήρι;» θα μου πείτε. «Ταιριάζει στον ρυθμό της εποχής…».  

Εγώ όμως λαχταράω, φίλοι μου, η πόλη να ‘ναι πειρασμός! Ακόμα κι αν αδυνατώ να ενδώσω λόγω νύστας.

Βρέθηκα τις προάλλες στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Με έπιασε η ψυχή μου. Μία παρά πέντε και να μην κυκλοφορεί ψυχή. Να ψάχνει αδίκως το ολόγιομο φεγγάρι ζευγαράκια να φωτίσει. Και τα περίπτερα να ‘χουν κατεβάσει ρολά. Και τα ταξί να σχηματίζουν μια πελώρια μελαγχολική ουρά μέχρι το Σύνταγμα…

Εάν είχα πολλά λεφτά κι ήμουν εκκεντρικός παλιάς κοπής...

 

θα τα αγκάζαρα όλα. Θα τα πλήρωνα να γυρνούν στους δρόμους της Αθήνας και να κορνάρουν ρυθμικά ή να παίζουν τραγούδια στη διαπασών.  

Ετσι, για το γαμώτο! Για να βγει ο κόσμος στα μπαλκόνια, να δει τι συμβαίνει. 

Και έτσι να δούμε ο ένας τον άλλον.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου