Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Μπορεί να πιστέψει κανείς τη φωνή που αποδίδεται στον Νίκο Παππά. Μπορεί να πιστέψει ότι στην κυβέρνηση στην οποία ο ίδιος ήταν η φαιά υψηλότης υπήρχε αναπληρωτής υπουργός που είχε «τη δική του ατζέντα».
Η διαπίστωση γίνεται με εντυπωσιακή χαλαρότητα. Σαν να μιλούσε ο τότε υπουργός Επικρατείας για κάποιον, ας πούμε, βουλευτή Σερρών που του συγχωρείτο να ασκεί τη δική του, προσωπική πολιτική στο θέμα των ακανέδων. Σαν να μην αναφερόταν ρητά σε ποδηγέτηση των θεσμών, της ίδιας της ποινικής Δικαιοσύνης, με σκοπούς όχι μόνο εξουσιαστικούς – «να βάλουμε κάποιους φυλακή»· με σκοπό, λέει ο Παππάς, να βγάλουν κάποιοι λεφτά.
Γίνεται μονότονο, αλλά έχει την ανάγκη να το βλέπει κανείς γραμμένο, συλλαβισμένο, προκειμένου να το συνειδητοποιήσει: Οταν η φωνή του Παππά λέει στον Σάμπυ Μιωνή «αυτό μπορούμε να κάνουμε ότι δεν το είδαμε», το «αυτό» είναι η εκποίηση της Δικαιοσύνης για το πολιτικό αλλά και για το σκέτο κέρδος. Το αμελητέο είναι ο εκβιασμός διά του βιασμού της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Μπορείς να πιστέψεις ότι ο τέως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης είχε δικό του «μαγαζάκι» δίπλα στο μεγάλο μαγαζί μόνο αν πάσχεις από πολιτική αμνησία. Οι υποθέσεις που συζητεί ο Μιωνή με τον συνομιλητή του δεν ήταν αντικείμενο μόνο της ανάκρισης. Ο Παπασταύρου ήταν το όνομα που βρισκόταν επί πέντε και πλέον χρόνια στα χείλη του Τσίπρα πιο συχνά και από το όνομα του πολιτικού του αντιπάλου. Ο Παπασταύρου και, σε δεύτερη φάση, η Μαρέβα ήταν καθημερινό «ψωμί» νεοφυών εντύπων. Ηταν, κυρίως, σταθερό καύσιμο του συριζαϊκού αντισυστημισμού – του πυρήνα της κομματικής ηθικολογικής ιδεολογίας, που στην κυβερνητική του φάση συνοψιζόταν στο μότο «καλύτερα τους ψεύτες παρά τους κλέφτες».
Το «μαγαζάκι» λειτουργούσε σε αρμονία με το μαγαζί. Ομολογείται εμμέσως και στην ίδια την ηχογραφημένη συζήτηση. Οι συνομιλητές αναφέρονται στον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης Γιώργο Βασιλειάδη. Ο Βασιλειάδης φέρεται να έχει κρατήσει αποστάσεις από τις πρακτικές του Παπαγγελόπουλου, με αποτέλεσμα ο προϊστάμενός του να τον έχει αποκλείσει από τις έρευνες. Ο διάλογος γίνεται τον Μάιο του 2016. Εξι μήνες μετά, αυτός που έφυγε από το υπουργείο Δικαιοσύνης, με κλωτσιά προς τα πάνω, δεν ήταν ο Παπαγγελόπουλος, αλλά ο «ασυντόνιστος» γενικός γραμματέας.
Οχι, το μαγαζάκι δεν φύτρωσε παραπλεύρως του μαγαζιού. «Θα ζητήσω», λέει η φωνή του Παππά, «από τον Παπαγγελόπουλο να μου φέρει την ίδια την τύπισσα και θα της πω, κορίτσι μου, ξέρεις τι πας να κάνεις;» Ο υπουργός θα ζητούσε να «του φέρουν» την εισαγγελέα για να τη συνετίσει.
Αυτός ο υπουργός δεν είναι αμέτοχος της ατζέντας που καταλογίζει στον συνάδελφό του. Διαφέρουν μόνο...
Γίνεται μονότονο, αλλά έχει την ανάγκη να το βλέπει κανείς γραμμένο, συλλαβισμένο, προκειμένου να το συνειδητοποιήσει: Οταν η φωνή του Παππά λέει στον Σάμπυ Μιωνή «αυτό μπορούμε να κάνουμε ότι δεν το είδαμε», το «αυτό» είναι η εκποίηση της Δικαιοσύνης για το πολιτικό αλλά και για το σκέτο κέρδος. Το αμελητέο είναι ο εκβιασμός διά του βιασμού της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Μπορείς να πιστέψεις ότι ο τέως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης είχε δικό του «μαγαζάκι» δίπλα στο μεγάλο μαγαζί μόνο αν πάσχεις από πολιτική αμνησία. Οι υποθέσεις που συζητεί ο Μιωνή με τον συνομιλητή του δεν ήταν αντικείμενο μόνο της ανάκρισης. Ο Παπασταύρου ήταν το όνομα που βρισκόταν επί πέντε και πλέον χρόνια στα χείλη του Τσίπρα πιο συχνά και από το όνομα του πολιτικού του αντιπάλου. Ο Παπασταύρου και, σε δεύτερη φάση, η Μαρέβα ήταν καθημερινό «ψωμί» νεοφυών εντύπων. Ηταν, κυρίως, σταθερό καύσιμο του συριζαϊκού αντισυστημισμού – του πυρήνα της κομματικής ηθικολογικής ιδεολογίας, που στην κυβερνητική του φάση συνοψιζόταν στο μότο «καλύτερα τους ψεύτες παρά τους κλέφτες».
Το «μαγαζάκι» λειτουργούσε σε αρμονία με το μαγαζί. Ομολογείται εμμέσως και στην ίδια την ηχογραφημένη συζήτηση. Οι συνομιλητές αναφέρονται στον τότε γενικό γραμματέα του υπουργείου Δικαιοσύνης Γιώργο Βασιλειάδη. Ο Βασιλειάδης φέρεται να έχει κρατήσει αποστάσεις από τις πρακτικές του Παπαγγελόπουλου, με αποτέλεσμα ο προϊστάμενός του να τον έχει αποκλείσει από τις έρευνες. Ο διάλογος γίνεται τον Μάιο του 2016. Εξι μήνες μετά, αυτός που έφυγε από το υπουργείο Δικαιοσύνης, με κλωτσιά προς τα πάνω, δεν ήταν ο Παπαγγελόπουλος, αλλά ο «ασυντόνιστος» γενικός γραμματέας.
Οχι, το μαγαζάκι δεν φύτρωσε παραπλεύρως του μαγαζιού. «Θα ζητήσω», λέει η φωνή του Παππά, «από τον Παπαγγελόπουλο να μου φέρει την ίδια την τύπισσα και θα της πω, κορίτσι μου, ξέρεις τι πας να κάνεις;» Ο υπουργός θα ζητούσε να «του φέρουν» την εισαγγελέα για να τη συνετίσει.
Αυτός ο υπουργός δεν είναι αμέτοχος της ατζέντας που καταλογίζει στον συνάδελφό του. Διαφέρουν μόνο...
οι ρόλοι.
Πάντα σε αυτές τις οργανώσεις ένας χρειάζεται να είναι σκληρός. Και άλλος χρειάζεται να παίζει τον καλό.
Ενας είναι κίλερ. Και άλλος φίξερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου