Ποιες ήταν οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι κουτσαβάκηδες
στις αρχές του 20ου αιώνα
Έγινε το μάλε-βράσε… ο Ασίκης έκανε τσαμπουκά στο βλάμη της γιαβουκλούς του… αφού το γιαγκίνι δεν μπορείς εύκολα να το κάνεις ζάφτι. Πάτησε το ζωνάρι του και πήρε τη δίκοπη να ξεπλύνει την ντροπή, να μην τον κογιονάρουν οι κουσελιάρηδες στην πιάτσα…
Έγινε το μάλε-βράσε… ο Ασίκης έκανε τσαμπουκά στο βλάμη της γιαβουκλούς του… αφού το γιαγκίνι δεν μπορείς εύκολα να το κάνεις ζάφτι. Πάτησε το ζωνάρι του και πήρε τη δίκοπη να ξεπλύνει την ντροπή, να μην τον κογιονάρουν οι κουσελιάρηδες στην πιάτσα…
– Τι γλώσσα είναι αυτή;
– Αυτή αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκα! Κι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί», διευκρινίζει στο ρεμπέτικο τραγούδι «Το Λεξικό του Μάγκα” ο Πέτρος Κυριακού.
– Αυτή αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκα! Κι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί», διευκρινίζει στο ρεμπέτικο τραγούδι «Το Λεξικό του Μάγκα” ο Πέτρος Κυριακού.
Α
Αγκαζέ: αποκλειστικά
Αλάνης: το αλητόπαιδο, το παιδί του δρόμου.
Αλμπάνης: γιατρός
Αμολάω μελάνι: αποχωρώ, φεύγω κρυφά αθέατος
Αντάμης: φίλος, λεβέντης, παλικαράς (από την τουρκική λέξη adam, που σημαίνει άνδρας)
Αντάμικα: αντρίκια, θαρραλέα
Απάχης: κακοποιός, μόρτης. Υπήρξε και οπερέτα του 1921 «Οι Απάχηδες των Αθηνών»
Ασίκης: αγαπητικός, λεβέντης, γενναίος (από την τουρκική λέξη asik και σημαίνει τον εραστή)
Αγκαζέ: αποκλειστικά
Αλάνης: το αλητόπαιδο, το παιδί του δρόμου.
Αλμπάνης: γιατρός
Αμολάω μελάνι: αποχωρώ, φεύγω κρυφά αθέατος
Αντάμης: φίλος, λεβέντης, παλικαράς (από την τουρκική λέξη adam, που σημαίνει άνδρας)
Αντάμικα: αντρίκια, θαρραλέα
Απάχης: κακοποιός, μόρτης. Υπήρξε και οπερέτα του 1921 «Οι Απάχηδες των Αθηνών»
Ασίκης: αγαπητικός, λεβέντης, γενναίος (από την τουρκική λέξη asik και σημαίνει τον εραστή)
Β
Βλάμης: σταυραδερφός, σύντροφος, παράνυμφος, εραστής, γενναίος
Βαρσί: καλλυντικό, κοκκινάδι
Βιόλα: τακτική, μέθοδος μέσο εξαπάτησης
Βουβή: μαχαίρι δίκοπο
Βλάμης: σταυραδερφός, σύντροφος, παράνυμφος, εραστής, γενναίος
Βαρσί: καλλυντικό, κοκκινάδι
Βιόλα: τακτική, μέθοδος μέσο εξαπάτησης
Βουβή: μαχαίρι δίκοπο
Γ
Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός
Γιαβουκλού: μνηστή, ερωμένη
Γιαγκίνι: σφοδρό ερωτικό πάθος, φωτιά
Γομάρια: γαϊδούρια, σωματοφύλακες, μπράβοι
Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός
Γιαβουκλού: μνηστή, ερωμένη
Γιαγκίνι: σφοδρό ερωτικό πάθος, φωτιά
Γομάρια: γαϊδούρια, σωματοφύλακες, μπράβοι
Δ
Δαχτυλίθρες: παιχνίδι εξαπάτησης, κατά το οποίο ο παίκτης έπρεπε να βρει σε ποια από τις τρεις συνήθως δαχτυλήθρες, που είχε ο θύτης, βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβίθι, κάτι σαν τον αντίστοιχο «εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι ο παππάς»…
Δερβίσης: Σωστός ιδανικός άντρας, μάγκας
Δίκοπη: Το αμφίστομο μαχαίρι
Δαχτυλίθρες: παιχνίδι εξαπάτησης, κατά το οποίο ο παίκτης έπρεπε να βρει σε ποια από τις τρεις συνήθως δαχτυλήθρες, που είχε ο θύτης, βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβίθι, κάτι σαν τον αντίστοιχο «εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι ο παππάς»…
Δερβίσης: Σωστός ιδανικός άντρας, μάγκας
Δίκοπη: Το αμφίστομο μαχαίρι
Ε
Εξωφυλαρούχας: ο ατζαμής, παίκτης που δεν ξέρει μπάλα και δεν επιλέγεται κατά το στήσιμο της ομάδας στην αλάνα. Έτσι δεν παίζει αντ’ αυτού φυλάει τα ρούχα των παικτών, παραμένοντας έξω από το γήπεδο. Επίσης είναι αυτός μαζεύει τις μπάλες σκαρφαλώνοντας μάντρες.
Εξωφυλαρούχας: ο ατζαμής, παίκτης που δεν ξέρει μπάλα και δεν επιλέγεται κατά το στήσιμο της ομάδας στην αλάνα. Έτσι δεν παίζει αντ’ αυτού φυλάει τα ρούχα των παικτών, παραμένοντας έξω από το γήπεδο. Επίσης είναι αυτός μαζεύει τις μπάλες σκαρφαλώνοντας μάντρες.
Κ
Καλαμπαλίκι: γιορτή
Κασσαδόρος: ο διαρρήκτης
Κογιονάρω: εμπαίζω, ειρωνεύομαι
Κουμπούρι: το πιστόλι, στον πληθυντικό οι μαστοί
Κουσέλι: κακολογία
Κουσελιάρης: ο κουτσομπόλης
Κουτσαβάκης: νταής, παλληκαράς,
Κούφιο: το πιστόλι
Κοψοχρονιά: αυτός που φεύγει άδικα
Καλαμπαλίκι: γιορτή
Κασσαδόρος: ο διαρρήκτης
Κογιονάρω: εμπαίζω, ειρωνεύομαι
Κουμπούρι: το πιστόλι, στον πληθυντικό οι μαστοί
Κουσέλι: κακολογία
Κουσελιάρης: ο κουτσομπόλης
Κουτσαβάκης: νταής, παλληκαράς,
Κούφιο: το πιστόλι
Κοψοχρονιά: αυτός που φεύγει άδικα
Λ
Λάζος: είδος μαχαιριού που διπλώνει
Λάχανα: τα πορτοφόλια
Λαχανάδες: οι πορτοφολάδες ( υπάρχει και ομώνυμο τραγούδι του Σπύρου Περιστέρη «Οι λαχανάδες κάτω στα Λεμονάδικα»)
Λιμά: λόγια χωρίς σημασία, φλυαρία. Σύμφωνα με το «Λεξικό της Πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη λιμά χαρακτηρίζονται επίσης τα κάτω του 8 χαρτιά της τράπουλας, αλλά και τα ψιλά.
Λάζος: είδος μαχαιριού που διπλώνει
Λάχανα: τα πορτοφόλια
Λαχανάδες: οι πορτοφολάδες ( υπάρχει και ομώνυμο τραγούδι του Σπύρου Περιστέρη «Οι λαχανάδες κάτω στα Λεμονάδικα»)
Λιμά: λόγια χωρίς σημασία, φλυαρία. Σύμφωνα με το «Λεξικό της Πιάτσας» του Βρασίδα Καπετανάκη λιμά χαρακτηρίζονται επίσης τα κάτω του 8 χαρτιά της τράπουλας, αλλά και τα ψιλά.
Μ
Μάγκας: χαμίνι
Μαγκιόρος: πολύ ικανός, καπάτσος
Μάλε βράσε: «έγινε το μάλε-βράσε» καβγά, χτυπήματα, μάχη
Μανίκι: αναποδιά
Μανίτα: Μέθοδος εξαπάτησης που χρησιμοποιούσαν οι πορτοφολάδες σε πολυσύχναστα μέρη (έριχναν το πορτοφόλι μπροστά από κάποιον και μόλις το έπαιρνε τον αποκαλούσαν κλέφτη και ζητούσαν τα λεφτά που υποτίθεται πως είχε μέσα)
Μάπας: ο ναργιλές
Μαρ(γ)ιόλος, μαργιόλα: πανούργος κατεργάρης
Ματσαράγκα: η απάτη, η κατεργαριά
Μαύρης: χασίς
Μαχμούρικο: βαρύθυμο, οκνό
Μόρτης: συνώνυμο του Μάγκα
Μόκο: η σιωπή
Μουρμούρης: νταής, καβγατζής
Μπαγιόκο: λεφτά, κομπόδεμα
Μπανιόκα: ψωμί
Μπαλαμούτι: απάτη χαρτοπαικτική
Μπαμπέσης: ύπουλος, δόλιος,
Μπαμπεσιά: η δόλια, η ύπουλη πράξη
Μπαχτσές: ο κήπος
Μπελαλής: ενοχλητικός , δύστροπος, που προκαλεί μπελάδες
Μπεμπέδες: αθλητές
Μπεσαλής: αυτός που κρατάει τον λόγο του, ο συνεπής.
Μπιλαντέρια: τα αδέλφια
Μπιτιρίνι: η οργανωμένη μπαρμπουτιέρα
Μπουλασιλίκη: κόλλημα, επιμονή, πείσμα
Μάγκας: χαμίνι
Μαγκιόρος: πολύ ικανός, καπάτσος
Μάλε βράσε: «έγινε το μάλε-βράσε» καβγά, χτυπήματα, μάχη
Μανίκι: αναποδιά
Μανίτα: Μέθοδος εξαπάτησης που χρησιμοποιούσαν οι πορτοφολάδες σε πολυσύχναστα μέρη (έριχναν το πορτοφόλι μπροστά από κάποιον και μόλις το έπαιρνε τον αποκαλούσαν κλέφτη και ζητούσαν τα λεφτά που υποτίθεται πως είχε μέσα)
Μάπας: ο ναργιλές
Μαρ(γ)ιόλος, μαργιόλα: πανούργος κατεργάρης
Ματσαράγκα: η απάτη, η κατεργαριά
Μαύρης: χασίς
Μαχμούρικο: βαρύθυμο, οκνό
Μόρτης: συνώνυμο του Μάγκα
Μόκο: η σιωπή
Μουρμούρης: νταής, καβγατζής
Μπαγιόκο: λεφτά, κομπόδεμα
Μπανιόκα: ψωμί
Μπαλαμούτι: απάτη χαρτοπαικτική
Μπαμπέσης: ύπουλος, δόλιος,
Μπαμπεσιά: η δόλια, η ύπουλη πράξη
Μπαχτσές: ο κήπος
Μπελαλής: ενοχλητικός , δύστροπος, που προκαλεί μπελάδες
Μπεμπέδες: αθλητές
Μπεσαλής: αυτός που κρατάει τον λόγο του, ο συνεπής.
Μπιλαντέρια: τα αδέλφια
Μπιτιρίνι: η οργανωμένη μπαρμπουτιέρα
Μπουλασιλίκη: κόλλημα, επιμονή, πείσμα
Ν
Νταβατζής: μαστροπός
Νταής: παλληκαράς
Νταλκάς: δυνατή επιθυμία, πόθος (από την τουρκική λέξη dalga)
Νταμίρα: φυτό πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού
Ντερβίσης: άντρας του κόσμου της μαγκιάς αλλά κλειστός τύπος σαν χαρακτήρας όπως ο μουσουλμάνος μοναχός δερβίσης που είναι γεμάτος μυστήριο
Ντερμπεντέρης: ανοιχτόκαρδος, λεβέντης
Ντέρτι: ψυχικός πόνος (από την τουρκική dert)
Ντεριτιλής: αυτός που υφίσταται ταλαιπωρία, λύπη, στενοχώρια, πόνος, καημό κυρίως από αιτία ερωτική.
Ντουζένι: το κέφι
Ντουνιάς: ο κόσμος
Ντράβαλα: μπελάδες
Νταβατζής: μαστροπός
Νταής: παλληκαράς
Νταλκάς: δυνατή επιθυμία, πόθος (από την τουρκική λέξη dalga)
Νταμίρα: φυτό πλούσιο σε αλκαλοειδείς ουσίες που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατο του χασισιού
Ντερβίσης: άντρας του κόσμου της μαγκιάς αλλά κλειστός τύπος σαν χαρακτήρας όπως ο μουσουλμάνος μοναχός δερβίσης που είναι γεμάτος μυστήριο
Ντερμπεντέρης: ανοιχτόκαρδος, λεβέντης
Ντέρτι: ψυχικός πόνος (από την τουρκική dert)
Ντεριτιλής: αυτός που υφίσταται ταλαιπωρία, λύπη, στενοχώρια, πόνος, καημό κυρίως από αιτία ερωτική.
Ντουζένι: το κέφι
Ντουνιάς: ο κόσμος
Ντράβαλα: μπελάδες
Ξ
Ξεφτέρι: έξυπνος
Ξεφτέρι: έξυπνος
Π
Παπατζής: αυτός που εξαπατά θύματα παίζοντας με τα χαρτιά το παιχνίδι “παππάς”
Παπαγαλάκι: αυτός που «κελαηδάει» μόλις συλληφθεί
Πεζεβέγκης ή Μπεζεβέγκης: μαστροπός, αχρείος
Πετσί: το πορτοφόλι
Πιάτσα: τόπος συγκέντρωσης
Ποδαράδες: παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πούγκα: το κομπόδεμα
Παπατζής: αυτός που εξαπατά θύματα παίζοντας με τα χαρτιά το παιχνίδι “παππάς”
Παπαγαλάκι: αυτός που «κελαηδάει» μόλις συλληφθεί
Πεζεβέγκης ή Μπεζεβέγκης: μαστροπός, αχρείος
Πετσί: το πορτοφόλι
Πιάτσα: τόπος συγκέντρωσης
Ποδαράδες: παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας
Πούγκα: το κομπόδεμα
Ρ
Ρεφάρω: ξανακερδίζω όσα έχασα
Ρεφάρω: ξανακερδίζω όσα έχασα
Σ
Σεβνταλής: ο ερωτευμένος, ο ερωτιάρης
Σεβντάς: ο ερωτικός καημός (από την τουρκική λέξη sevda)
Σεκλέτια: στεναχώρια
Σερέτης: ο δύστροπος, ο σκληρός, ο ευέξαπτος άνδρας
Σερετλίκι: η σκληρότητα
Σκερτσόζος: ο προσποιητά χαριτωμένος και ελκυστικός, περισσότερο για γυναίκες
Σορόκα: η αλλήθωρη
Συνάχης: άνδρας θυμωμένος, τσατισμένος ή υπό την επίδραση ναρκωτικών που λαμβάνονται από την μύτη
Σώτος: ο κερδισμένος
Σεβνταλής: ο ερωτευμένος, ο ερωτιάρης
Σεβντάς: ο ερωτικός καημός (από την τουρκική λέξη sevda)
Σεκλέτια: στεναχώρια
Σερέτης: ο δύστροπος, ο σκληρός, ο ευέξαπτος άνδρας
Σερετλίκι: η σκληρότητα
Σκερτσόζος: ο προσποιητά χαριτωμένος και ελκυστικός, περισσότερο για γυναίκες
Σορόκα: η αλλήθωρη
Συνάχης: άνδρας θυμωμένος, τσατισμένος ή υπό την επίδραση ναρκωτικών που λαμβάνονται από την μύτη
Σώτος: ο κερδισμένος
Τ
Τεκές: χασισοποτείο
Τεκετζής: ο ιδιοκτήτης του τεκέ
Τέρτσος: ο χαμένος
Τεφαρίκι: το εκλεκτό πράγμα
Τζιμάνι: άνθρωπος που με ό,τι καταπιάνεται το καταφέρνει, αξιαγάπητος, σεβαστός
Τουμπεκί: ο καπνός
Τουφατζής: αυτός που έχει κάνει φυλακή
Τρυγόνα: κορίτσι
Τσαχπίνης: ο ερωτικά άτακτος, ο γυναικάς
Τσίφτης: ξύπνιος
Τσίμα: κοντά ( επτανησιακή έκφραση)
Τεκές: χασισοποτείο
Τεκετζής: ο ιδιοκτήτης του τεκέ
Τέρτσος: ο χαμένος
Τεφαρίκι: το εκλεκτό πράγμα
Τζιμάνι: άνθρωπος που με ό,τι καταπιάνεται το καταφέρνει, αξιαγάπητος, σεβαστός
Τουμπεκί: ο καπνός
Τουφατζής: αυτός που έχει κάνει φυλακή
Τρυγόνα: κορίτσι
Τσαχπίνης: ο ερωτικά άτακτος, ο γυναικάς
Τσίφτης: ξύπνιος
Τσίμα: κοντά ( επτανησιακή έκφραση)
Φ
Φάσκελο: η μούντζα.
Φελέκι: Λέξη αραβικής προέλευσης που σημαίνει τύχη (γ…ώ το φελέκι μου δηλαδή την τύχη μου)
Φούφουτος: αποκαλούσαν έτσι κάποιον που δεν γνώριζαν
Φάσκελο: η μούντζα.
Φελέκι: Λέξη αραβικής προέλευσης που σημαίνει τύχη (γ…ώ το φελέκι μου δηλαδή την τύχη μου)
Φούφουτος: αποκαλούσαν έτσι κάποιον που δεν γνώριζαν
Χ
Χαράμι: μάταια
Χαρμάνης: ο χρήστης χασίς που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης
Χαράμι: μάταια
Χαρμάνης: ο χρήστης χασίς που βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης
Ψ
Ψιλά: τα λεφτά
Ψιλά: τα λεφτά
- Κεσάτια μωρέ βλάμη κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν έχει αλισβερίσι
-Τι θα πει αλισβερίσι
-Καλαμπαλίκι μωρ αδερφέ
-Μας φώτισες
-Ε άμα δεν αντίζεσαι τα σέα και τα μέα, γίνου...
λαγός και πούλευε
-Μα τι γλώσσα είναι αυτή
-Αυτή αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκα
Κι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ αυτό το βιολί
Και τώρα δώσε βάση για να φωτιστείς, να μη μείνεις στραβός:
Τις κυράδες λέω γοργόνες, και τους φίλους νταβατζήδες
Τα κορίτσα λέω τρυγόνες, τα μαστούρια τσαμπουκαλήδες
Το μηδέν το λέω τρίχες και το δάνειο λέω τράκα
Το εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ Mαρίκες
Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα και σας κάνω τη κορόιδα
Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι και την πιάτσα λέω κουρμπέτι
Το απών το λέω ερήμη, τ ακακαΐδι καρντερίμι
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη και πουλεύω σαν σπουργίτι
Τον καπνό τον λέω ντουμάνι, τον γιατρό τον λέω αλμπάνη
Την κουβέντα λέω λίμα, τη στενή την λέω τμήμα
Το σιλάνς το λέω μόκο, τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο
Τον καθρέφτη μπανιστήρι, το συνωστισμό κολλητήρι
Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα και σας κάνω την μπεκάτσα
Τα μεράκια λέω νταλκάδες, τους κουτούς τους λέω χαλβάδες
Το θυμό τσαμπουκαλίκι, την αναποδιά μανίκι
Τη γιορτή καλαμπαλίκι, το κουράγιο ζοριλίκι
Το μαχαίρι λέω λάσο και το τρώω μπουζουριάζω
Τώρα πάω μονάχα σκάβω κερκινάδες κι απολάω σαπουνάδες
Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα κι απολάω σαπουνάδα
Το ψωμί το λέω μπανιόκα και τη φτώχια λέω μουρμούρα
Την αλλήθωρη σορόκα και τη μπάζα λωβητούρα
Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκια
Τους δαντήδες κουραμπιέδες και τα γλέντια μερακλίκια
Τώρα στρίβω και τραβάω στη γειτονιά μου, να μην έβρω τον μπελά μου
-Τι θα πει αλισβερίσι
-Καλαμπαλίκι μωρ αδερφέ
-Μας φώτισες
-Ε άμα δεν αντίζεσαι τα σέα και τα μέα, γίνου...
λαγός και πούλευε
-Μα τι γλώσσα είναι αυτή
-Αυτή αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκα
Κι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ αυτό το βιολί
Και τώρα δώσε βάση για να φωτιστείς, να μη μείνεις στραβός:
Τις κυράδες λέω γοργόνες, και τους φίλους νταβατζήδες
Τα κορίτσα λέω τρυγόνες, τα μαστούρια τσαμπουκαλήδες
Το μηδέν το λέω τρίχες και το δάνειο λέω τράκα
Το εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ Mαρίκες
Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα και σας κάνω τη κορόιδα
Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι και την πιάτσα λέω κουρμπέτι
Το απών το λέω ερήμη, τ ακακαΐδι καρντερίμι
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη και πουλεύω σαν σπουργίτι
Τον καπνό τον λέω ντουμάνι, τον γιατρό τον λέω αλμπάνη
Την κουβέντα λέω λίμα, τη στενή την λέω τμήμα
Το σιλάνς το λέω μόκο, τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο
Τον καθρέφτη μπανιστήρι, το συνωστισμό κολλητήρι
Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα και σας κάνω την μπεκάτσα
Τα μεράκια λέω νταλκάδες, τους κουτούς τους λέω χαλβάδες
Το θυμό τσαμπουκαλίκι, την αναποδιά μανίκι
Τη γιορτή καλαμπαλίκι, το κουράγιο ζοριλίκι
Το μαχαίρι λέω λάσο και το τρώω μπουζουριάζω
Τώρα πάω μονάχα σκάβω κερκινάδες κι απολάω σαπουνάδες
Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα κι απολάω σαπουνάδα
Το ψωμί το λέω μπανιόκα και τη φτώχια λέω μουρμούρα
Την αλλήθωρη σορόκα και τη μπάζα λωβητούρα
Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκια
Τους δαντήδες κουραμπιέδες και τα γλέντια μερακλίκια
Τώρα στρίβω και τραβάω στη γειτονιά μου, να μην έβρω τον μπελά μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου