ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ και ΥΠΑΡΚΤΟΣ ΚΑΤΣΑΠΛΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ: Η θυμωμένη ταυτότητα


Η πανδημία αποπροσανατόλισε τη συλλογική μας ταυτότητα. Αυτό το «εμείς» που θύμωνε με τα πάντα και τους πάντες δεν είχε με ποιον να θυμώσει. Ακόμη και οι μάγοι του συλλογικού μας θυμού, οι πολιτικοί, έσκυψαν το κεφάλι. Κανένα πάνελ σε κανένα κανάλι δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί την εκπομπή των 6 το απόγευμα. Εκεί, για περίπου μισή ώρα το μεγάλο κοινό κρεμόταν από τα χείλη ενός ανθρώπου ήρεμου, που μιλούσε στρωτά ελληνικά, κυρίως δε, κατανοώντας την ανησυχία του κοινού την οποία μοιραζόταν προσπαθούσε να μεταφέρει την επιστημονική του πείρα για χάρη της κοινότητας. Είναι ο γιατρός που όλοι θέλουμε να έχουμε.

Αλήθεια, πότε θυμάστε για τελευταία φορά έναν άνθρωπο σαν τον Τσιόδρα να πρωταγωνιστεί στη δημόσια ζωή; Κάποιον ο οποίος δεν τσακώνεται με τον διπλανό του, δεν νουθετεί με τον δείκτη της δεξιάς προτεταμένο και δεν ισχυρίζεται ότι πρέπει να τον υπακούσουμε επειδή αυτός γνωρίζει τη λύση.

Το αντίθετο. Εξηγούσε ότι επειδή δεν υπάρχει λύση, εμβόλιο ή φάρμακο, θα πρέπει να αμυνθούμε με τα μέσα που διαθέτουμε. Πρωτόγονα πλην όμως αποτελεσματικά. Ας μην ξεχνάμε ότι ο λοιμός που περιγράφει ο Θουκυδίδης σάρωσε την Αθήνα επειδή τους πέτυχε όλους συνωστισμένους στον περιορισμένο χώρο του άστεως, εντός των τειχών. Καμία σχέση με τους «ειδικούς», όπως οι οικονομολόγοι ή οι σεισμολόγοι, οι οποίοι ευκαιρίας δοθείσης διαλύουν το νευρικό μας σύστημα με τις άκυρες, επιπέδου αστρολογίας, προβλέψεις τους και τους ανόητους καβγάδες τους.

Το σχέδιο πέτυχε.  


Πρώτον επειδή ήταν σοβαρό και δεύτερον επειδή η εφαρμογή του ήταν πειστική και αποτελεσματική.  


Είναι τα βαριά πρόστιμα για τους παραβάτες;  

Είναι οι εικόνες που μας έφταναν από τη γειτονική Ιταλία; 


Είναι ο φόβος που αισθάνεται ο καθένας από μας να βρεθεί σε δημόσιο νοσοκομείο; 


Είναι η εμπιστοσύνη που, επιτέλους, κατάφεραν να μας εμπνεύσουν οι «αρμόδιοι», απ’ την κυβέρνηση ως την τελευταία νοσηλεύτρια;  


Είναι όλ’ αυτά μαζί. Πολλοί από μας αναγκάστηκαν να θυσιάσουν τις δουλειές τους, την οικονομική τους υπόσταση, προκειμένου να υπακούσουν. Το σχέδιο πέτυχε και η χώρα αυτήν τη στιγμή έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη μπορεί να τοποθετηθεί ως «ασφαλής» στην επόμενη φάση, στην επανεκκίνηση της οικονομίας.

Στο σημείο αυτό το πρόβλημα αλλάζει επίπεδο, άρα και η αντιμετώπισή του, άρα και ο τρόπος με τον οποίον θα το εισπράξει και θα το αποτιμήσει η συλλογική μας συνείδηση. Δεν συγκαταλέγομαι σε όσους έσπευσαν να εκδώσουν το πιστοποιητικό θανάτου του «λαϊκισμού» χάρη στην πανδημία. Ο «θυμός», η «οργή» για την ακρίβεια, είναι η κινητήριος δύναμη της συλλογικής μας συμπεριφοράς. Ο λαϊκισμός αναδεικνύει κάποιον εχθρό στον οποίον επιχειρεί να διοχετεύσει την οργή. Ο εχθρός δεν μπορεί παρά να έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Ο Τραμπ επιχειρεί να δώσει στον ιό κινεζικά χαρακτηριστικά. Ο λαϊκισμός θα αφυπνισθεί από τη στιγμή που η πανδημία θα υποχωρήσει και θα βρεθούμε ανάμεσα στα οικονομικά ερείπια που προκάλεσε.

Η δήθεν ασφυξία που προκάλεσε ο οιονεί εγκλεισμός και οδηγεί στο ξέσπασμα στις πλατείες είναι η καύσιμη ύλη για τους νέους δρόμους της οργής. Στους επόμενους μήνες η ανισορροπία της δημόσιας ρητορείας θα αποκατασταθεί – για όσους ανησυχούν ότι την έχασαν. 


Τα πρώτα συμπτώματα ξεμύτισαν ήδη. Οι πρωτοπόροι, πλην όμως ανορθόγραφοι δάσκαλοι των παιδιών μας, τα ελεύθερα πνεύματα της πλατείας, ακολουθούν τον δρόμο των Ρομά. Είναι οι πρώτοι που αντέδρασαν στους αποκλεισμούς επειδή δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν το ευγενές επιτήδευμά τους.  


Ο θυμός, η οργή, είναι η κινητήριος δύναμη της συλλογικής μας ταυτότητας.

Η πανδημία μας αποπροσανατόλισε. Ψάχναμε να θυμώσουμε με κάποιον αλλά δεν τον βρίσκαμε.  


Πού πήγαν οι υπέροχοι Γερμανοί και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που το 2010 μας έκαναν να αισθανόμαστε εθνική υπερηφάνεια επειδή πτωχεύσαμε; 


Τότε μπορούσαμε να κλείσουμε τις τράπεζές μας απ’ τον θυμό μας, να ξεσπάμε ψηφίζοντας «Οχι» στο δημοψήφισμα και να βρίζουμε όσους δεν ήσαν θυμωμένοι.  


Ημασταν ο εαυτός μας. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο μεγάλο έπος στη γλώσσα μας ξεκινά με τη λέξη «μήνι».

Το ερώτημα είναι...


 αν μετά το πέρασμα της πανδημίας θα ξαναβρούμε τον εαυτό μας έτσι όπως τον ξέρουμε, ή αν η εμπειρία αυτών των μηνών θα μας επιτρέψει να τον επεξεργαστούμε. 
  
 Εχουμε τα εργαλεία για να επεξεργαστούμε τον θυμό μας; 


 Ναι τα έχουμε. Είναι το μεγάλο αποθεματικό που έχουν σωρεύσει οι ποιητές μας κι οι διανοητές μας. Θα παραθέσω μόνον έναν από τους δημοφιλέστερους, τον Σεφέρη στην «Αρνηση». «Πήραμε τη ζωή μας (άνω τελεία) λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή». Σ’ αυτήν την άνω τελεία θα κριθεί το παιχνίδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου