ΚΟΡΩΝΟΪΟΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Μονόλογος μιας γυναίκας

Καταρχήν έχω πλύνει κι απολυμάνει δύο αδιάβροχες τσάντες από χθες, δυο πάνινες και τέσσερις νάιλον σακούλες.  


Δηλαδή δύο σετ - το ένα για να βάλω τα ψώνια όταν είμαι στο σουπερμάρκετ και το δεύτερο που περιμένει να τα μεταγγίσω σε αυτό για τα βάλω μέσα στο αυτοκίνητο. Στεγανοποίηση.

Παίρνω τις τσάντες, δύο μάσκες, διπλά γάντια, αντισηπτικά μαντιλάκια, οπλίζομαι με θάρρος, ανοίγω την πόρτα του σπιτιού και βγαίνω έξω, στον πόλεμο - ο εχθρός είναι αόρατος, καραδοκεί παντού, όπως οι Βιετκόγκ πίσω απ' τους θάμνους.

Βάζω τις τσάντες στο πορτμπαγκάζ, καθαρίζω τα χερούλια της πόρτας με αντισηπτικό, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στη θέση του οδηγού. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Φοράω προσεκτικά τη μάσκα και από εκείνη την στιγμή δεν την ξαναγγίζω. Ανοίγω για λίγο τα παράθυρα να αεριστεί καλά ο χώρος μέσα και τα ξανακλείνω. Δεν βάζω μουσική για να μην ξεχαστώ και κάνω κάποιο μικρό, πλην μοιραίο λάθος.

Φτάνω δύσπιστα στο σουπερμάρκετ και παρκάρω αρκετά μέτρα μακριά από τα άλλα αυτοκίνητα.  


Φοράω τα γάντια με μια χαριτωμένη κίνηση α λα Ινγκριντ Μπέργκμαν και τα τραβάω ψηλά, ώστε να καλύπτουν όλο το δέρμα ως την μπλούζα. Παρατηρώ μέσα στο κατάστημα μήπως έχει πολλή κίνηση. Οχι ιδιαίτερα. Βγαίνω, παίρνω τσάντες και σακούλες και πλησιάζω στα καροτσάκια. Βγάζω απ' το πορτοφόλι ένα ευρώ κρατώντας το στα δυο δάχτυλα με αντισηπτικό μαντηλάκι, το βάζω προσεκτικά στη σχισμή και τραβώ ένα καρότσι. Τρίβω προσεκτικά τη λαβή του καροτσιού με δυο-τρία μαντιλάκια. Βλέπω μέσα απ' τα τζάμια και μπαίνω προσεκτικά στο σουπερμάρκετ. Σταματώ. Βάσει της λίστας που έχω ψάχνω να δω ποιος διάδρομος είναι άδειος για να αρχίσω από εκεί - αν υπάρχει άλλος πελάτης, κάνω τον κύκλο και ξεκινώ από κάποιον διπλανό, άδειο διάδρομο. Ή, αν με πλησιάζει κάποιος άλλος, αλλάζω πάλι ράφια και διάδρομο και κρύβομαι σαν να με κυνηγάει ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι.

Μόλις δω το προϊόν που μ'ενδιαφέρει και είναι μικρό το πιάνω με το μαντιλάκι και το βάζω σε μια αποστειρωμένη σακούλα. Αν είναι μεγάλο, το πιάνω απλώς με τα γάντια και το χώνω μαζί με το προηγούμενο. Αποφεύγω εντελώς να αγγίξω προϊόντα που ίσως τα έχει ακουμπήσει άλλος. Και δεν παίρνω χύμα αλλαντικά, τυρί, ζαμπόν και τέτοια γιατί θα πρέπει να τα αγγίξει και ο υπάλληλος, να τα κόψει, να τα βάλει σε χαρτί ή σε σακούλα, αν και θα το ήθελα, γιατί ο νεαρός που είναι πίσω απ' το ψυγείο και κάνει αυτή τη δουλειά είναι πολύ όμορφος και σέξι, ψηλός, μελαχρινός με όμορφα φλογερά μάτια. Οχι. Κάνω τη θυσία και πάω στο απέναντι ψυγείο και διαλέγω μόνη μου συσκευασμένα τυριά και κασέρια, έτοιμα, μέσα σε νάιλον, διότι αυτά έχουν και το επιπλέον προσόν ότι μπορώ να τα πλύνω εξωτερικά, σχολαστικά, με αντισηπτικό.

Τελειώνοντας τα ψώνια, ρίχνω μια μακρινή, δήθεν αδιάφορη ματιά στον υπάλληλο πίσω απ' τα ψυγεία των αλλαντικών και πάω προς το ταμείο, φροντίζοντας να μη συναντηθώ με άλλον στους διαδρόμους και στο ταμείο να μην έχει πελάτες που περιμένουν - κάνω κύκλους ή παριστάνω ότι ψάχνω στα ράφια μέχρι να αδειάσει. 


Πλησιάζω στην ταμία και βγάζω τα προϊόντα απ' τις σακούλες κρατώντας τα σαν να είναι χειροβομβίδες, δεν τα ακουμπώ καθόλου στον πάγκο, ούτε αγγίζω πουθενά και τα δίνω απευθείας στα χέρια της ταμία για να τα χτυπήσει - μετά τα παίρνω απευθείας και τα βάζω απαλά στις αποστειρωμένες τσάντες. 


Βγαίνει ο λογαριασμός, οπότε τραβάω την κάρτα από την τσέπη του μπουφάν, δεν τη δίνω στην ταμία, και την περνώ ανέπαφα πάνω απ' το μηχάνημα. Αν χρειαστεί να βάλω το PIN, χτυπάω τα πλήκτρα του μηχανήματος με το μαντιλάκι, εφόσον είναι πιθανώς μαγαρισμένα απ' τον ιό που με περιμένει με μοχθηρία. Μετά πετάω αμέσως το μαντιλάκι σε ένα καλάθι αχρήστων, μαζί με τις άδειες σακούλες.

Κρατώντας τις γεμάτες τσάντες βγαίνω και πάω στο αυτοκίνητο. Ανοίγω το πορτμπαγκάζ και καλού κακού βάζω μια δόση απολυμαντικού στο χέρι απ' το μπουκαλάκι και πασαλείβω τα χερούλια απ' τις τσάντες με τα ψώνια. Γυρίζω το καρότσι στη θέση του προσέχοντας να μην ακουμπήσω τίποτα. Παίρνω πίσω το κέρμα κρατώντας μαντιλάκι.

Σκουπίζω το πόμολο του αυτοκινήτου, ανοίγω, βγάζω τη μάσκα και τα γάντια και τα πετάω δίπλα, σε έναν κάδο σκουπιδιών. Μπαίνω στο όχημα και βάζω πάλι λίγο αντισηπτικό στα χέρια, στα μούτρα και στον λαιμό. Ανοίγω τα παράθυρα ώστε αν έχει μπει ο ιός να φύγει με τον αέρα. Σταυρώνω και μια τον χώρο, να ξορκίσω την αρρώστια. Βάζω μπρος.

 
Φτάνοντας σπίτι βγάζω πρώτα το πατάκι του αυτοκινήτου και το κρεμώ σ' ένα κάγκελο του μικρού κήπου που έχουμε. Θα το αφήσω εκεί, είκοσι τέσσερις ώρες στον ήλιο και στον αέρα.  


Παίρνω τα ψώνια και δεν μπαίνω σπίτι απ' την κυρίως είσοδο, αλλά από την πλάγια, και τα αφήνω στο μπαλκόνι. 


Βγαίνω στον κήπο, βγάζω τα ρούχα μου, τα κρεμάω έξω, μένοντας με τα εσώρουχα - μας βλέπουνε;  


Οχι. Μπαίνω σπίτι, φοράω άλλα ρούχα, μετά...


 παίρνω μια μια τις τσάντες και αδειάζω όλα τα ψώνια στη λεκάνη της κουζίνας όπου έχω έτοιμο διάλυμα χλωρίνης ένα προς δέκα. 


Πλένω καλά όλες τις συσκευασίες που μπορούν να πλυθούν. Τις υπόλοιπες (ζάχαρη, αλεύρι) τις περνώ με αντισηπτικό μαντηλάκι ή με χαρτί κουζίνας ελαφρά χλωριωμένο. Τα φρούτα και τα λαχανικά τα σαπουνίζω καλά με ζεστό νερό και τα αφήνω πάνω σε χαρτί κουζίνας να στεγνώσουν.

Ολα αυτά κράτησαν μόνο τρεις ώρες. Ουφ, το φχαριστήθηκα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου