Ο Σεφέρης και ο Θεοτοκάς είναι οι δύο πνευματικοί ταγοί του «μακρυγιαννισμού».
Οπου «μακρυγιαννισμός» είναι η σαρωτική νοοτροπία που κυριάρχησε στην πνευματική μας ζωή, και όχι μόνον, στη μακρά περίοδο της μεταπολίτευσης, η οποία περιλαμβάνει και τη δεκαετία της κρίσης. Τα στοιχεία της είναι ευδιάκριτα: τη λαϊκή αγνότητα την ορίζει η καχυποψία απέναντι στους «ξένους», το αξεπέραστο αίσθημα της αδικίας, η δυσπιστία απέναντι σε πάσης φύσεως λογιότητα –ξένη κι αυτή– και ο από αρχαιοτάτων χρόνων κυρίαρχος της ελληνικής ψυχής, ο θυμός. Οι πληγές του στρατηγού «θύμωναν», κατά την υπέροχη έκφραση, και δεν τον άφηναν σε ησυχία.
Η ελληνική κοινωνία μετά τη δικτατορία ήταν θυμωμένη, με αποτέλεσμα οι μόνοι πολιτικοί που είχαν ελπίδα να επιτύχουν ήσαν όσοι προσπαθούσαν να την κατευνάσουν. Η προσπάθεια κατευνασμού ξεπερνούσε τη διαχωριστική γραμμή Δεξιάς και Αριστεράς. Ηταν εθνική υπόθεση.
Ο «μακρυγιαννισμός» δεν ταυτίζεται με το κείμενο του Μακρυγιάννη. Το ξαναδιαβάζω τώρα που η λαίλαπα της ιδεολογικής του ανάγνωσης έχει αρχίσει να υποχωρεί για να διαπιστώσω ότι πολλές φορές το αδίκησα.
Παρ’ όλα αυτά, η απορία μου για τη στάση του Σεφέρη και του Θεοτοκά απέναντί του περιμένει πάντα μιαν απάντηση.
Δεν αναζητούσαν την αισθητική του αξία, ούτε την αξία της μαρτυρίας για την επανάσταση και τη βαυαροκρατία. Τον ανακήρυξαν σε απόλυτη αξία της «λαϊκής» ψυχής, αμόλυντης επειδή είναι αγράμματη και ζητάει το δίκιο της. Τον ανακήρυξαν σε κριτή του «λαού», ή μάλλον σε κριτή της αντίληψης που οι ίδιοι μάς κληροδότησαν για τον λαό.
Πώς είναι δυνατόν δύο από τους πιο διανοούμενους και εκλεπτυσμένους συγγραφείς του ελληνικού 20ού αιώνα να αναγνωρίζουν στη χολώδη ύπαρξη το λαϊκό τους πρότυπο;
Μην σας σοκάρει η λέξη «χόλος». Και ο Ομηρος στην Ιλιάδα αναγνωρίζει την αξία της όταν βάζει τον Αχιλλέα του να λέει ότι ο χόλος φουντώνει σαν καπνός μες στην ψυχή και την αγκαλιάζει γλυκά σαν το μέλι. Πανάρχαια αξία ο χόλος.
Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για τη στάση των δύο φίλων, Σεφέρη και Θεοτοκά.
Σήμερα διαλέγω την ευμενέστερη. Και τα δύο κείμενα γράφτηκαν στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ενώ ακόμη ο ηρωισμός του αλβανικού έπους είναι ζωντανός. Αξίζει να δεις τις αντίστοιχες σημειώσεις στις «Μέρες» του Σεφέρη για να αντιληφθείς την απέχθεια που αισθανόταν για τις λεγόμενες ελίτ, των οποίων ήταν μέλος. Ψάχνει αυτόν τον λαό που πολέμησε στην Πίνδο άδολα και τον βρίσκει στον Μακρυγιάννη. Και ο Σεφέρης και ο Θεοτοκάς τον εαυτό τους παλεύουν να σώσουν με τον Μακρυγιάννη. Μερικές δεκαετίες πριν, κάτι ανάλογο θα ομολογήσει και ο Ιων Δραγούμης στο «Ημερολόγιό» του, όταν λέει ότι στη Μακεδονία δεν πήγε για να σώσει τους Μακεδόνες, αλλά την ψυχή του.
Τηρουμένων όλων των ιστορικών αναλογιών, το ίδιο επιχειρεί και η Ελλάδα της μεταπολίτευσης:
Η ελληνική κοινωνία παλεύει μέσω του μακρυγιαννισμού να σώσει τον εαυτό της από την ανοχή και την παθητικότητα που επέδειξε απέναντι στην επταετία των συνταγματαρχών.
Οι ελίτ ψάχνουν στα τυφλά τον λαό για να ταυτιστούν μαζί του και να σώσουν την αξιοπρέπειά τους.
Η ενοχική και ως επί το πολύ αμόρφωτη Δεξιά προσπαθεί να συμβιβάσει τον «λαϊκό» θυμό με τους θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ώσπου εμφανίζεται ο σοσιαλιστής ηγέτης και λύνει τον γόρδιο δεσμό. «Εγώ στην κυβέρνηση και ο λαός στην εξουσία».
Ο κακομοίρης ο Τσίπρας, σαράντα χρόνια μετά, ψελλίζει ότι αν του ξαναδοθεί η ευκαιρία θα ελέγξει τους αρμούς της εξουσίας, και τον πετροβολούν.
Ποιος είναι πιο λαός στην Ελλάδα του 2020;
Ο εργατοπατέρας που καταδικάζει μερικά εκατομμύρια ή ο ταλαίπωρος χρήστης του λεωφορείου που χάνει το μεροκάματο;
Ποιον από τους δύο θα υπερασπιζόταν ο Μακρυγιάννης και ποιον θα αναγνώριζε ως γνήσιο αντίτυπο της λαϊκής ψυχής ο Σεφέρης ή ο Θεοτοκάς;
Κι αν ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι η πατρίδα, ποιος θα διεκδικούσε τα εύσημα του πατριωτισμού έτσι όπως τα εντοπίζουν οι δύο μεγάλοι δημιουργοί μας στη «γνήσια λαϊκή ψυχή» του Μακρυγιάννη;
Κι εδώ αγγίζουμε τον θυμό της πληγής. Ξαναδιαβάζοντας τα «Απομνημονεύματα» του στρατηγού ψάχνω να βρω ποια είναι η αντίληψή του για την πατρίδα, ώστε να μπορώ να τη μοιραστώ μαζί του, αν και οι εμπειρίες μας είναι τόσο ξένες. Πώς το λέει ο Ελύτης; Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα θα βρεις μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι.
Για να την επανασυνδέσεις σού χρειάζεται ένα αδικημένο «εγώ» σαν του Μακρυγιάννη.
Πρόκληση για τους εορτασμούς των 200 ετών:
Πώς μπορείς να περιγράψεις τον ελληνικό «λαό» σήμερα;
Πώς μπορούμε να ορίσουμε τον πατριωτισμό εν έτει 2020;
Κι αν αφήσαμε πίσω μας τον «μακρυγιαννισμό», σε ποιον τόπο βρισκόμαστε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου