«“Κύριε πρωθυπουργέ, είναι σε εκείνο το σημείο. Το παρακολουθούμε από
απόσταση”.
“Εντάξει, κύριε υπουργέ, ψυχραιμία”. Πρωινός διάλογος.
Μετά
από λίγες ώρες: “Κύριε υπουργέ, μετακινήθηκε;”.
“Aλλαξε λίγο πορεία,
αλλά δεν είμαστε σίγουροι ότι βγαίνει”.
“Τι συνιστάτε, κύριε υπουργέ;”.
“Ψυχραιμία, κύριε πρωθυπουργέ”. Ανταγωνισμός ψυχραιμίας, όπως σας το
είπα».
Αν ο σκοπός για τον οποίο ένας υπουργός Εθνικής Aμυνας μιλάει στον Τύπο είναι να διακωμωδήσει μια κατάσταση που εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, τότε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος τα κατάφερε περίφημα, δημοσιοποιώντας όσο πιο γλαφυρά μπορούσε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τον πρωθυπουργό, για την υπόθεση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Oρούτς Ρέις».
Αν ο σκοπός για τον οποίο ένας υπουργός Εθνικής Aμυνας μιλάει στον Τύπο είναι να διακωμωδήσει μια κατάσταση που εμπίπτει στις αρμοδιότητές του, τότε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος τα κατάφερε περίφημα, δημοσιοποιώντας όσο πιο γλαφυρά μπορούσε τις τηλεφωνικές επικοινωνίες του με τον πρωθυπουργό, για την υπόθεση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Oρούτς Ρέις».
Ακούγοντας τις συγκεκριμένες δηλώσεις, που παραθέτω στην
εισαγωγή, αναρωτήθηκα, ειλικρινά, εάν αυτά τα εκστομίζει ο υπουργός
Εθνικής Αμυνας της χώρας ή κάποιος που παίζει τον ρόλο του υπουργού σε
σίριαλ του Νίκου Φώσκολου.
Δυστυχώς, η υπόθεση έχει και μια σοβαρή διάσταση, την οποία η κωμωδία του κ. Παναγιωτόπουλου δεν μπορεί να σκεπάσει. Αφού ο ίδιος είπε ξανά και ξανά ότι η ελληνική πλευρά γνώριζε «πολύ καλά ότι τεστάρονται τα αντανακλαστικά μας», ποιο λόγο είχε, λοιπόν, να σπεύσει να δώσει τα αποτελέσματα του τεστ σε εκείνους που το διεξήγαγαν εις βάρος μας;
Δυστυχώς, η υπόθεση έχει και μια σοβαρή διάσταση, την οποία η κωμωδία του κ. Παναγιωτόπουλου δεν μπορεί να σκεπάσει. Αφού ο ίδιος είπε ξανά και ξανά ότι η ελληνική πλευρά γνώριζε «πολύ καλά ότι τεστάρονται τα αντανακλαστικά μας», ποιο λόγο είχε, λοιπόν, να σπεύσει να δώσει τα αποτελέσματα του τεστ σε εκείνους που το διεξήγαγαν εις βάρος μας;
Διότι
με αυτό ισοδυναμούν οι παραστατικές περιγραφές του προς τα ΜΜΕ.
Συμπεριφέρθηκε σαν να έδωσε εξετάσεις σε εκείνους που καθοδηγούν το
«Oρούτς Ρέις» και να χαίρεται που τις πέρασε.
Είναι και το άλλο, ότι η παραστατικότητα, οι λεπτομέρειες, η έμφαση, η δραματοποίηση κ.λπ. μεγεθύνουν ένα περιστατικό πολύ πέραν των πραγματικών του διαστάσεων. Σε χθεσινή συνέντευξή του, ο πρέσβης ε.τ. Γιώργος Σαββαΐδης, ο κατεξοχήν ειδικός στα Ελληνοτουρκικά, εξήγησε ότι δεν υπήρξε παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων, διότι το «Oρούτς Ρέις» ούτε τρύπησε, ούτε χτύπησε, ούτε καν άγγιξε τον βυθό. Η εντύπωση αυτή, όμως, της παραβίασης των δικαιωμάτων μας από τους Τούρκους θα επικρατεί στον κόσμο όσο οι ίδιοι οι υπουργοί σπεύδουν στις κάμερες, για να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους σαν ήρωες, αδιαφορώντας αν αυτό βλάπτει τις υποθέσεις που χειρίζονται.
Δεν αμφιβάλλω για τις καλές προθέσεις του κ. Παναγιωτόπουλου ούτε βέβαια για τις άλλες αρετές του (ακούω μάλιστα ότι είναι πολύ έντιμος), αλλά ως προσωπικότητα έχει το δράμα μέσα του. Εχει μια θεατρικότητα που δεν μπορεί να τη συγκρατήσει – ή, για να το πω ωμά, είναι πολύ φιγουρατζής για να συγκρατηθεί. Είναι ο τύπος του οποίου οι αφηγήσεις, σε φίλους και παρέες, είναι γεμάτες τέρατα και θηρία, με τον ίδιο πάντα να θριαμβεύει στο τέλος. (Ακόμη και ο διάλογος με τον πρωθυπουργό, αν προσέξατε, καταλήγει με τον ίδιο να συνιστά ψυχραιμία στον πρωθυπουργό...). Προφανώς δυναμικός, όπως προδίδει το μόνιμο «duck face» στο πρόσωπό του, έχει κάτι από ήρωα ελληνικής βιντεοταινίας του 1980. Τον φαντάζομαι, στα νιάτα του, με χαίτη όπως του Μελ Γκίμπσον στο «Lethal Weapon» και δερμάτινο μπουφάν με βάτες.
Εχει, εντούτοις, τις ευαίσθητες χορδές του. Περιποιείται εμφανώς τον εαυτό του, όπως αποκαλύπτει το χρώμα του τριχωτού της κεφαλής του και, για κάποιο λόγο, έχει αδυναμία στα πολύ στενά και πολύ κοντά κοστούμια. Υποθέτω ότι θα ψήλωσε απότομα και θα πήρε βάρος εκεί γύρω στα 45 με 50 (συμβαίνει, ξέρετε...) και επιμένει, για συναισθηματικούς λόγους, να φοράει τα κοστούμια εκείνης της περιόδου. (Εκτός αν ψωνίζει από τα παιδικά, σε μέγεθος XXL...). Μολονότι δεν του φαίνεται καθόλου, είναι βαθύτατα ρομαντικός ως ιδιοσυγκρασία, μέχρι του σημείου να εκφράζει μια έλξη προς τη νοσηρότητα, με τρόπο που χαρακτηρίζει το κίνημα του Αισθητισμού, κατά τον ύστερο 19ο αιώνα: «Σέβομαι», δήλωσε, «την αγάπη του οπαδού για την ομάδα, ακόμη και την αρρωστημένη αγάπη, γιατί κι αυτή μια μορφή αγάπης είναι». Φσσσ... τι είπε ο άνθρωπος!..
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα αντιμετωπίζεται πολύ απλά. Κάποιος, που να τον ακούει και να τον σέβεται, πρέπει να του εξηγήσει, ήρεμα, γλυκά και ωραία, ότι...
Είναι και το άλλο, ότι η παραστατικότητα, οι λεπτομέρειες, η έμφαση, η δραματοποίηση κ.λπ. μεγεθύνουν ένα περιστατικό πολύ πέραν των πραγματικών του διαστάσεων. Σε χθεσινή συνέντευξή του, ο πρέσβης ε.τ. Γιώργος Σαββαΐδης, ο κατεξοχήν ειδικός στα Ελληνοτουρκικά, εξήγησε ότι δεν υπήρξε παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων, διότι το «Oρούτς Ρέις» ούτε τρύπησε, ούτε χτύπησε, ούτε καν άγγιξε τον βυθό. Η εντύπωση αυτή, όμως, της παραβίασης των δικαιωμάτων μας από τους Τούρκους θα επικρατεί στον κόσμο όσο οι ίδιοι οι υπουργοί σπεύδουν στις κάμερες, για να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους σαν ήρωες, αδιαφορώντας αν αυτό βλάπτει τις υποθέσεις που χειρίζονται.
Δεν αμφιβάλλω για τις καλές προθέσεις του κ. Παναγιωτόπουλου ούτε βέβαια για τις άλλες αρετές του (ακούω μάλιστα ότι είναι πολύ έντιμος), αλλά ως προσωπικότητα έχει το δράμα μέσα του. Εχει μια θεατρικότητα που δεν μπορεί να τη συγκρατήσει – ή, για να το πω ωμά, είναι πολύ φιγουρατζής για να συγκρατηθεί. Είναι ο τύπος του οποίου οι αφηγήσεις, σε φίλους και παρέες, είναι γεμάτες τέρατα και θηρία, με τον ίδιο πάντα να θριαμβεύει στο τέλος. (Ακόμη και ο διάλογος με τον πρωθυπουργό, αν προσέξατε, καταλήγει με τον ίδιο να συνιστά ψυχραιμία στον πρωθυπουργό...). Προφανώς δυναμικός, όπως προδίδει το μόνιμο «duck face» στο πρόσωπό του, έχει κάτι από ήρωα ελληνικής βιντεοταινίας του 1980. Τον φαντάζομαι, στα νιάτα του, με χαίτη όπως του Μελ Γκίμπσον στο «Lethal Weapon» και δερμάτινο μπουφάν με βάτες.
Εχει, εντούτοις, τις ευαίσθητες χορδές του. Περιποιείται εμφανώς τον εαυτό του, όπως αποκαλύπτει το χρώμα του τριχωτού της κεφαλής του και, για κάποιο λόγο, έχει αδυναμία στα πολύ στενά και πολύ κοντά κοστούμια. Υποθέτω ότι θα ψήλωσε απότομα και θα πήρε βάρος εκεί γύρω στα 45 με 50 (συμβαίνει, ξέρετε...) και επιμένει, για συναισθηματικούς λόγους, να φοράει τα κοστούμια εκείνης της περιόδου. (Εκτός αν ψωνίζει από τα παιδικά, σε μέγεθος XXL...). Μολονότι δεν του φαίνεται καθόλου, είναι βαθύτατα ρομαντικός ως ιδιοσυγκρασία, μέχρι του σημείου να εκφράζει μια έλξη προς τη νοσηρότητα, με τρόπο που χαρακτηρίζει το κίνημα του Αισθητισμού, κατά τον ύστερο 19ο αιώνα: «Σέβομαι», δήλωσε, «την αγάπη του οπαδού για την ομάδα, ακόμη και την αρρωστημένη αγάπη, γιατί κι αυτή μια μορφή αγάπης είναι». Φσσσ... τι είπε ο άνθρωπος!..
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα αντιμετωπίζεται πολύ απλά. Κάποιος, που να τον ακούει και να τον σέβεται, πρέπει να του εξηγήσει, ήρεμα, γλυκά και ωραία, ότι...
είναι επιβεβλημένο να ελέγξει τη λογοδιάρροια και τη φιγούρα
του.
Αν δεν μπορεί να καταλάβει ότι αυτή είναι μια πάρα πολύ σοβαρή
ιστορία, η οποία δεν συμβαίνει για να του προσφέρει πεδίο για προσωπική
φιγούρα, η οποία δεν αφορά τον καθένα προσωπικά από την κυβέρνηση, αλλά
όλους μαζί και, γι’ αυτό, πρέπει να δουλέψουν ως ομάδα συντονισμένα,
τότε κακώς ο Ν. Παναγιωτόπουλος βρίσκεται στη θέση που έχει σήμερα.
Μπορεί να έχει επιδείξει άλλες ικανότητες, π.χ. διοικητικές, δεν το
ξέρω. Στην επικοινωνία, όμως, είναι καταστροφικός.
Τώρα, οι εκδοχές για την περίπτωση του υπουργού είναι δύο.
Τώρα, οι εκδοχές για την περίπτωση του υπουργού είναι δύο.
Η πρώτη, η
καλή, λέει ότι ο Ν. Παναγιωτόπουλος εκτοξεύθηκε σε θέση μεγάλης ευθύνης,
με έναν τομέα που βρίσκεται εκ των πραγμάτων στην πρώτη γραμμή της
επικαιρότητας και, ασυνήθιστος όπως ήταν στη μεγάλη προσοχή και στο
γλείψιμο, υπέκυψε στην Κίρκη των ΜΜΕ. Αν είναι μόνο αυτό, διορθώνεται.
Η
δεύτερη, όμως, η κακή, θέτει το εξής ερώτημα: Αν ο Ν. Παναγιωτόπουλος, ο
οποίος δεν είναι στο κάτω κάτω κανένας φουκαράς (μορφώθηκε στο Κολλέγιο
Αθηνών, στη Νομική Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, του
προσφέρθηκαν δηλαδή οι καλύτερες δυνατότητες να αναπτύξει το πνεύμα
του), δεν έχει καταλάβει ακόμη τόσο στοιχειώδη πράγματα, ποια ελπίδα
μπορεί να υπάρχει ότι θα τα καταλάβει τώρα στα 55 του;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου