Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για τα Κίτρινα Γιλέκα, τη βία στο Παρίσι και τη «ριζοσπαστικοποίηση» της γαλλικής κοινωνίας.
Οι ταραχές στη Γαλλία συνεχίζονται, χωρίς διακοπή, επί δύο χρόνια.
Τα Κίτρινα Γιλέκα ενώθηκαν με τους απεργούς των μέσων μεταφοράς που διαμαρτύρονται για ένα σχέδιο μεταρρύθμισης των συντάξεων το οποίο καταργεί τα παλιά «βαρέα και ανθυγιεινά» μαζί με τις λεγόμενες «ειδικές κατηγορίες» (ομάδες και επαγγέλματα όπου δικαιολογούνται πρόωρες και ενισχυμένες συντάξεις), ενώ προσαρμόζει, δειλά-δειλά, την ηλικία συνταξιοδότησης στο σημερινό προσδόκιμο ζωής.
Τα Κίτρινα Γιλέκα είχαν και έχουν συγκεχυμένα αιτήματα· ή μάλλον δεν έχουν καν αιτήματα· έχουν παράπονα· δυσαρέσκεια έναντι των «πλουσίων» γενικά και των παρισινών ελίτ ειδικότερα ― είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς μαζί τους σ’ αυτό. Οι παρισινές ελίτ επιβάλλουν ήθη, νόμους, τρόπους ζωής: αν και τελευταία υπάρχουν αποσκιρτήσεις προς την πλευρά της λογικής, η ιντελιγκέντσια έχει ιστορικό φανατισμού (σταλινισμού, μαοϊσμού) και επικίνδυνης βλακείας (εγκώμιο του σαδισμού, της παιδεραστίας και άλλων δήθεν ελευθεριακών πρακτικών) ― αλλά βεβαίως δεν έχει νόημα να βγαίνουμε στους δρόμους για να διαχωρίσουμε τη θέση μας από αυτή την καλοταϊσμένη και μαλθακή παρέα. Ακόμα λιγότερο νόημα έχει ο εμπρησμός γνωστού εστιατορίου όπου συχνάζουν παραδοσιακά οι εν λόγω Παριζιάνοι και όπου οι ακτιβιστές άφησαν, ως υπογραφή, ένα κίτρινο γιλέκο. Σημειώνω, αν και είναι περιττό, ότι υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να εντοπιστούν οι ένοχοι.
Γίνεται πολύς λόγος για «ριζοσπαστικοποίηση» της γαλλικής κοινωνίας: αν με τη λέξη εννοούμε τη βία του πλήθους, πιθανότατα εντείνεται μολονότι στη Γαλλία υπάρχει μακρά ιστορία εξεγέρσεων και κινημάτων δρόμου· αν όμως εννοούμε προηγμένους πολιτικούς στόχους, νομίζω ότι η λέξη είναι άτοπη· οι Γάλλοι διαδηλωτές αγωνίζονται να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα επιδόματα μπορούν, όσο το δυνατόν ευρύτερη κρατική προστασία, ανοχή και επιείκεια έναντι κάθε παραβατικής συμπεριφοράς. Η παραβατική συμπεριφορά πράγματι «ριζοσπαστικοποιείται» και προστατεύεται από τον νόμο της Κριστιάν Τομπιρά (που μοιάζει πολύ με τον νόμο του κ. Παρασκευόπουλου): το μαύρο μπλοκ και οι ισλαμιστές συντονίζονται στις αλλεπάλληλες διαδηλώσεις καταστρέφοντας, σχεδόν ατιμωρητί, δημόσια περιουσία, καταστήματα και αυτοκίνητα, βανδαλίζοντας με τους γνωστούς τρόπους τοίχους και μνημεία και πραγματοποιώντας επιθέσεις σε δημόσια πρόσωπα. (Ο Εμμανουέλ Μακρόν είχε την κακή ιδέα να πάει στο θέατρο σε μια συνοικία όπου ήταν σίγουρο ότι θα κινητοποιηθούν οπαδοί του Μελανσόν και συνδικαλιστές του ΚΚ με αραβικά ονόματα οι οποίοι, κατά δική τους ομολογία, διατηρούν αγαθές σχέσεις με τους τζιχαντιστές). Αν ονομάζουμε «ριζοσπαστικοποίηση» τη διεκδίκηση σύνταξης από την ηλικία των πενήντα ετών, δικαίωμα ισλαμικής προσευχής στον δρόμο και χειρισμό των τζιχαντιστών με βελούδινα γάντια, τότε πράγματι βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενο ριζοσπαστικοποίησης.
Δεν υπάρχει συναίνεση για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης βίας στους δρόμους· στην πραγματικότητα, όπως φαίνεται στις δημοσκοπήσεις, το κοινό φοβάται περισσότερο τα επεισόδια υπερβολικού ζήλου της αστυνομίας (που είναι σπάνια) παρά υπερβολικού ζήλου του πλήθους (που είναι καθημερινά) ― πράγμα που αναπόφευκτα μας θυμίζει και πάλι πόσο μοιάζουμε με τους Γάλλους και πώς η δική μας αριστερά μαθήτευσε παρά της γαλλικής. Αλλά βεβαίως, από τη Γαλλική Επανάσταση, από την Παρισινή Κομμούνα, από τον Μάιο του 1968, έχουν εισαχθεί πολλοί νέοι παράγοντες: η αριστερή ηγεμονία στις ιδέες και στον πολιτισμό (η επικράτηση μιας μαρξιστικής αντίληψης του κόσμου), η πολιτική ορθότητα και η ισλαμική παρουσία η οποία επιδεινώνει και καθαγιάζει το κοινωνικό μίσος ενθαρρύνοντας παραλλήλως μεθόδους που είναι απαράδεκτες, ή που θα έπρεπε να είναι απαράδεκτες, στην Ευρώπη.
Στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού, ριζοσπάστες ήσαν όσοι προωθούσαν τη δημοκρατία, το κοσμικό κράτος, την ισότητα, την καθολική ψηφοφορία και τον σοσιαλισμό: τότε, οι εχθροί τους τούς χαρακτήριζαν «εξτρεμιστές». Ο όρος σχετιζόταν, από γλωσσολογική άποψη, με τον φονταμενταλισμό, με τη θεμελιοκρατία· με μια δογματική και ασυμβίβαστη στάση.
Σήμερα σχετίζεται μάλλον με το πρόγραμμα της επιβολής της Σαρία από τη μια και του σοσιαλισμού από την άλλη, μαζί και ταυτοχρόνως: η ισλαμοαριστερά εκπροσωπεί πλειοψηφικά τον ριζοσπαστικό χώρο στον οποίον συνωστίζονται η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, μια σειρά μικρότερα αντικαπιταλιστικά κόμματα, ένα μεγάλο μέρος των οικολόγων (που περιέργως από την αγάπη για τα ζώα και τα φυτά στράφηκαν στην οικο-τρομοκρατία), ομάδες αγριεμένων φεμινιστριών (από εκείνες που διεκδικούν το δικαίωμα στην μπούρκα), αντισημιτικές και αντι-λευκές οργανώσεις «εναντίον του ρατσισμού». Όλοι αυτοί διαδηλώνουν μαζί με βολεμένους μικροαστούς που φοβούνται μήπως μειωθούν τα επιδόματα ανεργίας (τα οποία διαρκούν σήμερα δυο χρονάκια συναπτά) και τα επιδόματα τέκνων (που διαρκούν πολύ περισσότερο).
Η δυσαρέσκεια είναι διάχυτη αλλά πολιτική συνέπεια δεν υπάρχει: οι Γάλλοι υποτίθεται ότι πιστεύουν στην ισότητα, πλην όμως όταν ένα νομοσχέδιο όπως το προτεινόμενο για τις συντάξεις δοκιμάζει να την εφαρμόσει, κάνουν επανάσταση. Επίσης, ενώ στην προσωπική τους ζωή θεωρούνται μάλλον τσιγκούνηδες, όταν πρόκειται για το «κράτος» δείχνουν πάρα πολύ σπάταλοι: όπως κι άλλοι λαοί, δεν έχουν κατανοήσει τι σημαίνουν τα δημόσια ελλείμματα, ενώ ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνουν τα ιδιωτικά χρέη. Οι απεργίες που προστέθηκαν στα Κίτρινα Γιλέκα δεν γίνονται εξαιτίας του κειμένου του νομοσχεδίου (το οποίο, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ουδείς διάβασε: εξάλλου οι απεργίες ξεκίνησαν προτού δημοσιευτεί), αλλά εξαιτίας μιας γενικευμένης προπαγάνδας περί νεοφιλελεύθερης λαίλαπας. Ωστόσο, το κείμενο είναι διαθέσιμο στο Διαδίκτυο και οποιοσδήποτε μπορεί να διαπιστώσει ότι κινείται στην κατεύθυνση της δικαιοσύνης και της ισότητας.
Το πρόβλημα στην Ευρώπη είναι πολύ βαθύ και ίσως εντέλει να βρίσκεται, εκ κατασκευής, στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ιστορίας:
Η αυτοκαταστροφικότητα που έχουμε επιδείξει ξανά και ξανά, με αποκορύφωμα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια τη φιλο-κομμουνιστική και φιλο-ολοκληρωτική τάση, παίρνει σήμερα μορφή ιδεολογικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης.
Μας αρέσουν οι επαναστάσεις αλλά μισούμε τις αλλαγές. Έτσι, αν και δεν έλειψαν οι απόπειρες μεταρρύθμισης της νομοθεσίας που αντιστοιχούσε σε διαφορετικές εποχές (όταν στη Γαλλία υπήρχαν ανθρακωρυχεία και καρβουνοτρένα ή όταν το προσδόκιμο ζωής ήταν είκοσι χρόνια μικρότερο), τίποτα δεν έχει αλλάξει: οι τελευταίες μεταρρυθμίσεις έγιναν το 1982 κι από τότε τα ελλείμματα εκτινάχθηκαν. Η αποστροφή στις αλλαγές δεν μου φαίνενται σημάδι ριζοσπαστικοποίησης· μου φαίνεται σημάδι συντηρητισμού.
Νομίζω ότι η καταλληλότερη λέξη για τον χαρακτηρισμό αυτών των κινημάτων διαμαρτυρίας είναι...
ο φανατισμός: οι πεποιθήσεις είναι απόλυτες και οιονεί θρησκευτικές, όταν βεβαίως δεν είναι εντελώς και απροκάλυπτα θρησκευτικές.
Είμαστε μάρτυρες μιας μαζικής κατασκευής ζηλωτών με διαφορετικές προελεύσεις –ισλαμισμό, κομμουνισμό, μικροαστικό συντηρητισμό– οι οποίες αντιστοιχούν σε πολιτικούς και κομματικούς σχηματισμούς: στην ισλαμοαριστερά, στη Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν και σε πανίσχυρες ομάδες πίεσης όπως είναι το αντιρατσιστικό κίνημα (το οποίο είναι βεβαίως ρατσιστικό από την απέναντι πλευρά).
Έτσι διαμορφώνεται ένα ευρωπαϊκό Κατεστημένο που υπονομεύει όχι μόνο την ευρωπαϊκή ενότητα αλλά την ευρωπαϊκή ύπαρξη: έχουμε πολλούς εξωτερικούς εχθρούς αλλά παραμένουμε ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μας.
Οι ταραχές στη Γαλλία συνεχίζονται, χωρίς διακοπή, επί δύο χρόνια.
Τα Κίτρινα Γιλέκα ενώθηκαν με τους απεργούς των μέσων μεταφοράς που διαμαρτύρονται για ένα σχέδιο μεταρρύθμισης των συντάξεων το οποίο καταργεί τα παλιά «βαρέα και ανθυγιεινά» μαζί με τις λεγόμενες «ειδικές κατηγορίες» (ομάδες και επαγγέλματα όπου δικαιολογούνται πρόωρες και ενισχυμένες συντάξεις), ενώ προσαρμόζει, δειλά-δειλά, την ηλικία συνταξιοδότησης στο σημερινό προσδόκιμο ζωής.
Τα Κίτρινα Γιλέκα είχαν και έχουν συγκεχυμένα αιτήματα· ή μάλλον δεν έχουν καν αιτήματα· έχουν παράπονα· δυσαρέσκεια έναντι των «πλουσίων» γενικά και των παρισινών ελίτ ειδικότερα ― είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς μαζί τους σ’ αυτό. Οι παρισινές ελίτ επιβάλλουν ήθη, νόμους, τρόπους ζωής: αν και τελευταία υπάρχουν αποσκιρτήσεις προς την πλευρά της λογικής, η ιντελιγκέντσια έχει ιστορικό φανατισμού (σταλινισμού, μαοϊσμού) και επικίνδυνης βλακείας (εγκώμιο του σαδισμού, της παιδεραστίας και άλλων δήθεν ελευθεριακών πρακτικών) ― αλλά βεβαίως δεν έχει νόημα να βγαίνουμε στους δρόμους για να διαχωρίσουμε τη θέση μας από αυτή την καλοταϊσμένη και μαλθακή παρέα. Ακόμα λιγότερο νόημα έχει ο εμπρησμός γνωστού εστιατορίου όπου συχνάζουν παραδοσιακά οι εν λόγω Παριζιάνοι και όπου οι ακτιβιστές άφησαν, ως υπογραφή, ένα κίτρινο γιλέκο. Σημειώνω, αν και είναι περιττό, ότι υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να εντοπιστούν οι ένοχοι.
Γίνεται πολύς λόγος για «ριζοσπαστικοποίηση» της γαλλικής κοινωνίας: αν με τη λέξη εννοούμε τη βία του πλήθους, πιθανότατα εντείνεται μολονότι στη Γαλλία υπάρχει μακρά ιστορία εξεγέρσεων και κινημάτων δρόμου· αν όμως εννοούμε προηγμένους πολιτικούς στόχους, νομίζω ότι η λέξη είναι άτοπη· οι Γάλλοι διαδηλωτές αγωνίζονται να διατηρήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα επιδόματα μπορούν, όσο το δυνατόν ευρύτερη κρατική προστασία, ανοχή και επιείκεια έναντι κάθε παραβατικής συμπεριφοράς. Η παραβατική συμπεριφορά πράγματι «ριζοσπαστικοποιείται» και προστατεύεται από τον νόμο της Κριστιάν Τομπιρά (που μοιάζει πολύ με τον νόμο του κ. Παρασκευόπουλου): το μαύρο μπλοκ και οι ισλαμιστές συντονίζονται στις αλλεπάλληλες διαδηλώσεις καταστρέφοντας, σχεδόν ατιμωρητί, δημόσια περιουσία, καταστήματα και αυτοκίνητα, βανδαλίζοντας με τους γνωστούς τρόπους τοίχους και μνημεία και πραγματοποιώντας επιθέσεις σε δημόσια πρόσωπα. (Ο Εμμανουέλ Μακρόν είχε την κακή ιδέα να πάει στο θέατρο σε μια συνοικία όπου ήταν σίγουρο ότι θα κινητοποιηθούν οπαδοί του Μελανσόν και συνδικαλιστές του ΚΚ με αραβικά ονόματα οι οποίοι, κατά δική τους ομολογία, διατηρούν αγαθές σχέσεις με τους τζιχαντιστές). Αν ονομάζουμε «ριζοσπαστικοποίηση» τη διεκδίκηση σύνταξης από την ηλικία των πενήντα ετών, δικαίωμα ισλαμικής προσευχής στον δρόμο και χειρισμό των τζιχαντιστών με βελούδινα γάντια, τότε πράγματι βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενο ριζοσπαστικοποίησης.
Δεν υπάρχει συναίνεση για την αντιμετώπιση της συνεχιζόμενης βίας στους δρόμους· στην πραγματικότητα, όπως φαίνεται στις δημοσκοπήσεις, το κοινό φοβάται περισσότερο τα επεισόδια υπερβολικού ζήλου της αστυνομίας (που είναι σπάνια) παρά υπερβολικού ζήλου του πλήθους (που είναι καθημερινά) ― πράγμα που αναπόφευκτα μας θυμίζει και πάλι πόσο μοιάζουμε με τους Γάλλους και πώς η δική μας αριστερά μαθήτευσε παρά της γαλλικής. Αλλά βεβαίως, από τη Γαλλική Επανάσταση, από την Παρισινή Κομμούνα, από τον Μάιο του 1968, έχουν εισαχθεί πολλοί νέοι παράγοντες: η αριστερή ηγεμονία στις ιδέες και στον πολιτισμό (η επικράτηση μιας μαρξιστικής αντίληψης του κόσμου), η πολιτική ορθότητα και η ισλαμική παρουσία η οποία επιδεινώνει και καθαγιάζει το κοινωνικό μίσος ενθαρρύνοντας παραλλήλως μεθόδους που είναι απαράδεκτες, ή που θα έπρεπε να είναι απαράδεκτες, στην Ευρώπη.
Στον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού, ριζοσπάστες ήσαν όσοι προωθούσαν τη δημοκρατία, το κοσμικό κράτος, την ισότητα, την καθολική ψηφοφορία και τον σοσιαλισμό: τότε, οι εχθροί τους τούς χαρακτήριζαν «εξτρεμιστές». Ο όρος σχετιζόταν, από γλωσσολογική άποψη, με τον φονταμενταλισμό, με τη θεμελιοκρατία· με μια δογματική και ασυμβίβαστη στάση.
Σήμερα σχετίζεται μάλλον με το πρόγραμμα της επιβολής της Σαρία από τη μια και του σοσιαλισμού από την άλλη, μαζί και ταυτοχρόνως: η ισλαμοαριστερά εκπροσωπεί πλειοψηφικά τον ριζοσπαστικό χώρο στον οποίον συνωστίζονται η Ανυπότακτη Γαλλία του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, μια σειρά μικρότερα αντικαπιταλιστικά κόμματα, ένα μεγάλο μέρος των οικολόγων (που περιέργως από την αγάπη για τα ζώα και τα φυτά στράφηκαν στην οικο-τρομοκρατία), ομάδες αγριεμένων φεμινιστριών (από εκείνες που διεκδικούν το δικαίωμα στην μπούρκα), αντισημιτικές και αντι-λευκές οργανώσεις «εναντίον του ρατσισμού». Όλοι αυτοί διαδηλώνουν μαζί με βολεμένους μικροαστούς που φοβούνται μήπως μειωθούν τα επιδόματα ανεργίας (τα οποία διαρκούν σήμερα δυο χρονάκια συναπτά) και τα επιδόματα τέκνων (που διαρκούν πολύ περισσότερο).
Η δυσαρέσκεια είναι διάχυτη αλλά πολιτική συνέπεια δεν υπάρχει: οι Γάλλοι υποτίθεται ότι πιστεύουν στην ισότητα, πλην όμως όταν ένα νομοσχέδιο όπως το προτεινόμενο για τις συντάξεις δοκιμάζει να την εφαρμόσει, κάνουν επανάσταση. Επίσης, ενώ στην προσωπική τους ζωή θεωρούνται μάλλον τσιγκούνηδες, όταν πρόκειται για το «κράτος» δείχνουν πάρα πολύ σπάταλοι: όπως κι άλλοι λαοί, δεν έχουν κατανοήσει τι σημαίνουν τα δημόσια ελλείμματα, ενώ ξέρουν πολύ καλά τι σημαίνουν τα ιδιωτικά χρέη. Οι απεργίες που προστέθηκαν στα Κίτρινα Γιλέκα δεν γίνονται εξαιτίας του κειμένου του νομοσχεδίου (το οποίο, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ουδείς διάβασε: εξάλλου οι απεργίες ξεκίνησαν προτού δημοσιευτεί), αλλά εξαιτίας μιας γενικευμένης προπαγάνδας περί νεοφιλελεύθερης λαίλαπας. Ωστόσο, το κείμενο είναι διαθέσιμο στο Διαδίκτυο και οποιοσδήποτε μπορεί να διαπιστώσει ότι κινείται στην κατεύθυνση της δικαιοσύνης και της ισότητας.
Το πρόβλημα στην Ευρώπη είναι πολύ βαθύ και ίσως εντέλει να βρίσκεται, εκ κατασκευής, στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ιστορίας:
Η αυτοκαταστροφικότητα που έχουμε επιδείξει ξανά και ξανά, με αποκορύφωμα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια τη φιλο-κομμουνιστική και φιλο-ολοκληρωτική τάση, παίρνει σήμερα μορφή ιδεολογικής και πολιτικής οπισθοδρόμησης.
Μας αρέσουν οι επαναστάσεις αλλά μισούμε τις αλλαγές. Έτσι, αν και δεν έλειψαν οι απόπειρες μεταρρύθμισης της νομοθεσίας που αντιστοιχούσε σε διαφορετικές εποχές (όταν στη Γαλλία υπήρχαν ανθρακωρυχεία και καρβουνοτρένα ή όταν το προσδόκιμο ζωής ήταν είκοσι χρόνια μικρότερο), τίποτα δεν έχει αλλάξει: οι τελευταίες μεταρρυθμίσεις έγιναν το 1982 κι από τότε τα ελλείμματα εκτινάχθηκαν. Η αποστροφή στις αλλαγές δεν μου φαίνενται σημάδι ριζοσπαστικοποίησης· μου φαίνεται σημάδι συντηρητισμού.
Νομίζω ότι η καταλληλότερη λέξη για τον χαρακτηρισμό αυτών των κινημάτων διαμαρτυρίας είναι...
ο φανατισμός: οι πεποιθήσεις είναι απόλυτες και οιονεί θρησκευτικές, όταν βεβαίως δεν είναι εντελώς και απροκάλυπτα θρησκευτικές.
Είμαστε μάρτυρες μιας μαζικής κατασκευής ζηλωτών με διαφορετικές προελεύσεις –ισλαμισμό, κομμουνισμό, μικροαστικό συντηρητισμό– οι οποίες αντιστοιχούν σε πολιτικούς και κομματικούς σχηματισμούς: στην ισλαμοαριστερά, στη Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν και σε πανίσχυρες ομάδες πίεσης όπως είναι το αντιρατσιστικό κίνημα (το οποίο είναι βεβαίως ρατσιστικό από την απέναντι πλευρά).
Έτσι διαμορφώνεται ένα ευρωπαϊκό Κατεστημένο που υπονομεύει όχι μόνο την ευρωπαϊκή ενότητα αλλά την ευρωπαϊκή ύπαρξη: έχουμε πολλούς εξωτερικούς εχθρούς αλλά παραμένουμε ο χειρότερος εχθρός του εαυτού μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου