Ο φίλος Λευτέρης Κουσούλης, σε ανάρτησή του,
δήλωσε πως «υπάρχει βάθος» στη διακοπή της συνεργασίας του, του ίδιου
και τριών ακόμη συναδέλφων του, με την επιτροπή που οργανώνει τις
εκδηλώσεις για το 2021. Κοινώς, ότι η διακοπή της συνεργασίας δεν
οφείλεται ούτε σε διαδικαστικές εμπλοκές ούτε στην τόσο κοινή «ασυμφωνία
χαρακτήρων» στην οποία προσκόπτουν τα περισσότερα από τα σχέδια της
φιλοδοξίας μας να διαπρέψουμε ως κοινότητα. Είναι η βασική μας διαφορά
από τους αρχαίους ημών προγόνους. Και αυτοί ήσαν χαρακτήρες ατίθασοι,
φιλόδοξοι, ως ματαιόδοξοι, κακότροποι και ζηλόφθονοι. Είχαν όμως
επινοήσει τρόπους για να πειθαρχούν στην κοινή τους ζωή και να
μεταμορφώνουν τα ελαττώματα του χαρακτήρα τους σε δημιουργική δύναμη.
Ενας από τους λόγους που αξίζει ακόμη και σήμερα να τους μελετάμε είναι
αυτός.
Οταν όμως ένας συνεργάτης κατά τεκμήριο σοβαρός και απαραίτητος –γι’ αυτό προσελήφθη– δηλώνει ότι «υπάρχει βάθος», σημαίνει ότι έχει εντοπισθεί διαφορά αντίληψης. Την οποία επειδή δεν μπορώ παρά να την εικάσω προτιμώ να μην την εικάσω, πλην όμως μου δίνει την αφορμή να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις για το όλο εγχείρημα.
Το όνομα της κυρίας Αγγελοπούλου προκάλεσε τους συνήθεις αυτοματισμούς.
Πολλοί αποφάσισαν ότι θα οργανώσει μια επανάληψη του 2004, διότι αυτό ξέρει να κάνει, ή διότι έτσι την ξέρουμε. Το Rebranding θα είναι ένα υπερθέαμα, κάτι σαν θρίαμβος Ρωμαίου στρατηγού όπου, αντί για τους κατακτημένους βασιλείς και τους ελέφαντες, θα παρελαύνουν πτυχές της Ιστορίας των 200 ετών. Η κυρία Αγγελοπούλου, όμως, δεν είναι αφελής. Είναι αρκετά ευφυής και αρκετά έμπειρη για να αφεθεί στην ευκολία της επανάληψης.
Γνωρίζει, εξάλλου, ότι έχει να διεκπεραιώσει ένα έργο που δεν έχει καμία σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Αυτοί είχαν εξασφαλισμένες και τη διεθνή τους ακτινοβολία και την ομόφωνη αποδοχή τους από την ελληνική κοινωνία – οι ελάχιστοι αντιρρησίες συνείδησης, όπως ο υπογράφων, δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Δεν είναι η περίπτωση του 2021.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να αποδειχθεί ότι τα διακόσια χρόνια που μεσολαβούν από την έκρηξη της Εθνεγερσίας έως σήμερα αφορούν και άλλους, εκτός από εμάς τους ίδιους.
Εξίσου σημαντική όμως, αν όχι σημαντικότερη, είναι η σύνθεση μιας νεοελληνικής ταυτότητας η οποία, ξεκινώντας από τον 19ο αιώνα, φτάνει ώς τον 21ο. Με άλλα λόγια, η συνείδηση της ποιότητας η οποία χαρακτηρίζει την ύπαρξή μας. Και αυτό είναι το δυσκολότερο. Το Rebranding απευθύνεται κατά κύριο λόγο στον ίδιο μας τον εαυτό και στη συλλογική μας συνείδηση.
Η Μπουμπουλίνα δεν ήταν φεμινίστρια ούτε ο Κολοκοτρώνης φιλελεύθερος. Κι όταν ο Σολωμός έγραφε «κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά» δεν εννοούσε τον φιλελευθερισμό έτσι όπως τον αντιμετωπίζουμε σήμερα. Είναι ο πρώτος πειρασμός του rebranding. Η ιδεολογική επεξεργασία των 200 ετών της νεοελληνικής ύπαρξης, προκειμένου να αποδείξουμε ότι είμαστε πιο σύγχρονοι και από τους πιο σύγχρονους.
Στους αντίποδες, η εθνική καθαρότητα.
Με τη λίγη ιστορία που ξέρω, τολμώ να συμπεράνω ότι το ενδιαφέρον της νεοελληνικής ύπαρξης στα διακόσια χρόνια της εφηβείας της είναι οι αντιφάσεις της. Από τη μια το άνοιγμα στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, από την άλλη ο εγκλεισμός στον εαυτό της – σαν το πτώμα του Πατρόκλου στην Ιλιάδα που το τραβολογούν Αχαιοί και Τρώες. Ενα κράμα εθνικής συνείδησης, διαφωτισμού, που τη συνέδεσε με την αρχαιότητά της, θρησκευτικής πίστης, αναρχίας και δημοκρατίας που το ενσάρκωσαν χαρακτήρες.
Συγχωρήστε μου τις εμμονές μου, αλλά τους χαρακτήρες αυτούς που έφτιαξαν τα διακόσια χρόνια της εφηβείας μας μόνο στα έργα της ποίησης και της λογοτεχνίας μας μπορούμε να τους βρούμε.
Μετά τις εκλογές στην Βρετανία η Ευρώπη πρέπει να το πάρει απόφαση ότι, αν θέλει να παραμείνει Ευρώπη, πρέπει να αλλάξει. Και επειδή η Ευρώπη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια υπαρκτή σύνθεση παιδείας και πολιτικής, η αλλαγή δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τα κύτταρά της.
Το rebranding μάς αφορά ως επιχείρηση αυτοσυνειδησίας. Δύσκολη υπόθεση όταν έχουμε βολευτεί στην ευκολία των στερεοτύπων, τα οποία μας προσφέρει γενναιόδωρα η παιδεία μας.
Αρκεί να αντιληφθούμε ότι η πραγματική σημασία του 2021 μάς οδηγεί σε μια αναζήτηση της αντίληψης που έχουμε για τον εαυτό μας.
Να αναρωτηθούμε γιατί ο Παπαδιαμάντης γράφει στο τέλος του 19ου αιώνα ότι η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της για να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί – από στήθους το αναφέρω απ’ τον «Βαρδιάνο στα σπόρκα».
Να αναρωτηθούμε...
πώς έχουμε καταφέρει να στερούμε από τα παιδιά μας τον χρονικό ορίζοντα και τις εκφραστικές δυνατότητες μιας εκ των δύο αρχαιοτέρων γλωσσών του πολιτισμού μας και πώς, ενώ επί διακόσια χρόνια παλεύουμε να αναλύσουμε το σύμπλεγμα που μας συνδέει με την αρχαιότητά μας, δεν τα έχουμε καταφέρει.
Οταν όμως ένας συνεργάτης κατά τεκμήριο σοβαρός και απαραίτητος –γι’ αυτό προσελήφθη– δηλώνει ότι «υπάρχει βάθος», σημαίνει ότι έχει εντοπισθεί διαφορά αντίληψης. Την οποία επειδή δεν μπορώ παρά να την εικάσω προτιμώ να μην την εικάσω, πλην όμως μου δίνει την αφορμή να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις για το όλο εγχείρημα.
Το όνομα της κυρίας Αγγελοπούλου προκάλεσε τους συνήθεις αυτοματισμούς.
Πολλοί αποφάσισαν ότι θα οργανώσει μια επανάληψη του 2004, διότι αυτό ξέρει να κάνει, ή διότι έτσι την ξέρουμε. Το Rebranding θα είναι ένα υπερθέαμα, κάτι σαν θρίαμβος Ρωμαίου στρατηγού όπου, αντί για τους κατακτημένους βασιλείς και τους ελέφαντες, θα παρελαύνουν πτυχές της Ιστορίας των 200 ετών. Η κυρία Αγγελοπούλου, όμως, δεν είναι αφελής. Είναι αρκετά ευφυής και αρκετά έμπειρη για να αφεθεί στην ευκολία της επανάληψης.
Γνωρίζει, εξάλλου, ότι έχει να διεκπεραιώσει ένα έργο που δεν έχει καμία σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Αυτοί είχαν εξασφαλισμένες και τη διεθνή τους ακτινοβολία και την ομόφωνη αποδοχή τους από την ελληνική κοινωνία – οι ελάχιστοι αντιρρησίες συνείδησης, όπως ο υπογράφων, δεν είχαν καμία απολύτως σημασία. Δεν είναι η περίπτωση του 2021.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να αποδειχθεί ότι τα διακόσια χρόνια που μεσολαβούν από την έκρηξη της Εθνεγερσίας έως σήμερα αφορούν και άλλους, εκτός από εμάς τους ίδιους.
Εξίσου σημαντική όμως, αν όχι σημαντικότερη, είναι η σύνθεση μιας νεοελληνικής ταυτότητας η οποία, ξεκινώντας από τον 19ο αιώνα, φτάνει ώς τον 21ο. Με άλλα λόγια, η συνείδηση της ποιότητας η οποία χαρακτηρίζει την ύπαρξή μας. Και αυτό είναι το δυσκολότερο. Το Rebranding απευθύνεται κατά κύριο λόγο στον ίδιο μας τον εαυτό και στη συλλογική μας συνείδηση.
Η Μπουμπουλίνα δεν ήταν φεμινίστρια ούτε ο Κολοκοτρώνης φιλελεύθερος. Κι όταν ο Σολωμός έγραφε «κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά» δεν εννοούσε τον φιλελευθερισμό έτσι όπως τον αντιμετωπίζουμε σήμερα. Είναι ο πρώτος πειρασμός του rebranding. Η ιδεολογική επεξεργασία των 200 ετών της νεοελληνικής ύπαρξης, προκειμένου να αποδείξουμε ότι είμαστε πιο σύγχρονοι και από τους πιο σύγχρονους.
Στους αντίποδες, η εθνική καθαρότητα.
Με τη λίγη ιστορία που ξέρω, τολμώ να συμπεράνω ότι το ενδιαφέρον της νεοελληνικής ύπαρξης στα διακόσια χρόνια της εφηβείας της είναι οι αντιφάσεις της. Από τη μια το άνοιγμα στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, από την άλλη ο εγκλεισμός στον εαυτό της – σαν το πτώμα του Πατρόκλου στην Ιλιάδα που το τραβολογούν Αχαιοί και Τρώες. Ενα κράμα εθνικής συνείδησης, διαφωτισμού, που τη συνέδεσε με την αρχαιότητά της, θρησκευτικής πίστης, αναρχίας και δημοκρατίας που το ενσάρκωσαν χαρακτήρες.
Συγχωρήστε μου τις εμμονές μου, αλλά τους χαρακτήρες αυτούς που έφτιαξαν τα διακόσια χρόνια της εφηβείας μας μόνο στα έργα της ποίησης και της λογοτεχνίας μας μπορούμε να τους βρούμε.
Μετά τις εκλογές στην Βρετανία η Ευρώπη πρέπει να το πάρει απόφαση ότι, αν θέλει να παραμείνει Ευρώπη, πρέπει να αλλάξει. Και επειδή η Ευρώπη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια υπαρκτή σύνθεση παιδείας και πολιτικής, η αλλαγή δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τα κύτταρά της.
Το rebranding μάς αφορά ως επιχείρηση αυτοσυνειδησίας. Δύσκολη υπόθεση όταν έχουμε βολευτεί στην ευκολία των στερεοτύπων, τα οποία μας προσφέρει γενναιόδωρα η παιδεία μας.
Αρκεί να αντιληφθούμε ότι η πραγματική σημασία του 2021 μάς οδηγεί σε μια αναζήτηση της αντίληψης που έχουμε για τον εαυτό μας.
Να αναρωτηθούμε γιατί ο Παπαδιαμάντης γράφει στο τέλος του 19ου αιώνα ότι η χώρα απέκτησε την ανεξαρτησία της για να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αυτοκυβερνηθεί – από στήθους το αναφέρω απ’ τον «Βαρδιάνο στα σπόρκα».
Να αναρωτηθούμε...
πώς έχουμε καταφέρει να στερούμε από τα παιδιά μας τον χρονικό ορίζοντα και τις εκφραστικές δυνατότητες μιας εκ των δύο αρχαιοτέρων γλωσσών του πολιτισμού μας και πώς, ενώ επί διακόσια χρόνια παλεύουμε να αναλύσουμε το σύμπλεγμα που μας συνδέει με την αρχαιότητά μας, δεν τα έχουμε καταφέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου