ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑτικη ιστορία: Η Πρωτοχρονιά της καταραμένης φάρας

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗ


Αν δεν έβγαινε καπνός από την καμινάδα, θα νόμιζε κανείς ότι το παλιό σπίτι είναι χειμωνιάτικος αντικατοπτρισμός.
Στέκει ολομόναχο πάνω σ’ ένα πλάτωμα δίπλα στον ποταμό, συμπαγές, μονοκόμματο, δίχως μπαλκόνια και βεράντες, κατάμαυρο απ’ τις πεντηκονταετίες, μουχλιασμένο από τα αγιάζια και τις υγρασίες. Το αρχαϊκό κτίσμα, κουκουλωμένο από κλαδιά και φυλλωσιές που στάζουν, μοιάζει να έχει σπρώξει τους θηριώδεις κορμούς των πλατάνων για να στριμωχτεί ανάμεσα τους. Πελώριοι βάτοι γλύφουν τα κεραμίδια του, αδηφάγοι κισσοί έχουν κάνει σάλτο στους τοίχους του. Το μοναχικό σπίτι έξω απ’ το χωριό, παρά τον καπνό που βγαίνει από την καμινάδα του, αποπνέει κάτι τρομακτικό.

Η Ναυσικά Ροσμαρή είναι ένα απομεινάρι του χρόνου. Ζει εκεί μέσα έναν αιώνα και βάλε. Σε άλλους καιρούς, το χωριό θα την είχε σύρει ως την πλατεία, θα την είχε αλείψει με λάδι και θειάφι και θα την είχε κάψει ως μάγισσα. Η άχρονη ύπαρξη και τα καμώματα της δεν εξηγούνται αλλιώς, παρά μόνο ως προϊόν κάποιας επαίσχυντης συμφωνίας της με τον σατανά. Οι χωριανοί θα είχαν κατεδαφίσει και το καταραμένο σπίτι ως άντρο φαντασμάτων και αερικών, όμως στις μέρες μας ο νόμος απαγορεύει το κάψιμο ανθρώπων και την καταστροφή της ατομικής ιδιοκτησίας. Απλώς οι άνθρωποι φροντίζουν να μην πλησιάζουν στην περιοχή της Ναυσικάς την περίοδο των εορτών και κυρίως τα βράδια της πρωτοχρονιάς. Φοβούνται.
 
Διότι μια φορά κάθε δώδεκα μήνες, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, η Ναυσικά Ροσμαρή κάνει γιορτή στο σπιτικό της. Καλεί τον μεγάλο της γιο, τον Γιάννη, που πέθανε από καρδιά το ‘66, σε μια στοά του Βελγίου χίλια μέτρα κάτω από τη γη. Καλεί και τον μικρό της γιο, τον Όμηρο, που το ’75 πλακώθηκε από έναν γερανό  καραβιού στις θάλασσες της Ιαπωνίας. Καλεί τον άντρα της, τον Κωνσταντή Ροσμαρή, που σκοτώσανε οι αντάρτες το ’49 λίγο πιο πάνω από το σπίτι τους, ρίχνοντας του μια χειροβομβίδα που του άνοιξε την κοιλιά και πέταξε τα άντερα του στο χώμα. 
Ο Κωνσταντής φέρνει τον πατέρα του Γιάννη Ροσμαρή, που χάθηκε το ’22 στην οπισθοχώρηση της Μικράς Ασίας, τελευταία φορά τον είδαν να σέρνεται γεμάτος επιδέσμους με αίμα και πύον έξω απ’ το Αϊβαλή. Ο Γιάννης φέρνει τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του, τον Ευτύχη και τον Μανόλη Ροσμαρή. Ο Ευτύχης είχε πάει εθελοντής στους βαλκανικούς και σκοτώθηκε από βουλγάρικη σφαίρα στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης το ’13. Ο Μανόλης πέθανε το ’35 στο χωριό, από μια φυματίωση που είχε οικονομήσει στην εκστρατεία της Κριμαίας. Αυτοί φέρνουν τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, δηλαδή τις κουνιάδες και τα ανίψια της Ναυσικάς.

Γ. Ιακωβίδης, Παιδική Συναυλία
Γ. Ιακωβίδης, Παιδική Συναυλία
Εκείνα τα φοβερά βράδια, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, ακούγονται από το σπίτι παλαιικοί ήχοι οργάνων, που κανένας ζωντανός δεν αναγνωρίζει πλέον. Πανάρχαια θιαμπόλια, ασκομαντούρες, λύρες από κόκκαλα χελώνας, βουκολικά πνευστά που σφυρίζουν σαν αγκαλιασμένα φίδια και τύμπανα από δέρματα κριαριών μ’ έναν υπόκωφο χτύπο που φτάνει ως πέρα τα βουνά. Και ανάμεσα στις φωνές και τα χαχανητά της απόκοσμης γιορτής, υψώνονται σκοποί μυστήριοι και τραγούδια αλλόκοτα, που θυμίζουν αμυδρά αυτά που ακούμε στις μέρες μας. Πρωτόγονες μελωδίες, άγριες, ματωμένες, κλαψιάρικες, νταλκαδιασμένες, συγχορδίες και λόγια μέσα από τη γης και τα δάση, που κάνουν την τρίχα των χωριανών να σηκώνεται κάγκελο. Γιατί οι χωριανοί πάντα αφουγκράζονται τη γιορτή από μακριά.
 
 Μερικές φορές το γλέντι των φαντασμάτων είναι σε κλειστό κύκλο, μα άλλες πρωτοχρονιές μαζεύονται μέχρι δωδεκάτης γενεάς. Έρχονται οι προ-παππούδες των προ-προ-παππούδων των Ροσμαρήδων, ντυμένοι με μπαλωμένα τσουβάλια και δέρματα φρεσκοσφαγμένων προβάτων, με τρύπια στιβάνια ή ξυπόλυτοι, με κάτι ροζιασμένες χερούκλες και νύχια κατάμαυρα, ζέχνοντας προβατίλα και με το λίπος της αλουσιάς να τρέχει απ’ τα βοστρυχωτά  μαλλιά τους. Έρχεται ο καπετάν Στεφανής Ροσμαρής που ήταν πειρατής και κούρσεψε τη μισή Mεσόγειο κι ο γιος του ο Μαύρο-Γιώργης, που πολεμούσε στην ομάδα του Αναγνώστη Μάντακα και ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων. Έρχεται ο Βαγγέλης που ήτανε σφάχτης και ταμπάκης, ο Ζαχάρης που έπιανε στο τρέξιμο κατσίκι στο βουνό, παρέα με τον κακομοίρη τον Αντρέα, αδερφό του παππού του, που λίγο πριν το 1700 είχε προσπαθήσει να κλέψει μια κοπελιά, μα τον προλάβανε τ’ αδέρφια της και τον μουνουχίσανε σαν τον χοίρο. Έρχεται ο διαολόπαπας ο Δημήτρης, ο μόνος της οικογένειας που ντύθηκε στα ράσα και ο ξάδερφος του Αντώναρος Ροσμαρής, σαράντα χρόνια βοσκός, αντάρτης και κατσικοκλέφτης, που ρήμαζε τα κοπάδια των λατίνων αρχόντων κι άφησε τα κόκκαλα του σε βενετσιάνικη  φυλακή.

Είναι χρονιές που όλοι τούτοι κουβαλάνε τις γυναίκες, τις θυγατέρες, τους άντρες των θυγατέρων τους, τα εγγόνια, τ’ ανίψια και τα δευτεροξάδερφα τους, μα όσοι και να μαζευτούν στο πέτρινο σπίτι αυτό χωράει κι άλλους… ένα μυστήριο πράγμα. Και πίνουνε και χορεύουνε οι αποθαμένοι, γελούν, ξεφαντώνουν, αναθυμούνται, με την Ναυσικά Ροσμαρή τη μάγισσα, την τελευταία ζωντανή της γραμμής τους, να τριγυρίζει ανάμεσα τους με τον δίσκο και να κερνά. Κι αν τύχει να ‘χει κέφι η οικοδέσποινα, τους βάζει να καλέσουν κι άλλους έξω από την οικογένεια, συντρόφους τους στα γλέντια, στις χαρές, στις κλεψιές, στις επαναστάσεις, στα πλιάτσικα, στους σκοτωμούς. Πότε-πότε, τους διατάζει να φέρουν αυτοστιγμεί και τις άλλες γυναίκες εκτός από τις συζύγους τους, αυτές που πόθησαν πολύ ή τις ξάπλωσαν με το στανιό στα χώματα και τα αποκαΐδια ή τις αγάπησαν πραγματικά.
 
Και τότε εμφανίζονται λογιών-λογιών θηλυκά, σέρνοντας τα εξώγαμα των Ροσμαρήδων, που οι ρέμπελοι πατεράδες τους αμόλησαν έρημα να πορευτούν στη ζωή ή τα παράτησαν στα χέρια ανυποψίαστων νοικοκύρηδων που τα ανάθρεψαν δίχως να ξέρουν πως ήταν μπάσταρδα. Γεμίζει το σπίτι με γυναικομάνι και με ανθρώπους που κοιτάζουν γύρω τους σαν χαμένοι, καθώς ανακαλύπτουν ξαφνικά πως άλλης φάρας αίμα κυλά στις φλέβες τους. Και βλέπεις αριστοκράτισσες με βελούδινα φορέματα στων οποίων την κρεβατοκάμαρα μπούκαρε νύχτα ένας Ροσμαρής κραδαίνοντας το χατζάρι και άπλυτες αγρότισσες ή γυναίκες βοσκών που σμίξανε μαζί τους στα χωράφια και στα τυροκομεία. Παραδίπλα χήρες πνιγμένων ναυτικών και σκοτωμένων ανταρτών που ενέδωσαν στην πολιορκία των Ροσμαρήδων μη αντέχοντας την μοναξιά, κι απέναντι παρέες-παρέες τις πουτάνες των λιμανιών και των σοκακιών που ήταν η χαρά όλων ανεξαιρέτως των αρσενικών της οικογένειας.



Νικόλαος Γύζης, Παιδικοί Αρραβώνες
Νικόλαος Γύζης, Παιδικοί Αρραβώνες
Και συζητούν μεσ’ τη γιορτή οι συζυγάτες με τις γκόμενες, οι αριστοκράτισσες με τις ξεπεσμένες, οι πλουσιοκυράδες με τις ξυπόλυτες και τα νόμιμα παιδιά με τα εξώγαμα, καθότι όλα τούτα τα τρομερά συμβάντα για τους ανθρώπους, δεν έχουν καμιά απολύτως αξία για τους πεθαμένους.  
 
Λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος, όλοι αυτοί που -οικειοθελώς ή με το ζόρι- συνόδευσαν στην ζωή τούτη την ακαταπόνητη, την άτιμη φύτρα των Ροσμαρήδων, κάνουν έναν κύκλο γύρω απ’ τους χορευτές. Τραγουδάνε δυνατά και χτυπούν ρυθμικά παλαμάκια, συνοδεύοντας τους αγριάνθρωπους που χοροπηδούν σαν βελζεβούληδες στο κέντρο της σάλας, δηλαδή τους πατεράδες τους, τους άντρες, τους ερωμένους, τους βιαστές, τους αφέντες, τους αγαπημένους τους. Και στο πλατύσκαλο στέκει η Ναυσικά και τους καμαρώνει, καθότι η περηφάνια για τον εαυτό μας και τα προγονικά μας έχει το δικό μας ζύγι, που δεν χρειάζεται να το καταλαβαίνουν ή να το αποδέχονται οι άλλοι. Κι έπειτα, δεν έχει σημασία τι είπαμε ή τι κάναμε σ’ αυτή τη ζωή, αλλά τι καταλάβαμε.

Μόνο μια φορά ξέφυγε η γιορτή και αγριεύτηκαν οι καλεσμένοι μεταξύ τους. Φράκαρε εκείνη τη βραδιά το σπίτι απ’ την πολυκοσμία, πετάχτηκαν έξω οι καλεσμένοι και γέμισε η λαγκαδιά με φαντάσματα που περιφέρονταν απειλητικά  στην αυλή, τσαλαπατούσαν τις πικροδάφνες, ισορροπούσαν στα ακροκέραμα και κρεμιούνταν απ’ τα κλαδιά των δέντρων, με το μάτι κατάμαυρο για καυγά. Κάτι θορυβημένοι χωριανοί τόλμησαν να πλησιάσουν, μα μόλις είδαν τις σκιές να μπαινοβγαίνουν στο σπίτι περνώντας μέσα απ’ τους τοίχους, τους έπιασε τρομάρα κι έφυγαν ξεπαπούτσωτοι για να γλυτώσουν από την επικείμενη σύρραξη των πεθαμένων. Αυτά συνέβησαν διότι η Ναυσικά είχε την φαεινή ιδέα να καλέσει στη γιορτή, εκτός από τους συγγενείς της κι όλα τα θύματα τους. Σφαγμένους, σκοτωμένους, πνιγμένους, καμένους και βασανισμένους απ’ τα χέρια των Ροσμαρήδων.
 
Γέμισε ο τόπος Τούρκους, Έλληνες, Βενετσιάνους, Γενουάτες, Γαλάτες, Γότθους, μαύρους, άσπρους, κίτρινους. Το σπίτι κι οι αυλές κατακλύστηκαν από κάθε φυλή της οικουμένης που πέρασε από τούτα τα μέρη εδώ και αιώνες. Άντρες οι περισσότεροι, μα και κάμποσες γυναίκες, περισσότερες απ’ όσες θα υπολόγιζε κανείς, ξέροντας πως οι πρόγονοι της Ναυσικάς δεν ήταν ύπουλοι ή δειλοί.  Ήρθαν οι Αρβανιτάκηδες εν’ σώματι, δεκάξι τον αριθμό, που είχαν βεντέτα με τους Ροσμαρήδες στα 1600 και εξολοθρεύτηκαν. Κάτι άλλοι κοντοχωριανοί επίσης που είχαν αρπαχτεί μαζί τους για τα περιουσιακά το 1760, καμπόσοι Γάλλοι, Ρώσοι κι Εγγλέζοι των εκστρατευτικών σωμάτων του 1900, Αλβανοί, ένας Μαγυάρος και τρείς Άραβες με άσπρες κελεμπίες και τουρμπάνια, ένας Θεός ξέρει πως βρέθηκαν αυτοί στον δρόμο τους. Ακόμα, κάτι κακομοίρηδες Κυκλαδίτες από μικρονήσια που προσπάθησαν να υπερασπιστούν τα σπίτια τους απ’ τα πειρατικά ρεσάλτα των Ροσμαρήδων και φαντάροι λογιών-λογιών ντυμένοι μ’ όλες τις στρατιωτικές στολές της οικουμένης. Γερμανοί με σβάστικες και Ιταλοί μακαρονάδες κι από πίσω τους πεντέξι Βούλγαροι που συναντήσανε τους Ροσμαρήδες στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης το ’13 και στον Λαχανά.

Μια ολόκληρη σειρά τουρκοκρητικοί, τουρκοκρητικές και τουρκοκρητικάκια, πογκρόμ είχε γίνει το 1885 στα τουρκοχώρια, μόνο έτσι καθάρισε μια και καλή το νησί από δαύτους. Ήρθαν μια ντουζίνα Κερκέζοι της Μαύρης θάλασσας που τους πετύχανε οι Ροσμαρήδες στα καταστρώματα των καραβιών που κούρσευαν πάνω απ’ τα στενά της Κωνσταντινούπολης και Αλγερίνοι που κάνανε παρέα μαζί τους στα μπουρδέλα του νότου, μα ύστερα τσακώθηκαν για τις γυναίκες και μαχαιρώθηκαν. Κάτι Αθηναίοι και Πειραιώτες που βρέθηκαν στον δρόμο τους στον τελευταίο εμφύλιο, μερικοί παλιότεροι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ και δυο καθολικοί παπάδες από τον καιρό των Ενετών στο νησί. Κι από πίσω κατέφθασαν οι γυναίκες, που οι Ροσμαρήδες τους κόψανε τους λαιμούς ή τα βυζιά, όχι επίτηδες μα πάνω στα μεθύσια τους. Κάτι φράγκισσες αριστοκράτισσες των παράλιων φρουρίων που δεν κάτσανε ήσυχες να τις μαγαρίσουν παρά βάλανε τις φωνές, μια Αρμένισσα που προσπάθησε να δηλητηριάσει τον Μάρκο Ροσμαρή τον αγωγιάτη και πολλές τουρκάλες με  νησιώτικες ή Μικρασιάτικες φορεσιές. Λιγότερες ήταν οι δικές μας, οι ρωμιές χριστιανές, μα ανάμεσά τους ήταν η Ερασμία, η γυναικεία ντροπή της οικογένειας, που την έπιασε ο άντρας της ο Γιωργής Ροσμαρής με άλλον στο κρεβάτι. Τους έσφαξε επιτόπου και τους δυο στα πόδια του κρεβατιού σαν τ’ αρνιά κι ύστερα έπεσε και κοιμήθηκε δίπλα τους γιατί ήταν κουρασμένος από το ξαφνικό ταξίδι που τον έφερε πίσω στο χωριό.
 
Ήρθαν ντουζίνες από μπέηδες, γενίτσαρους και αραπάδες της Ινσταμπούλ και της Ανατολίας, τετρακόσια χρόνια είχαν μάχη οι Ροσμαρήδες με κάθε είδους Τούρκο και μουσουλμάνο. Μερικοί ήταν ντόπιοι προσκυνημένοι, που αλλαξοπίστησαν κι ύστερα κάνανε τους μάγκες στους χριστιανούς του νησιού, μέχρι που κατέβηκαν οι Ροσμαρήδες απ’ τα βουνά και τους τακτοποίησαν. Στην αυλή τριγύριζαν και πεντέξι παιδάκια, βρέθηκαν τα κακόμοιρα στη μέση της μάχης και πήγαν άδικα. Ήταν και άλλα δυο-τρία μικρούλια παραπέρα, που κάηκαν ζωντανά γιατί είχαν κρυφτεί μέσα σε σπίτια που κάψανε μετά το πλιάτσικο, δεν φταίγανε όμως οι Ροσμαρήδες που να το ξέρανε; Κάπου εκεί ήταν κι  ένα ζευγάρι πλούσιοι Εβραίοι που ανακαλύφθηκαν στραγγαλισμένοι στο ρημαγμένο σπίτι τους. Τους είχαν ληστέψει και σκοτώσει μια Μεγάλη Πέμπτη μα όχι άδικα, γιατί οι Εβραίοι σταύρωσαν τον Χριστό. Ήταν και κάτι δικοί μας ορεινοί που τσακώθηκαν για τα κοπάδια και τα βοσκοτόπια, όπως κι ένας αδερφικός φίλος που έφαγε σφαίρα κατά λάθος, όταν ένας Ροσμαρής καθάριζε το ντουφέκι του.
 
Πέντε αιώνων φονικά μαζεύτηκαν μέσα κι έξω από το σπίτι, γιατί δεν υπήρξε πόλεμος, εξέγερση, φασαρία, πλιάτσικο, επανάσταση, ανακατωσούρα, αντάρτικο, βεντέτα, τσαμπουκάς ή καυγάς, που να μην ήταν ανακατεμένος κάποιος ή κάποιοι Ροσμαρήδες. Μα τα μαχαίρια και τα ντουφέκια αφήνουν πίσω σκοτωμένους, που τώρα είχαν έρθει όλοι μαζί για πρωτοχρονιάτικη βίζιτα, άλλος με τρύπιο κρανίο, άλλος με κομμένο λαιμό κι άλλος με ανοιγμένη κοιλιά ή διαλυμένα νεφρά. Έτσι ακρωτηριασμένοι και δύσμορφοι τριγύριζαν στην αυλή, διότι η Ναυσικά τους κάλεσε ξαφνικά από τον άλλο κόσμο και δεν πρόλαβαν να καλλωπιστούν λιγάκι. Μόνο γέροντες δεν υπήρχαν στη γιορτή, οι Ροσμαρήδες δεν τους ακουμπούσαν, είχανε σέβας. Όμως οι σκοτωμένοι-πεθαμένοι είναι διαφορετικοί από τους κανονικούς- πεθαμένους, η οργή που μαζεύουν την ώρα που ξεψυχούν ηττημένοι δεν ξεθυμαίνει εύκολα. Κι αν ήτανε θεριά όσο ζούσαν οι φονιάδες τους, θεριά ήταν και πολλοί από τους σκοτωμένους, μόνο που η τύχη της αναμέτρησης δεν τους ευνόησε. Οι νικημένοι, εκείνη τη βραδιά της πρόσκλησης ψυχανεμίστηκαν ευκαιρία για εκδίκηση κι άρχισαν να τρίζουν τα δόντια τους και να πηγαινοέρχονται απειλώντας, με αποτέλεσμα όσο πλησίαζε η αλλαγή του χρόνου, μέσα στο σπίτι να χορεύουν οι φονιάδες κι απ’ έξω να βράζει ο τόπος από τα θύματα τους. Η γιορτή είχε καταλήξει πολιορκία.



Νικόλαος Γύζης, Αποκριά στην Αθήνα
Νικόλαος Γύζης, Αποκριά στην Αθήνα
Όχι πως τους πείραζε τους οικοδεσπότες, ήταν ευκαιρία να τους ξανασκοτώσουν τους κερατάδες, όμως η Ναυσικά δεν ήθελε να χαλάσει το πρωτοχρονιάτικο γλέντι της με αγριότητες. 
 
Ως λύση λοιπόν σκέφτηκε να καλέσει και τους φονιάδες των Ροσμαρήδων, μπας και ισοφαρίσει το πράγμα, μπας και καταλαγιάσουν τα θύματα βλέποντας αυτούς που εκδικήθηκαν εκ μέρους των. Πλην επρόκειτο για ακόμα πιο επικίνδυνη σκέψη, καθότι οι Ροσμαρήδες είχαν μετρημένους διακόσιους είκοσι έξι σκοτωμένους μέσα σε πέντε αιώνες και μόνο εκατόν ογδόντα πεθαμένους στο κρεβάτι του σπιτιού τους. Αν αθροίζονταν άλλοι διακόσιοι είκοσι έξι φονιάδες στους ήδη συγκεντρωμένους, θα γέμιζε η λαγκαδιά μ’ ένα τόσο αμαρτωλό ασκέρι, που θα αποτελούσε προσβολή και για τον Θεό και για τον Διάολο. Γι αυτό, μόλις άρχισε να καταφθάνει η καινούρια φουρνιά καλεσμένων και αντιβούιξε το λαγκάδι από τις φωνές των κάτω που τους υποδέχονταν ερεθισμένοι, κάποιος υψηλά ιστάμενος έδωσε εντολή κι άλλαξε ο χρόνος μια ώρα νωρίτερα. Ήρθε αμέσως η ομίχλη του καινούριου χρόνου και σκέπασε στα γρήγορα το σπίτι και τη χαράδρα ολάκερη. Απλώθηκε ησυχία κι όταν το σύννεφο αποσύρθηκε τα ξημερώματα, τα φαντάσματα είχαν αποχωρήσει αφήνοντας τη Ναυσικά να στέκει ολομόναχη στην πόρτα και να κοιτάζει πέρα μακριά στο άπειρο.

Φέτος, οι χωριανοί είναι πιο ανήσυχοι από κάθε άλλη φορά. Όχι μόνο διότι έχει λιακάδες και οι ξαστεριές ευνοούν τέτοιες απόκοσμες συγκεντρώσεις, αλλά διότι...
 
 
 
 τις σπάνιες φορές που βλέπουν από μακριά τη Ναυσικά, μοιάζει εντελώς αποκαμωμένη. Ό,τι συμφωνία κι αν έχει κάνει με τον διάολο, δε μπορεί, κάποια στιγμή θα πεθάνει η κωλόγρια. Πιστεύουν λοιπόν πως αυτή θα είναι η τελευταία πρωτοχρονιάτικη γιορτή της. Όχι μόνο η δική της, αλλά και όλων των Ροσμαρήδων, διότι με τον επικείμενο θάνατο της γριάς μάγισσας, τελειώνει απότομα η γραμμή αυτής της άτιμης φάρας. Ούτε παιδί, ούτε εγγόνι, ούτε ανίψι, ούτε δευτεροξάδερφο δεν έχει απομείνει ζωντανό για να σπείρει καινούριους Ροσμαρήδες, λες και στειρώθηκαν ξαφνικά όλοι τους ώστε να εξαλειφθεί δια παντός το καταραμένο όνομα.  
 
Όμως μια φύτρα που ζώντας έσπερνε θανατικό κι περνώντας από γενιά σε γενιά έσπερνε φαντάσματα, τι είναι άραγε ικανή να κάνει την τρομερή στιγμή του οριστικού και αμετάκλητου θανάτου της; Πόσες ταξιαρχίες διαβόλων θα καλέσει, πόσες φάλαγγες πνευμάτων θα επιστρατεύσει, πόσες στρατιές αερικών θα κουβαλήσει, στην ακροτελεύτια και πιο  μεγαλόπρεπη απ’ τις γιορτές της;  
 
Ο Θεός να μας φυλάει πρωτοχρονιάτικα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου