Toυ ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Μόλις μπήκα στον προστατευμένο χώρο διαπίστωσα ότι οι ουρές ήσαν δύο.
Μόλις μπήκα στον προστατευμένο χώρο διαπίστωσα ότι οι ουρές ήσαν δύο.
Η μία ήταν μπροστά στο μηχάνημα που έγραφε «Αυτόματες συναλλαγές». Δύο τα μηχανήματα, το ένα δεν λειτουργούσε. Εχασκε με τη μούρη του ορθάνοιχτη και μέσα της το κεφάλι του υπαλλήλου που κάτι σκάλιζε.
Πήρα τη θέση μου. Ο μπροστινός μου μού είπε αυστηρά: «Είναι κι εκείνος που κάθεται εκεί» δείχνοντάς μου υπερήλικα σε ένα από τα τρία στασίδια. Ψέλλισα «καλά» και έσκυψα το κεφάλι. Επειτα από πέντε λεπτά αναρωτήθηκα για ποιον λόγο βρίσκομαι στην ίδια θέση, όπως και ο κύριος που εξακολουθούσε να τροφοδοτεί το μηχάνημα με χαρτονομίσματα. «Είναι Αιγύπτιος», σχολίασε κάποιος. «Και τι σημασία έχει από πού είναι;» τον ρώτησα. «Εχει να βάλει δυόμισι χιλιάρικα», με έβαλε στη θέση μου. Ενα ένα, χράτσα χρούτσα. Η ώρα περνάει, η πολεμική ατμόσφαιρα αρχίζει και ξεχειλίζει. Ακούω φωνές απ’ την πλευρά των καθημένων: «Με πρόσβαλε», φωνάζει ο υπερήλιξ. «Δεν φτάνει που ήρθαν εδώ, έκαναν περιουσίες, μας προσβάλλουν κι από πάνω. Να μου ζητήσει συγγνώμη». Αν μη τι άλλο δεν θα πλήξω, σκέφτηκα. Πλησιάζω στο κέντρο του επεισοδίου και ρωτώ: «Τι σας είπε;». Παίρνω ύφος υψίστης αξιοπρεπείας για να τον ενθαρρύνω. «Με ρώτησε αν ξέρω ποια είναι η σειρά μου». «Του ζήτησα συγγνώμη», παρεμβαίνει ο ένοχος. Ο υπερήλιξ υποτονθορίζει.
Για τεχνικούς λόγους ο υπάλληλος με συμβουλεύει να μεταφερθώ από τις «Αυτόματες συναλλαγές» στο ταμείο. Ουρά επιμήκης και ένας υπάλληλος πίσω απ’ το χαράκωμα θυμίζει τον Τσάπλιν στους «Μοντέρνους καιρούς». Κυρία με μπαστούνι και δυσκολία στην κίνηση πλησιάζει και του δίνει ένα χαρτί. «Δεν περνάει, δυστυχώς», της λέει ο υπάλληλος συντετριμμένος. Θυμωμένη γυναικεία φωνή απ’ την ουρά τής επιτίθεται: «Γιατί ήρθατε τόσο αργά;» Εκείνη απαντάει ευγενικά: «Ο καθένας έρχεται όποτε μπορεί». Η άλλη επιμένει: «Και τι κάνατε όλο το πρωί;» – ο πληθυντικός μάς μάρανε. «Μαγείρευα», απαντάει εκείνη. Περίμενα να τη ρωτήσει «τι μαγειρέψατε», όμως εκείνη έχει ήδη υιοθετήσει ύφος εισαγγελικόν: «Δεν είναι δικαιολογία αυτή». Η κυρία με το μπαστούνι και το χαρτί που δεν περνάει έχει το θράσος να αντιμιλήσει: «Κι εσείς γιατί ήρθατε τέτοια ώρα;» «Εγώ δούλευα», απαντάει η εισαγγελέας όλο υπερηφάνεια.
Για τεχνικούς λόγους ο υπάλληλος με συμβουλεύει να μεταφερθώ από τις «Αυτόματες συναλλαγές» στο ταμείο. Ουρά επιμήκης και ένας υπάλληλος πίσω απ’ το χαράκωμα θυμίζει τον Τσάπλιν στους «Μοντέρνους καιρούς». Κυρία με μπαστούνι και δυσκολία στην κίνηση πλησιάζει και του δίνει ένα χαρτί. «Δεν περνάει, δυστυχώς», της λέει ο υπάλληλος συντετριμμένος. Θυμωμένη γυναικεία φωνή απ’ την ουρά τής επιτίθεται: «Γιατί ήρθατε τόσο αργά;» Εκείνη απαντάει ευγενικά: «Ο καθένας έρχεται όποτε μπορεί». Η άλλη επιμένει: «Και τι κάνατε όλο το πρωί;» – ο πληθυντικός μάς μάρανε. «Μαγείρευα», απαντάει εκείνη. Περίμενα να τη ρωτήσει «τι μαγειρέψατε», όμως εκείνη έχει ήδη υιοθετήσει ύφος εισαγγελικόν: «Δεν είναι δικαιολογία αυτή». Η κυρία με το μπαστούνι και το χαρτί που δεν περνάει έχει το θράσος να αντιμιλήσει: «Κι εσείς γιατί ήρθατε τέτοια ώρα;» «Εγώ δούλευα», απαντάει η εισαγγελέας όλο υπερηφάνεια.
Είχα πρόβλημα με τις ηλεκτρονικές πληρωμές και γι’ αυτό τα βήματά μου με οδήγησαν σε ένα από τα προκεχωρημένα φυλάκια της καθημερινότητάς μας, στο κατάστημα τραπέζης. Τη δουλειά μου δεν την έκανα, έφτασε όμως το ημίωρο για να γίνω σοφότερος.
Ο καθένας από εμάς κρύβει μέσα του κι έναν καταπιεσμένο μπαχαλάκια. Είναι έτοιμος να «αρπάξει» με το παραμικρό, κι αν του βρισκόταν και καμιά μολότοφ, θα την πετούσε για να ξαλαφρώσει. Ανασφάλειες, φόβοι, εμμονές, ένας πυρήνας επιθετικότητας και καβγά. «Μήνιν άοιδε θεά» ή...
«Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη Παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου