ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ: Οι αρνητές των Χριστουγέννων

Του ΗΛΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ


Κάθε λαός στην ιστορική του διαδρομή είναι ταυτισμένος με την πίστη του σε μια ανώτερη δύναμη-θεότητα. 
 
Η θρησκεία συνδέεται με εκείνα τα στοιχεία που απευθύνονται στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και αισθητοποιούν το μέγεθος της δύναμης ή ανασφάλειάς του. Η αναζήτηση του Θεού και η λατρεία του αποκωδικοποιεί τις ανησυχίες, τα ερωτήματα και τις υπαρξιακές ανησυχίες του ανθρώπου. Επίσης, η προσπάθεια γνώσης του Θείου αποτελεί βασική συνιστώσα της ανθρώπινης αυτογνωσίας.

Όλες οι παραπάνω σκέψεις επιβεβαιώνονται από τον τρόπο με τον οποίο οι λαοί βιώνουν σημαντικά γεγονότα – σταθμούς της θρησκείας τους.  
 
Στο χριστιανικό εορτολόγιο τα Χριστούγεννα κατέχουν δεσπόζουσα θέση αφού είναι ταυτισμένα με τη γέννηση του Χριστού. Ίσως αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στις θρησκείες όλου του κόσμου η γέννηση του Θεού με την ανθρώπινη ιδιότητά του, που τον ακολούθησε μέχρι το θάνατό του.

Αυτή η ιδιαιτερότητα προκαλεί δέος στους πιστούς, αμφισβητήσεις στους σκεπτικιστές και συνιστά μια πρόκληση στους εραστές του ορθολογισμού. Η γέννηση λοιπόν του θεανθρώπου, πέρα από τις νοσταλγίες των παιδικών μας χρόνων, συνοδεύεται και από ένα πλήθος ερωτημάτων που αποδομούν την πίστη μας και προκαλούν ποικίλες ερμηνείες.

Το μυστήριο της γέννησης του Χριστού αποτελεί ένα κομβικό σημείο μετασχηματισμού της ηθικής των κοινωνιών και του αξιακού συστήματος των ανθρώπων. Η έλευση του Κυρίου «επί της γης» άλλαξε ριζικά την πορεία του κόσμου και τον εισήγαγε σε μια νέα εποχή. Οι πιστοί και οι αρνητές του θεανθρώπου συγκλίνουν σε μια βασική θέση: Κανένα άλλο γεγονός – πολιτικό, πνευματικό ή οικονομικό – δεν καθόρισε σε τέτοιο βαθμό την ηθική πορεία του κόσμου και τη συμπεριφορά των ανθρώπων.  
 
Η ίδια η γέννηση ως φυσικό φαινόμενο δεν αμφισβητείται από τους αρνητές του χριστιανισμού αλλά αδυνατούν να αποδεχτούν την ενσάρκωση του Θεού και στέκονται μετέωροι, όπως ο ψαλμωδός, απέναντι στο μυστήριο αυτό «ο αχώρητος παντί πως εχωρήθη εν γαστρί»;

Η απόλυτη όμως άρνηση του μηνύματος της Γέννησης συνδυάζεται και με την απόρριψη θεμελιακών στοιχείων της διδασκαλίας του Χριστού. Ειδικότερα ο Νίτσε ταύτισε την έλευση του Χριστού με την εκδίκηση των αδυνάτων κατά των ισχυρών. Ο Νίτσε, ως θεωρητικός της δύναμης, διείδε στο κήρυγμα του Χριστού μια προσπάθεια των κατατρεγμένων να βρουν δικαίωση εις βάρος των δυνατών. 
 
Η θέση του Χριστού «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται και ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» βρίσκει αντίθετο το Γερμανό φιλόσοφο που διακήρυξε πως η ζωή ανήκει στους δυνατούς και σε εκείνους που αγωνίζονται με τόλμη, θάρρος και αυτοπεποίθηση χωρίς ίχνος ενοχής και μετριοφροσύνης.

Στην άλλη πλευρά ο πατέρας της ψυχολογίας, ο Φρόυντ, καταλογίζει στο χριστιανισμό τη γέννηση του άγχους μέσα από τις ενοχές του προπατορικού αμαρτήματος. Ο άνθρωπος, δηλαδή, ως φυσική οντότητα – και πάντα σύμφωνα με τις θεωρίες του Φρόυντ – πασχίζει να απελευθερωθεί ψυχολογικά από το «άγος» μιας αμαρτίας που ποτέ δεν διέπραξε. Αισθάνεται μόνιμα ένοχος για πράξεις άλλων και αυτή η αυτοενοχοποίηση τρέφει και συντηρεί συμπεριφορές που δεν είναι συμβατές με την εσωτερική ελευθερία.  
Επιπρόσθετα στο στόχαστρο του Φρόυντ βρίσκεται και η θέση του Χριστού για το ρόλο της αγάπης στη ζωή μας.

Ο Φρόυντ, δηλαδή, αμφισβητεί το «εφικτό» της προτροπής του Χριστού «εγώ δε λέγω υμίν˙ αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς». Εκτός όμως από το εφικτό ο Φρόυντ επισημαίνει και το «δέον» μιας τέτοιας συμπεριφοράς από τον άνθρωπο. Η αγάπη, δηλαδή, το μέγιστο των συναισθημάτων, πως μπορεί να αποδίδεται σε αυτούς που μας κατατρέχουν και μισούν; Η ανθρώπινη ιστορία, σύμφωνα με τον Φρόυντ, φαίνεται να δικαιώνει περισσότερο το «homo homini lupus» (χομπς) και λιγότερο το επαναστατικό κήρυγμα αγάπης του Χριστού.

Στους αρνητές του Χριστιανισμού θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και ο Μαρξ που πρέσβευε πως η θρησκεία υποδουλώνει το άτομο και το καθιστά ανενεργό. Οι θρησκείες κατά το Μαρξ λειτουργούν ως διαβρωτικό στην ανθρώπινη σκέψη και διδάσκουν το συμβιβασμό και την παραίτηση. Το χριστιανικό κήρυγμα «εάν τις σε ραπίσει την αριστεράν στρέψουν και την δεξιάν….» φαντάζει στα μάτια του Μαρξ ως στάση εθελοδουλείας και όχι ως μια προσπάθεια ειρηνικής συμβίωσης των ανθρώπων. Εξάλλου η φράση «η θρησκεία είναι το όπιον του λαού» κυριάρχησε για αρκετό διάστημα ως εργαλείο ερμηνείας του κοινωνικού ρόλου της θρησκείας.

Όσες, όμως, θεωρίες κι αν διατυπώθηκαν από τους εκφραστές του ορθολογισμού η Γέννηση του Χριστού δεν έχασε τίποτε από τη λαμπρότητα και το μυστηριακό της χαρακτήρα. Ίσως, γιατί ο δυτικός ορθολογισμός δεν βρήκε εκείνο το σταθερό σημείο που θα αντικαταστούσε την πίστη στο Θεό.  
 
Οι οπαδοί, επίσης, του κριτικού λόγου στην επιμονή τους να ερμηνεύσουν τα πάντα με τη λογική εξοστράκισαν τους άλλους κώδικες ερμηνείας και βίωσης των μεγάλων γεγονότων. Το θείο, δηλαδή, δεν γίνεται αντικείμενο γνώσης και δεν ερμηνεύεται μόνο μέσω της νόησης. Η συναισθηματική βίωση, η διαίσθηση και η πίστη – εγγενή στοιχεία της ανθρώπινης φύσης – έχουν το δικό τους τρόπο να κάνουν τον άνθρωπο ικανό να προσεγγίζει γεγονότα που βρίσκονται έξω από τους συμβατικούς κώδικες ερμηνείας.

Επιπρόσθετα η έλευση του Χριστού, ως ανθρώπου αλλά και ως θεού, εμπλούτισε τη σκέψη, τη συνείδηση, την ηθική, τις κοινωνικές σχέσεις και τις αναζητήσεις ανθρώπων και λαών. Η σάρκωση, λοιπόν, του Λόγου «ο Λόγος σαρξ εγένετο» αφύπνισε τις εφησυχασμένες συνειδήσεις, τράνταξε τους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης και έδωσε νέο περιεχόμενο και κατευθύνσεις στην ανθρώπινη λογική. Οι παραδοσιακοί κώδικες ερμηνείας της πραγματικότητας αναθεωρήθηκαν και προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα του κηρύγματος του Χριστού.

Τα όρια του θεϊκού και του ανθρώπινου γίνονται πλέον πιο ευδιάκριτα, χωρίς το θείο να χάνει κάτι από το μυστηριακό του χαρακτήρα «σήμερον ο άναρχος άρχεται….» και «άσαρκος γαρ ων, ενσαρκώθη εκών». Η κατανόηση, λοιπόν, της γέννησης συνιστά μια δοκιμασία για την ανθρώπινη λογική και απαιτεί...
 
 
 μια άλλη ερμηνεία – εξήγηση με βάση την πραγματικότητα των αντιθέσεων: Θεός – άνθρωπος, άναρχος – άρχεται, άσαρκος – ενσαρκώθη.

Καταλυτικές επίσης ήταν οι επιπτώσεις της γέννησης του Χριστού και στον ηθικό εμπλουτισμό της ανθρωπότητας. Το ρηξικέλευθο πρόταγμα της αγάπης, όσο κι αν αμφισβητήθηκε, έφερε μια τομή στην πορεία του ανθρώπου για ηθική τελείωση. Η εκδίκηση, το μίσος, η αντιπαλότητα και η απόρριψη του άλλου υποχώρησαν μπροστά στην ανάγκη να αναδειχθούν οι νέες αξίες της αγάπης, της μετριοφροσύνης, της ειρήνης και της ανεκτικότητας.

Η αλλαγή επομένως του αξιακού συστήματος διαμόρφωσε ένα νέο πλαίσιο αρχών και κανόνων της ακοινωνικής συμπεριφοράς μέσα στο οποίο ορθώνεται ως αξία η ταπεινότητα του ατόμου
. Ο άνθρωπος πλέον, στο όνομα της ειρηνικής συμβίωσης, καλείται να «αγαπήσει τον εχθρόν» του, θρυμματίζοντας κάθε παραδοσιακή αντίδραση που αποσκοπούσε στην εκδίκηση και στην ανάδειξη του Εγώ.

Τέλος, η θεία γέννηση άνοιξε νέα μονοπάτια πνευματικής αυτογνωσίας, έθρεψε τις ελπίδες των κατατρεγμένων, φόβισε τους αλαζόνες της εξουσίας περιγράφοντας με άλλα χρώματα τη «σωτηρία της ψυχής».

Στο τεχνοκρατικό πνεύμα λοιπόν της εποχής μας και στην παγκοσμιοποιημένη βία, η Γέννηση μπορεί ακόμη να εμπνεύσει και να διδάξει. 
 
Οι αρνητές του «δια τούτο προς τούτο επειχθώμεν, ου ετέχθη, παιδίον νέον, ο προ αιώνων θεός» ας σταθούν με ευλάβεια και υπομονή στο θείο μύθο έχοντας ω αρχή το αξίωμα «credo qula absurdum» (το πιστεύω επειδή είναι παράλογο).  
 
Οι πιστοί ξεπερνώντας τη δυσπιστία των ορθολογιστών και τον παγκοσμιοποιημένο παραλογισμό μπορούν και επιβάλλεται ακαταπαύστως να διακηρύξουν το: «ΔΟΞΑ ΕΝ ΥΨΙΣΤΟΙΣ ΘΕΩ ΚΑΙ ΕΠΙ ΓΗΣ ΕΙΡΗΝΗ, ΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΕΥΔΟΚΙΑ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου