Toυ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΟΛΙΤΑΚΗ
Όταν μπήκα κι εγώ αργά και ασθμαίνων και με ανάμεικτα συναισθήματα –δισταγμός, φόβος έκθεσης, δέος, «τραβάτε με κι ας κλαίω»– στο παράλληλο σύμπαν των social media λίγο πριν από τα μέσα της δεκαετίας που λήγει σύντομα, είχε διαμορφωθεί ήδη σε μεγάλο βαθμό αυτό το σύστημα «κοινωνικής δικτύωσης» όπως το βιώνουμε στο κατώφλι του 2020.
Το Facebook έκλεινε μία δεκαετία ύπαρξης σχεδόν, το Twitter μία οκταετία και το Instagram, που ξεκίνησε το 2010, είχε κατοχυρώσει ήδη τη θέση του ως το επόμενο στάδιο ψηφιακού ναρκισσισμού και πεδίου ανάπτυξης μιας φωτογενούς ύπαρξης, λίγο πριν κατοχυρωθεί (το 2016) και επίσημα ο όρος «influencer» για να περιγράψει ένα άτομο που χρησιμοποιεί τη δημοτικότητά του στο μέσο για να πουλήσει συγκεκριμένο lifestyle και συγκεκριμένα προϊόντα.
Η είσοδός μου στον κόσμο των social media συνέπεσε με το τέλος της αθωότητας και της «United Colors of Benetton» οικουμενικότητας που ευαγγελίζονταν οι δημιουργοί αυτών των μέσων, όπως ήταν ήδη φανερό από το μέγεθος της εχθροπάθειας, της τοξικότητας, των άγριων αντεγκλήσεων και των αλληλοδιαγραφών μεταξύ «φίλων» και των χτυπημάτων κάτω από τη ζώνη που κυριαρχούσαν στον δημόσιο διάλογο του Facebook το 2014, στην ακμή της ελληνικής κρίσης.
Ακόμα όμως τότε επικρατούσε παγκοσμίως και σε μεγάλο βαθμό η αίσθηση ότι η ενασχόληση με τα social media αποτελούσε ένα ψυχαγωγικού τύπου κυρίως πάρεργο για έναν παράλληλο κόσμο και όχι για μια οντότητα που μοιάζει πλέον να καλύπτει με τον μανδύα της όλες τις εκφάνσεις της σύγχρονης ζωής.
Υπήρχαν ήδη καταγεγραμμένες οι δυστοπικές θεωρήσεις του φαινομένου, υπήρχε όμως συγχρόνως έντονη και η εντύπωση μιας παγκόσμιας ψηφιακής κοινότητας (και όχι «δικτύου» με την πιο δυσοίωνη έννοια) όπου τα νέα αυτά μέσα, εκτός από την επαφή με ανθρώπους κοινής αντίληψης και αισθητικής που δεν θα γνώριζες αλλιώς ή το συναπάντημα με παλιούς συμμαθητές, μπορούσαν να αναδείξουν την ισχύ μαζικών κινημάτων, όπως η «Αραβική Άνοιξη», με άμεσους και αποτελεσματικούς τρόπους που τα παραδοσιακά media όχι μόνο δεν μπορούσαν αλλά συχνά μπλόκαραν.
Ακόμα τότε η λειτουργία των social media δεν ήταν συνυφασμένη με βραχνά, με εθισμό, με επιθετική (και θρασύδειλη) συμπεριφορά, με trolling, με διαφθορά, με εκμετάλλευση και με σκάνδαλα τεράστιας σημασίας και κλίμακας, όπως η υπόθεση Cambridge Analytica.
Μόνο το Facebook αγγίζει (και ενίοτε παρενοχλεί) σήμερα πάνω από το ένα τρίτο της ανθρωπότητας, από την αρχή της δεκαετίας όμως η ταινία The Social Network (2010), με την υποβλητική καταγραφή της γέννησης της πλατφόρμας στους κοιτώνες του Χάρβαρντ, μας προειδοποιούσε για τα κακά ξεμπερδέματα που θα είχαμε με την υπερθυρεοειδική γιγάντωση τέτοιων μηχανισμών.
Άλλο τα social media, άλλο η ζωή εκεί έξω, λέγαμε όχι και τόσο παλιότερα.
Πλάνη οικτρά, αν παρατηρήσει κανείς πώς ο κόσμος εκδηλώνει πλέον «εκεί έξω» τα ίδια τικ, τις ίδιες προκαταλήψεις, τις ίδιες αυτοματικές συμπεριφορές, τα ίδια επικριτικά αντανακλαστικά και τις ίδιες σπασμωδικές αντιδράσεις που εκδηλώνει και στο πληκτρολόγιό του όταν λειτουργεί ως άβαταρ και όχι ως ζωντανό ον με σάρκα και οστά.
Άλλο ο Τραμπ στο παραλήρημά του στο Twitter και άλλο ο Τραμπ ως θεσμικό πρόσωπο που οφείλει να διατηρεί μια στοιχειώδη συγκρότηση και συνέπεια λόγου και έργου.
Lol, lol, lol: Είδαμε όλοι πόσο «άλλο» είναι...
Θυμήθηκα μια συνέντευξη που είχε δώσει το 2016 στην «El Pais» ο 90χρονος τότε Πολωνός κοινωνιολόγος, συγγραφέας και στοχαστής Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ο οποίος είχε περιγράψει ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα την εποχή της «ρευστής νεωτερικότητας» (ή μετα-νεωτερικότητας) που διανύουμε, όπου «όλες οι συμφωνίες είναι προσωρινές, φευγαλέες και ισχύουν μόνο μέχρι νεωτέρας».
Έλεγε, λοιπόν, σχετικά με τα social media, λίγο πριν αποχωρήσει από τον μάταιο, και όλο και πιο παράξενο και ρευστό τούτο κόσμο (πέθανε τον Ιανουάριο του 2017): «Η έννοια της κοινότητας έχει μετασχηματιστεί από κάτι με το οποίο γεννιέσαι σε κάτι που έχει να κάνει με καθήκον και με αποστολή. Αυτό που παρέχουν τα social media είναι ένα υποκατάστατο κοινότητας, αλλά στην ουσία είναι ένα δίκτυο. Η διαφορά έγκειται στο ότι κάποιος ανήκει σε μια κοινότητα, ενώ το δίκτυο τού δίνει την ψευδαίσθηση ότι ανήκει σ' αυτόν, νιώθει ότι ο ίδιος έχει τον έλεγχο.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν τα social media ούτε για να συνδεθούν ούτε για να ανοίξουν τους ορίζοντές τους, αλλά για να νιώσουν ασφαλείς σε μια "comfort zone" όπου ακούν μόνο τον απόηχο της φωνής τους και βλέπουν μόνο την αντανάκλαση του προσώπου τους στην οθόνη.
Τα social media μπορεί να είναι πολύ χρήσιμα, μπορεί να προσφέρουν απόλαυση, αλλά...
από τη φύση τους συνιστούν μια μεγάλη παγίδα».
Όσο κι αν κατηγορούμε, όμως, τους τεχνολογικούς κολοσσούς για την αφαίμαξη του χρόνου μας και των προσωπικών μας δεδομένων και για την αλγοριθμική ψυχοπαθολογία με την οποία μας έχουν μολύνει, τα social media είναι αυτό που είναι και αυτό που εμείς τα κάναμε με την αμέριστη συνδρομή μας.
Και τώρα, στο τέλος του 2019, διαβάζω διαρκώς επικεφαλίδες για τη ραγδαία εξάπλωση της εφαρμογής με τον βρεφικό αλλά και συγχρόνως δυσοίωνο τίτλο TikTok (τικ τοκ, τικ τοκ...), που έχει μόλις δύο χρόνια ζωής, αλλά κοντεύει, λέει, να φτάσει το ένα δισεκατομμύριο ενεργούς χρήστες, η μέση ηλικία των οποίων κυμαίνεται από 16 μέχρι 24 ετών. Δεν είχα ιδέα, ομολογώ, και ούτε θέλω, αλλά κάτι τέτοια ηρωικά λέγαμε κάποτε και για το «γηριατρικό» πλέον Facebook, πριν μας πάρει κι εμάς η μπάλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου