Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
Το 1999, όταν τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ βομβάρδιζαν το λείψανο της Γιουγκοσλαβίας, η κοινότητα της ευρωπαϊκής διανόησης συγκατάνευε και χειροκροτούσε. Στα μέσα και στα έξω τότε ήταν ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, με το αναιμικό πνεύμα και την πλούσια κόμη. Ο ίδιος θα κοκορευόταν μερικά χρόνια αργότερα ότι έπεισε τον Σαρκοζί να τελειώνει με τον Καντάφι. Ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, ως συνεπής κοσμικός, ήξερε πάντα να βρίσκεται στην ορθή πλευρά της Ιστορίας, πότε με τους μουσουλμάνους της Βοσνίας, πότε με την Αραβική Ανοιξη. Ευτυχώς έχει αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό και τα τελευταία χρόνια υπηρετεί την τέχνη του stand up.
Το 1999, με είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος της διανοούμενης Ευρώπης, ιδιαίτερα της Γαλλίας, την οποία τότε παρακολουθούσα εκ του σύνεγγυς. Κάτι σαν αγελαία νοοτροπία είχε καταλάβει τις συνειδήσεις. Δεν έφτανε να καταδικάσεις τον τύραννο Μιλόσεβιτς και τον εγκληματία Κάρατζιτς. Επρεπε να καταδικάσεις συλλήβδην τους Σέρβους και να υπερασπιστείς τα βομβαρδιστικά που εφάρμοζαν τον νόμο περί συλλογικής ευθύνης στις γέφυρες του Δούναβη.
Το 1999, όταν τα αεροπλάνα του ΝΑΤΟ βομβάρδιζαν το λείψανο της Γιουγκοσλαβίας, η κοινότητα της ευρωπαϊκής διανόησης συγκατάνευε και χειροκροτούσε. Στα μέσα και στα έξω τότε ήταν ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, με το αναιμικό πνεύμα και την πλούσια κόμη. Ο ίδιος θα κοκορευόταν μερικά χρόνια αργότερα ότι έπεισε τον Σαρκοζί να τελειώνει με τον Καντάφι. Ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί, ως συνεπής κοσμικός, ήξερε πάντα να βρίσκεται στην ορθή πλευρά της Ιστορίας, πότε με τους μουσουλμάνους της Βοσνίας, πότε με την Αραβική Ανοιξη. Ευτυχώς έχει αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό και τα τελευταία χρόνια υπηρετεί την τέχνη του stand up.
Το 1999, με είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος της διανοούμενης Ευρώπης, ιδιαίτερα της Γαλλίας, την οποία τότε παρακολουθούσα εκ του σύνεγγυς. Κάτι σαν αγελαία νοοτροπία είχε καταλάβει τις συνειδήσεις. Δεν έφτανε να καταδικάσεις τον τύραννο Μιλόσεβιτς και τον εγκληματία Κάρατζιτς. Επρεπε να καταδικάσεις συλλήβδην τους Σέρβους και να υπερασπιστείς τα βομβαρδιστικά που εφάρμοζαν τον νόμο περί συλλογικής ευθύνης στις γέφυρες του Δούναβη.
Την αγελαία νοοτροπία την είχε ζήσει ο Καμύ στο πετσί του όταν τον αναθεμάτιζε ο Σαρτρ στην εποχή του πολέμου της Αλγερίας.
Την είχαν ζήσει οι εξόριστοι Σοβιετικοί που μιλούσαν για τα γκουλάγκ από τη δεκαετία του ’50, αλλά δεν τους άκουγαν για να μην αποκαρδιώσουν τους αριστερούς απεργούς της Μπιγιανκούρ. Την είχαν ζήσει και όσοι στάθηκαν απέναντι στα χαρακώματα του Μάη του ’68 και την παραληρηματική φιλοσοφία τους, όπως ο Μαλρό. Την εκμεταλλεύθηκε ο Σαρτρ, για τον οποίον έγραψε ο Λιοτάρ ότι είχε αναλάβει τον ρόλο του αριστερού διανοούμενου πέφτοντας μονίμως έξω. Στη δεκαετία του ’90, προσπάθησε να τον διαδεχθεί ο Λεβί, ο οποίος δηλώνει μαθητής του Ποπόλ (χαϊδευτικό του Σαρτρ), εκμεταλλευόμενος τη μετακόμιση της καλής συνείδησης της Αριστεράς στην καλή συνείδηση της πολιτικής ορθότητας.
Να υπενθυμίσω ότι τρεις μόνον διανοητές τόλμησαν το 1999 να σταθούν απέναντι στο ρεύμα. Ο Πίντερ, ο Ντεμπρέ και ο Χάντκε.
Ο Ντεμπρέ είχε γράψει ένα ολόκληρο ρεπορτάζ στο περιοδικό Marianne, το οποίο κατέληγε με τη φράση: «Αν μη τι άλλο, δικαιούμαι να αμφιβάλλω για την ορθότητα των βομβαρδισμών». Την επομένη, η εφημερίδα Le Monde, καθεδρικός ναός της ορθής σκέψης, δημοσίευε σε ένα ολόκληρο δισέλιδο άρθρα που τον καταδίκαζαν.
Ο Χάντκε δεν αμφέβαλλε καν. Εφτασε να πάει στην κηδεία του Μιλόσεβιτς, του δημόσιου κινδύνου νούμερο ένα. Παρέμεινε αιρετικός έως το τέλος, για καλό και για κακό. Δεν εννοώ ότι είχε δίκιο, ή ότι συμφωνώ με τη στάση του. Δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω το θάρρος του. Και αναρωτιέμαι πάντα τι έχει μεγαλύτερο βάρος στη στάση του διανοητή. Η σύνταξη με το κοινώς αποδεκτό ορθό ή η υπεράσπιση της ελευθερίας της συνείδησής του ακόμη κι αν είναι μόνος.
Ηταν έκπληξη το Νομπέλ στον Πέτερ Χάντκε. Μετά την αλυσίδα των «πολιτικών» Νομπέλ Λογοτεχνίας, η Ακαδημία βραβεύει έναν λογοτέχνη ως λογοτέχνη. Ας μην ξεχνάμε τον Μπόρχες, που είχε πληρώσει τις πολιτικές του απόψεις, κυρίως δε την περίφημη φωτογραφία με τη χειραψία του στον δικτάτορα Βιντέλα. Θα μου πείτε ότι το 2005 το βραβείο απονεμήθηκε στον Πίντερ. Ομως ο Χάντκε είχε ακόμη ένα επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του, αφού μερικά χρόνια πριν είχε προτείνει να καταργηθεί το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Το έργο της Πολωνής Ολγκα Τοκάρτσουκ δεν το γνωρίζω. Μπορώ όμως να πω ότι το βραβείο στον Χάντκε είναι ένα βραβείο που δικαιώνει τον τίτλο του Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η λογοτεχνία δεν μετέχει στο σύνολο της κοινωνικής ζωής. Εχει και πολιτικές προεκτάσεις, στον βαθμό που συνομιλεί με τη συνείδηση. Αν είναι σοβαρή λογοτεχνία, δημιουργεί έναν χώρο που επιτρέπει στη συνείδηση να κατοικήσει. Στις σελίδες της η συνείδηση συναντά τους όρους της διαμόρφωσής της, τις προϋποθέσεις για να δει τον κόσμο γύρω της και τον εαυτό της μέσα σ’ αυτόν. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία δεν κρίνεται από τις απόψεις της. Αλίμονο αν κρινόταν ο Σελίν από την αντισημιτική του υστερία.
Το βραβείο στον Χάντκε είναι ηθική δικαίωση της σοβαρής λογοτεχνίας. Δύσκολος συγγραφέας, στα όρια του στρυφνού, απαιτεί αργή ανάγνωση και υπέρβαση της πρώτης βαρεμάρας που σου προκαλεί η αφήγησή του. Πολλές φορές, η βαρεμάρα συγκρίνεται με αυτήν που προκαλούν τα μυθιστορήματα του μεγαλοφυούς Μπέκετ. Σε καιρούς όπου το λογοτεχνικό γούστο έχει αντικαταστήσει την ανάγνωση με το ρούφηγμα των κειμένων και οι επιτυχίες κρίνονται από τις προδιαγραφές των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής ή την πολιτική ορθότητα της κυρίας Ζέιντι Σμιθ, η λογοτεχνία του Χάντκε είναι αναχρονιστική. Αντιμοντέρνα σε έναν κόσμο που ασφυκτιά στην ανελευθερία ενός παρόντος που δεν ανέχεται τίποτε άλλο εκτός από το παρόν του.
Το Νομπέλ στον Χάντκε δείχνει ότι...
Ηταν έκπληξη το Νομπέλ στον Πέτερ Χάντκε. Μετά την αλυσίδα των «πολιτικών» Νομπέλ Λογοτεχνίας, η Ακαδημία βραβεύει έναν λογοτέχνη ως λογοτέχνη. Ας μην ξεχνάμε τον Μπόρχες, που είχε πληρώσει τις πολιτικές του απόψεις, κυρίως δε την περίφημη φωτογραφία με τη χειραψία του στον δικτάτορα Βιντέλα. Θα μου πείτε ότι το 2005 το βραβείο απονεμήθηκε στον Πίντερ. Ομως ο Χάντκε είχε ακόμη ένα επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του, αφού μερικά χρόνια πριν είχε προτείνει να καταργηθεί το Νομπέλ Λογοτεχνίας. Το έργο της Πολωνής Ολγκα Τοκάρτσουκ δεν το γνωρίζω. Μπορώ όμως να πω ότι το βραβείο στον Χάντκε είναι ένα βραβείο που δικαιώνει τον τίτλο του Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Δεν ισχυρίζομαι ότι η λογοτεχνία δεν μετέχει στο σύνολο της κοινωνικής ζωής. Εχει και πολιτικές προεκτάσεις, στον βαθμό που συνομιλεί με τη συνείδηση. Αν είναι σοβαρή λογοτεχνία, δημιουργεί έναν χώρο που επιτρέπει στη συνείδηση να κατοικήσει. Στις σελίδες της η συνείδηση συναντά τους όρους της διαμόρφωσής της, τις προϋποθέσεις για να δει τον κόσμο γύρω της και τον εαυτό της μέσα σ’ αυτόν. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία δεν κρίνεται από τις απόψεις της. Αλίμονο αν κρινόταν ο Σελίν από την αντισημιτική του υστερία.
Το βραβείο στον Χάντκε είναι ηθική δικαίωση της σοβαρής λογοτεχνίας. Δύσκολος συγγραφέας, στα όρια του στρυφνού, απαιτεί αργή ανάγνωση και υπέρβαση της πρώτης βαρεμάρας που σου προκαλεί η αφήγησή του. Πολλές φορές, η βαρεμάρα συγκρίνεται με αυτήν που προκαλούν τα μυθιστορήματα του μεγαλοφυούς Μπέκετ. Σε καιρούς όπου το λογοτεχνικό γούστο έχει αντικαταστήσει την ανάγνωση με το ρούφηγμα των κειμένων και οι επιτυχίες κρίνονται από τις προδιαγραφές των εργαστηρίων δημιουργικής γραφής ή την πολιτική ορθότητα της κυρίας Ζέιντι Σμιθ, η λογοτεχνία του Χάντκε είναι αναχρονιστική. Αντιμοντέρνα σε έναν κόσμο που ασφυκτιά στην ανελευθερία ενός παρόντος που δεν ανέχεται τίποτε άλλο εκτός από το παρόν του.
Το Νομπέλ στον Χάντκε δείχνει ότι...
ο κόσμος μας διαθέτει ακόμη ενεργά πολιτισμικά αντισώματα.
Ενδέχεται δε, διά καταλλήλων ενεργειών, να γλιτώσει από την Αποκάλυψη με την οποία τον απειλεί η Γκρέτα, που, αν και φαβορί, έχασε το Νομπέλ. Ε όχι, δεν τα έχουμε χάσει και τελείως, φαίνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου