Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Η ταινία δεν είναι ακίνδυνη. Υπό την επιρροή της, ένας έφηβος μπορεί να
μιμηθεί τον ήρωα και να αρχίζει να βάζει συνέχεια τα δάχτυλά του στο
στόμα. Και, ως γνωστόν, στα δάχτυλα πάνε και κάθονται όλα τα μικρόβια.
Κατά τα άλλα, τα εφηβικά βλέμματα είναι πια διαποτισμένα με θεάματα πολύ πιο δραστικά απ’ ό,τι ο Τζόκερ. Οι σκηνές άγριας βίας του φιλμ δεν είναι αγριότερες από την εικονική ρουτίνα που εκτυλίσσεται ακατάσχετα στις παλαμιαίες οθόνες των εφήβων. Κανένας κρατικός πατερναλισμός δεν θα μπορούσε να τους «προστατεύσει» από την εποχή τους.
Μόνο που στη δική μας περίπτωση τέτοιος πατερναλισμός δεν υπάρχει – ούτε καν ως πρόθεση. Το μόνο που υπάρχει, όπως αποδεικνύεται από τη μιντιακή κουφόβραση των τελευταίων ωρών, είναι πολύς, ανεξάντλητος και αχρείαστος αντιπατερναλισμός. Υπάρχουν πολλοί παρήλικες «έφηβοι» που εκμεταλλεύτηκαν μια γραφειοκρατική γκάφα για να παραδοθούν σε αμόκ «προοδευτικής» αυταρέσκειας.
Η αντιπολίτευση βρήκε το φάντασμα ενός αυταρχικού κράτους – το φάντασμα που έχει ανάγκη για να φαίνεται αριστερή. Και οι υπουργοί εκμεταλλεύτηκαν την αφέλεια των υπαλλήλων τους για να πλασάρουν εαυτούς ως σινεφίλ και κουλ. Πάω Τζόκερ, που αρέσει και στη νεολαία.
Αυτή η αντιστασιακή φλυαρία χωρίς καταπίεση –ψευτοφιλελευθερισμός χωρίς αντίπαλο συντηρητισμό– ήταν τελικά τόσο σχηματική όσο και η ίδια η ταινία. Ο ήρωας με τον σπαρακτικό κλαυσίγελο παίρνει το όπλο του γιατί τον οδήγησε εκεί η άδικη κοινωνία – και μια άστοργη μάνα. Το αίμα ρέει, επειδή, μανούλα, στάζαν’ τα ελενίτ.
Ηδη από τις κλωτσιές της εναρκτήριας σκηνής ο θεατής ξέρει ότι ο δερόμενος θα μεταμορφωθεί σε τιμωρό – θα βρει, σκοτώνοντας, αυτοπεποίθηση και (αντι)κοινωνικό κύρος. Δεν ήταν βέβαιος, λέει, ότι υπήρχε. Βεβαιώθηκε ότι υπάρχει, αφού σκότωσε. Αφού περιήλθε σε μέθη αίματος και εξόντωσε τους κακούς, που παρουσιάζονται τόσο κακοί ώστε να αξίζουν τον φόνο τους.
Σε αυτή τη γραφική μετάλλαξη –που υποτίθεται ότι χρησιμοποιεί σαν έναυσμα το γκράφικ νόβελ, ενώ καταλήγει μέσα από μια αλυσίδα στερεοτύπων να το αναπαράγει– ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είδε «μια δυνατή ταινία» για τη «συστημική ταξική αδικία». Την αδικία «που γεννά το ταξικό μίσος και κάποια στιγμή την εξέγερση των από κάτω, σε ένα καλοδουλεμένο οικονομικό και μιντιακό σύστημα».
Αν κάποιος βλέπει στον Τζόκερ τον μπαχαλόφιλο ΣΥΡΙΖΑ του Δεκεμβρίου του 2008, πώς να μην δει μετά στο «Αελλώ» τη χωροφυλακή;
Μικρό το κακό. Η μικρή ζημιά που έγινε με αυτή τη χωροφυλακίστικη φάρσα είναι πως...
Κατά τα άλλα, τα εφηβικά βλέμματα είναι πια διαποτισμένα με θεάματα πολύ πιο δραστικά απ’ ό,τι ο Τζόκερ. Οι σκηνές άγριας βίας του φιλμ δεν είναι αγριότερες από την εικονική ρουτίνα που εκτυλίσσεται ακατάσχετα στις παλαμιαίες οθόνες των εφήβων. Κανένας κρατικός πατερναλισμός δεν θα μπορούσε να τους «προστατεύσει» από την εποχή τους.
Μόνο που στη δική μας περίπτωση τέτοιος πατερναλισμός δεν υπάρχει – ούτε καν ως πρόθεση. Το μόνο που υπάρχει, όπως αποδεικνύεται από τη μιντιακή κουφόβραση των τελευταίων ωρών, είναι πολύς, ανεξάντλητος και αχρείαστος αντιπατερναλισμός. Υπάρχουν πολλοί παρήλικες «έφηβοι» που εκμεταλλεύτηκαν μια γραφειοκρατική γκάφα για να παραδοθούν σε αμόκ «προοδευτικής» αυταρέσκειας.
Η αντιπολίτευση βρήκε το φάντασμα ενός αυταρχικού κράτους – το φάντασμα που έχει ανάγκη για να φαίνεται αριστερή. Και οι υπουργοί εκμεταλλεύτηκαν την αφέλεια των υπαλλήλων τους για να πλασάρουν εαυτούς ως σινεφίλ και κουλ. Πάω Τζόκερ, που αρέσει και στη νεολαία.
Αυτή η αντιστασιακή φλυαρία χωρίς καταπίεση –ψευτοφιλελευθερισμός χωρίς αντίπαλο συντηρητισμό– ήταν τελικά τόσο σχηματική όσο και η ίδια η ταινία. Ο ήρωας με τον σπαρακτικό κλαυσίγελο παίρνει το όπλο του γιατί τον οδήγησε εκεί η άδικη κοινωνία – και μια άστοργη μάνα. Το αίμα ρέει, επειδή, μανούλα, στάζαν’ τα ελενίτ.
Ηδη από τις κλωτσιές της εναρκτήριας σκηνής ο θεατής ξέρει ότι ο δερόμενος θα μεταμορφωθεί σε τιμωρό – θα βρει, σκοτώνοντας, αυτοπεποίθηση και (αντι)κοινωνικό κύρος. Δεν ήταν βέβαιος, λέει, ότι υπήρχε. Βεβαιώθηκε ότι υπάρχει, αφού σκότωσε. Αφού περιήλθε σε μέθη αίματος και εξόντωσε τους κακούς, που παρουσιάζονται τόσο κακοί ώστε να αξίζουν τον φόνο τους.
Σε αυτή τη γραφική μετάλλαξη –που υποτίθεται ότι χρησιμοποιεί σαν έναυσμα το γκράφικ νόβελ, ενώ καταλήγει μέσα από μια αλυσίδα στερεοτύπων να το αναπαράγει– ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είδε «μια δυνατή ταινία» για τη «συστημική ταξική αδικία». Την αδικία «που γεννά το ταξικό μίσος και κάποια στιγμή την εξέγερση των από κάτω, σε ένα καλοδουλεμένο οικονομικό και μιντιακό σύστημα».
Αν κάποιος βλέπει στον Τζόκερ τον μπαχαλόφιλο ΣΥΡΙΖΑ του Δεκεμβρίου του 2008, πώς να μην δει μετά στο «Αελλώ» τη χωροφυλακή;
Μικρό το κακό. Η μικρή ζημιά που έγινε με αυτή τη χωροφυλακίστικη φάρσα είναι πως...
σωρεύτηκε κι άλλος μύθος πάνω στον μύθο της ταινίας.
Πάχυνε κι
άλλο το στρώμα του ποπ στυλιζαρίσματος, κάτω από το οποίο δεν κρύβεται
τίποτε.
Είναι ρηχή η μουτσούνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου