Του Χρήστου Χωμενίδη
Είναι Κυριακή βράδυ. Νοιώθω κουρέλι όπως κάθε αθλητής μετά τη λήξη του αγώνα. Το δικό μου γήπεδο κατά τις τελευταίες δεκαέξι ώρες ήταν οι συναναστροφές.
Παρέστην κατά σειράν: Σε μνημόσυνο ενενηντάχρονης θείας. Σε branch-reunion (αμφότερες οι λέξεις έχουν ενταχθεί -νομίζω- στη νεοελληνική) των "παλαιών" μου "συμπολεμιστών", της σειράς μου τουτέστιν στο Πολεμικό Ναυτικό το 1993. Σε ένα μεσημεριανό παιδικό πάρτυ σε ρετιρέ στους Αμπελόκηπους. Σε ένα απογευματινό παιδικό πάρτυ σε escape room στον Νέο Κόσμο. Αφού λύσαμε τους γρίφους και βρήκαμε τον θησαυρό, παρέδωσα τη θυγατέρα μου στη μαμά της κι ακούραστος έσπευσα στο εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής μιάς φίλης στο Κολωνάκι. Θαύμασα -θαύμασα;- τους πίνακες και ήπια δυό ποτήρια σανγκρία στο πεζοδρόμιο έξω από τη γκαλερί. Κάτι γνωστοί μού πρότειναν να τους ακολουθήσω σε λιβανέζικο εστιατόριο κάπου ανάμεσα Κεραμεικό και Γκάζι. Δέχθηκα, καθ’οδόν όμως τους εγκατέλειψα κι επέστρεψα -υπνοβατώντας σχεδόν, ρουφώντας φθινοπωρινό αέρα- στο σπίτι μου.
Κατά τις τελευταίες δεκαέξι ώρες συνομίλησα με πενήντα και πλέον ανθρώπους, περιλαμβανομένων των ταξιτζήδων.
Είναι Κυριακή βράδυ. Νοιώθω κουρέλι όπως κάθε αθλητής μετά τη λήξη του αγώνα. Το δικό μου γήπεδο κατά τις τελευταίες δεκαέξι ώρες ήταν οι συναναστροφές.
Παρέστην κατά σειράν: Σε μνημόσυνο ενενηντάχρονης θείας. Σε branch-reunion (αμφότερες οι λέξεις έχουν ενταχθεί -νομίζω- στη νεοελληνική) των "παλαιών" μου "συμπολεμιστών", της σειράς μου τουτέστιν στο Πολεμικό Ναυτικό το 1993. Σε ένα μεσημεριανό παιδικό πάρτυ σε ρετιρέ στους Αμπελόκηπους. Σε ένα απογευματινό παιδικό πάρτυ σε escape room στον Νέο Κόσμο. Αφού λύσαμε τους γρίφους και βρήκαμε τον θησαυρό, παρέδωσα τη θυγατέρα μου στη μαμά της κι ακούραστος έσπευσα στο εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής μιάς φίλης στο Κολωνάκι. Θαύμασα -θαύμασα;- τους πίνακες και ήπια δυό ποτήρια σανγκρία στο πεζοδρόμιο έξω από τη γκαλερί. Κάτι γνωστοί μού πρότειναν να τους ακολουθήσω σε λιβανέζικο εστιατόριο κάπου ανάμεσα Κεραμεικό και Γκάζι. Δέχθηκα, καθ’οδόν όμως τους εγκατέλειψα κι επέστρεψα -υπνοβατώντας σχεδόν, ρουφώντας φθινοπωρινό αέρα- στο σπίτι μου.
Κατά τις τελευταίες δεκαέξι ώρες συνομίλησα με πενήντα και πλέον ανθρώπους, περιλαμβανομένων των ταξιτζήδων.
Άκουσα καμιά ντουζίνα νεκρολογίες για τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και για τον Τάκη Σπυριδάκη, νεκρολογίες μετά κουτσομπολιών -εννοείται- για τους μακαρίτες.
Συμφώνησα -επειδή βαριόμουν να διαφωνήσω- πως "ένας, ένας φεύγουν…". Ότι ενώ εμείς γαλουχηθήκαμε με το "Διδυμότειχο Μπλουζ" και με τη "Γλυκιά Συμμορία", οι σημερινοί πιτσιρικάδες έχουν μόνο το Sin Boy και τα παιχνίδια στο διαδίκτυο, όπου -τι φρίκη!- ανταλλάσσουν και γυμνές τους φωτογραφίες.
Η κυρία που μού τα έλεγε αυτά είχε τέτοια θλίψη, τέτοια παραίτηση στα μάτια της συμπληρώνοντας εικοσαετία ως υπάλληλος ληξιαρχείου, ώστε το να τής επισημάνω πως ούτε ο Μαχαιρίτσας ούτε ο Σπυριδάκης ούτε κανείς δεν την προστάτευσε από το να βουλιάξει στη ρουτίνα θα ήταν σαν να κλέβω εκκλησία…
Η κουβέντα πήγε στην πολιτική. Ουδείς είπε κακό για τον Κυριάκο, ουδείς υποστήριξε ευθέως τον Τσίπρα.
"Εσύ δεν ψήφιζες Σύριζα;" κάρφωσε ένας μπαμπάς τον απέναντί του, "χρειαζόταν ο Σύριζα τότε!" απολογήθηκε εκείνος. "Όταν σωθεί το κομπόδεμα που τούς άφησαν οι προηγούμενοι, τότε θα τα πούμε…" προφήτευσε ως Κασσάνδρα ένας τρίτος που είχε στην κωλότσεπή του διπλωμένη τη χθεσινή "Εφημερίδα των Συντακτών". Στο διπλανό παρεάκι σχολίαζαν την καινούργια δασκάλα – μία μαμά διέδιδε πως είχε μείνει, η λεγάμενη, έγκυος και θα εγκαταλείψει τα βλαστάρια μας προτού καλά-καλά τη συνηθίσουν. Στο παραδιπλανό, ένας κύριος χλεύαζε τους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων στο κέντρο οι οποίοι πέταξαν έξω τους ενοικιαστές για να τα μετατρέψουν σε airbnb και τώρα, τόσο που έχουν πληθύνει, βαράνε μύγες. "Κι εμένα, πρόπερσι, μού έκαναν έξωση…" πρόσθεσε για να μην ακουστεί έξω από τον χορό, χαιρέκακος. "Και πού πήγατε;" ρώτησα εγώ, κυρίως επειδή είχα κουραστεί να στέκω σιωπηλός. "Στο πατρικό της γυναίκας μου. Το’χα άδειο από το 2012, είχε φύγει η μυρωδιά της πεθερίλας. Πάντα βρίσκονται λύσεις."
Η πλήξη είναι γνώρισμα της μέσης ηλικίας. Νεότερος διαφωνείς, χλευάζεις, καβγαδίζεις. Ή -το διασκεδαστικότερο- φλερτάρεις, έχεις αχόρταγο κρεββάτι. Γηραιότερο σε απασχολούν, υποθέτω, τα της υγείας σου. Κοιτάζεις κάθε τόσο το ρολόι μην ξεχαστείς και δεν πάρεις τα χάπια. Αναζητάς ομοιοπαθείς για να ανταλλάξετε εντυπώσεις από τις στεφανιογραφίες και τα εκκολπώματα του εντέρου.
Στη μέση ηλικία, η οποία ξεκινάει γύρω στα πενήντα και φτάνει -καλή κράση να έχεις- μέχρι τα εβδομήντα, το σώμα σου ακόμα σε υπακούει σχεδόν πλήρως. Κι εσύ βεβαίως εφόσον το αγαπάς, το αφουγκράζεσαι. Κόβεις το κάπνισμα και τα σκληρά ποτά -τα δυό πακέτα και τα τέσσερα ουίσκι που κατέβαζες στην καθισιά σου, σού μοιάζουν πλέον εξωφρενικές, εξουθενωτικές καταχρήσεις. Φροντίζεις να περπατάς, πίνεις πολύ νερό για να καθαρίσουν τα εντός σου, βάζεις στο κρασί παγάκια. Αποκτάς -σπουδαίο επίτευγμα- επιλεκτική ακοή. Σε πιάνει μονότερμα ο άλλος, σού γανιάζει τα αυτιά, εσύ κουνάς με κατανόηση την κεφάλα σου και σκέφτεσαι τα δικά σου. Βαριέσαι ήρεμα στις συναναστροφές, ενίοτε και δημιουργικά. Η άποψη των άλλων για το άτομό σου σε απασχολεί ολοένα και λιγότερο – εάν είσαι καλλιτέχνης, προτάσσεις το έργο σου τού εαυτού σου.
Η πλήξη είναι χαρακτηριστικό των περιόδων πολιτικής και οικονομικής ομαλότητας. Πριν από πέντε χρόνια είχαμε οι πάντες τα μυαλά στα κάγκελα. Ούρλιαζαμε το δίκιο μας, αρπαζόμασταν στο διαδίκτυο και στα ταξί. Πριν από πέντε χρόνια αγωνιούσαμε για τον επιούσιο, τρέμαμε μην κατεβάσει ξαφνικά ρολά η χώρα ή η επιχείρηση όπου εργαζόμασταν.
Ο Βαρουφάκης ήταν κόκκινο πανί για τους μεν, ιερό δισκοπότηρο για τους δε. Συνταξιδεύαμε τις προάλλες για την Αίγινα. Κανείς -μα κανείς- στο πλοίο δεν του έριξε δεύτερη ματιά. Η πλήξη τρέφεται από την κανονικότητα και ευνοεί τη δημιουργικότητα του καθενός. Όσο κι αν μοιάζει αρνητικό για τη δημοκρατία το να ερημώνει η Αγορά, το να μην παθιαζόμαστε -να μην ασχολούμαστε καν- όλοι διαρκώς με τα ίδια πράγματα είναι στην ουσία απελευθερωτικό. Σαν να βγαίνουμε επιτέλους από την Κιβωτό του Νώε και έκαστος να παίρνει τον δικό του δρόμο. Να ξαναπλάθει και να απολαμβάνει τον ιδιωτικό του χώρο.
Παρατηρήστε ποιοί επιμένουν να αλυχτούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Όσοι...
υποφέρουν από βαριά μοναξιά, όσοι στερούνται προσωπικής ζωής κι είχε έρθει η κρίση να γεμίσει το υπαρξιακό κενό τους. Και τώρα τι θα κάνουν χωρίς βαρβάρους;
Σερβίρω στον εαυτό μου ένα τελευταίο κρασί, βρίσκω στο διαδίκτυο έναν web radio με κλασσική μουσική -τις "Γυμνοπαιδιές" παίζει, του Σατί-, ανοίγω το βιβλίο μου, την εμβληματική βιογραφία του Τζακ Κέρουακ από την Ανν Τσάρτερς. Στο ντους έχω λίγο νωρίτερα ξεπλύνει από πάνω μου την τύρβη, την ασημαντολογία της ημέρας. Και όμως -για να παραφράσω τον Ανδρέα Εμπειρίκο- η πλήξις αυτή χρειάζεται! Τα χνώτα των συμπολιτών μας μάς ζεσταίνουν…
Σε λίγη ώρα θα γυρίσουν τα κλειδιά της στην πόρτα. Και θα ανατείλει μια καινούργια νύχτα.
Σερβίρω στον εαυτό μου ένα τελευταίο κρασί, βρίσκω στο διαδίκτυο έναν web radio με κλασσική μουσική -τις "Γυμνοπαιδιές" παίζει, του Σατί-, ανοίγω το βιβλίο μου, την εμβληματική βιογραφία του Τζακ Κέρουακ από την Ανν Τσάρτερς. Στο ντους έχω λίγο νωρίτερα ξεπλύνει από πάνω μου την τύρβη, την ασημαντολογία της ημέρας. Και όμως -για να παραφράσω τον Ανδρέα Εμπειρίκο- η πλήξις αυτή χρειάζεται! Τα χνώτα των συμπολιτών μας μάς ζεσταίνουν…
Σε λίγη ώρα θα γυρίσουν τα κλειδιά της στην πόρτα. Και θα ανατείλει μια καινούργια νύχτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου