Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Γερνάω. Πιο ορθή θα ήταν η χρήση του ρήματος στον αόριστο: γέρασα. Και μια από τις επώδυνες συνέπειες του γήρατος είναι η εξασθένιση της μνήμης. Έτσι, αν και την είχα χρησιμοποιήσει με τεκμηρίωση σε κάποιο από τα παλιά μου βιβλία, δεν μπορώ να θυμηθώ αν είναι στον Μπέρια ή στον Βισίνσκι που αποδίδεται η φράση: «Είναι καταφανώς ένοχος. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως φρόντισε να μην υπάρχουν καθόλου στοιχεία εις βάρος του».
Σε κάθε περίπτωση η εν λόγω αντίληψη περί ενοχής εκφράζει το πνεύμα του συνταγματολόγου Γιώργου Κατρούγκαλου. Στον οποίον ανήκει –δεν αποδίδεται απλώς: η ύπαρξη ηχητικών ντοκουμέντων στην εποχή μας δεν επιτρέπει σχετικές αμφιβολίες- η φράση: «Η υπόθεση για τους επτά από τους δέκα πολιτικών αρχειοθετήθηκε, όχι γιατί είναι αθώοι, αλλά γιατί δεν βρέθηκαν στοιχεία».
Όπως και αλλού υποστήριξα, με τη φράση αυτή ο εν λόγω καθηγητής πέτυχε να αποδείξει πως είναι έμφορτος υπερχειλίζουσας επιθετικής έως ανεξέλεγκτης τεστοστερόνης: κατάφερε, μέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που υπήρξαν απαραίτητα για να την εκστομίσει, να βιάσει ταυτόχρονα τον γλωσσικό, τον νομικό και τον πολιτικό πολιτισμό του τόπου.
Γερνάω. Πιο ορθή θα ήταν η χρήση του ρήματος στον αόριστο: γέρασα. Και μια από τις επώδυνες συνέπειες του γήρατος είναι η εξασθένιση της μνήμης. Έτσι, αν και την είχα χρησιμοποιήσει με τεκμηρίωση σε κάποιο από τα παλιά μου βιβλία, δεν μπορώ να θυμηθώ αν είναι στον Μπέρια ή στον Βισίνσκι που αποδίδεται η φράση: «Είναι καταφανώς ένοχος. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως φρόντισε να μην υπάρχουν καθόλου στοιχεία εις βάρος του».
Σε κάθε περίπτωση η εν λόγω αντίληψη περί ενοχής εκφράζει το πνεύμα του συνταγματολόγου Γιώργου Κατρούγκαλου. Στον οποίον ανήκει –δεν αποδίδεται απλώς: η ύπαρξη ηχητικών ντοκουμέντων στην εποχή μας δεν επιτρέπει σχετικές αμφιβολίες- η φράση: «Η υπόθεση για τους επτά από τους δέκα πολιτικών αρχειοθετήθηκε, όχι γιατί είναι αθώοι, αλλά γιατί δεν βρέθηκαν στοιχεία».
Όπως και αλλού υποστήριξα, με τη φράση αυτή ο εν λόγω καθηγητής πέτυχε να αποδείξει πως είναι έμφορτος υπερχειλίζουσας επιθετικής έως ανεξέλεγκτης τεστοστερόνης: κατάφερε, μέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που υπήρξαν απαραίτητα για να την εκστομίσει, να βιάσει ταυτόχρονα τον γλωσσικό, τον νομικό και τον πολιτικό πολιτισμό του τόπου.
Ως προς τον πρώτον, βέβαια, θα μπορούσε να του αναγνωριστεί ως ελαφρυντικό πως μητρική του γλώσσα δεν θεωρεί την ελληνική, αλλά την αριστερίζουσα κομμουνιστογενή συριζαϊκή.
Για τον δεύτερο όμως, με την επιβαρυντική περίπτωση πως ο ούτω αποφαινόμενος πρώην υπουργός Εξωτερικών είναι και καθηγητής του Δικαίου, τα πράγματα γίνονται ακόμη σοβαρότερα: Προφανώς κανείς άνθρωπος δεν είναι δεδομένο πως είναι για κάτι αθώος. Εξ ου και μια, χυδαία στη διατύπωσή της πλην άκρως παραστατική, λαϊκή ρήση λέει «να ορκίζεσαι μόνον για τον κ… σου, και αυτό μόνον αν συμβαίνει να έχεις ισχυρή μνήμη».
Μόνο που το στοιχείο αυτό της εικαζόμενης, τεκμαιρόμενης, διάχυτης ενοχής –μετά το προπατορικό αμάρτημα- ανήκει στο γνωσιακό και μεθοδολογικό οπλοστάσιο άλλης «επιστήμης», διαφορετικής από αυτήν που επέλεξε να διακονεί, στο μέτρο των διανοητικών του δυνατοτήτων, ο καθηγητής. Και η οποία επιδιώκει τη διαρκεί ρύση εκ του πονηρού. Ενώ, από την πλευρά της, η επιστήμη του Κατρούγκαλου βασίζεται –στην πραγματικότητα το έχει αναγάγει σε θεμέλιο του νομικού πολιτισμού- στο τεκμήριο της αθωότητας.
«Καλύτερα να αθωωθούν δέκα ένοχοι παρά να καταδικαστεί ένας αθώος», μου έλεγε ο –επίσης νομικός- πατέρας μου, όταν ήμουν μικρό παιδί. Και η φράση αυτή αποτυπώθηκε αργότερα στα αυτιά μου ως «Καλύτερα να αθωωθούν δέκα ένοχοι παρά να διαπομπευτεί ένας αθώος», αφού, όπως μας έλεγαν στο πανεπιστήμιο ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο –μεγάλος δάσκαλος και τόσο άδικα αποπεμφθείς- Αλέξανδρος Κατσαντώνης «η παραπομπή λειτουργεί ως προ-ποινή».
Ως προς τη βλάβη, τέλος, στον πολιτικό πολιτισμό που επέφερε ο Κατρούγκαλος, ας μου επιτραπεί να διερωτηθώ ποιος έντιμος νέος άνθρωπος θα κινητροδοτηθεί να ασχοληθεί με τα κοινά, όταν μεγαλώνει σε ένα κοινωνικό και ιδεολογικό περιβάλλον, που αποδέχεται τεκμήριο ενοχής για τους πολιτικούς;
Σε τελική ανάλυση, επομένως, μήπως αναφερόμενοι στον συγκεκριμένο καθηγητή, πρέπει να τον βλέπουμε ΓΕΝΙΚΩΣ ως προσβολή στον πολιτισμό, χωρίς ανάγκη αναζήτησης του οποιουδήποτε επιθετικού προσδιορισμού στον όρο;
Συμπερασματικά:
Για τον δεύτερο όμως, με την επιβαρυντική περίπτωση πως ο ούτω αποφαινόμενος πρώην υπουργός Εξωτερικών είναι και καθηγητής του Δικαίου, τα πράγματα γίνονται ακόμη σοβαρότερα: Προφανώς κανείς άνθρωπος δεν είναι δεδομένο πως είναι για κάτι αθώος. Εξ ου και μια, χυδαία στη διατύπωσή της πλην άκρως παραστατική, λαϊκή ρήση λέει «να ορκίζεσαι μόνον για τον κ… σου, και αυτό μόνον αν συμβαίνει να έχεις ισχυρή μνήμη».
Μόνο που το στοιχείο αυτό της εικαζόμενης, τεκμαιρόμενης, διάχυτης ενοχής –μετά το προπατορικό αμάρτημα- ανήκει στο γνωσιακό και μεθοδολογικό οπλοστάσιο άλλης «επιστήμης», διαφορετικής από αυτήν που επέλεξε να διακονεί, στο μέτρο των διανοητικών του δυνατοτήτων, ο καθηγητής. Και η οποία επιδιώκει τη διαρκεί ρύση εκ του πονηρού. Ενώ, από την πλευρά της, η επιστήμη του Κατρούγκαλου βασίζεται –στην πραγματικότητα το έχει αναγάγει σε θεμέλιο του νομικού πολιτισμού- στο τεκμήριο της αθωότητας.
«Καλύτερα να αθωωθούν δέκα ένοχοι παρά να καταδικαστεί ένας αθώος», μου έλεγε ο –επίσης νομικός- πατέρας μου, όταν ήμουν μικρό παιδί. Και η φράση αυτή αποτυπώθηκε αργότερα στα αυτιά μου ως «Καλύτερα να αθωωθούν δέκα ένοχοι παρά να διαπομπευτεί ένας αθώος», αφού, όπως μας έλεγαν στο πανεπιστήμιο ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο –μεγάλος δάσκαλος και τόσο άδικα αποπεμφθείς- Αλέξανδρος Κατσαντώνης «η παραπομπή λειτουργεί ως προ-ποινή».
Ως προς τη βλάβη, τέλος, στον πολιτικό πολιτισμό που επέφερε ο Κατρούγκαλος, ας μου επιτραπεί να διερωτηθώ ποιος έντιμος νέος άνθρωπος θα κινητροδοτηθεί να ασχοληθεί με τα κοινά, όταν μεγαλώνει σε ένα κοινωνικό και ιδεολογικό περιβάλλον, που αποδέχεται τεκμήριο ενοχής για τους πολιτικούς;
Σε τελική ανάλυση, επομένως, μήπως αναφερόμενοι στον συγκεκριμένο καθηγητή, πρέπει να τον βλέπουμε ΓΕΝΙΚΩΣ ως προσβολή στον πολιτισμό, χωρίς ανάγκη αναζήτησης του οποιουδήποτε επιθετικού προσδιορισμού στον όρο;
Συμπερασματικά:
Ο Τσίπρας έπαιξε με τη ρήξη των σχέσεων της χώρας με τον δυτικό κόσμο και τις αξίες του –άρα με την ακύρωση δύο σχεδόν αιώνων προσπάθειας για εκδυτικισμό της ελληνικής κοινωνίας- αλλά την τελευταία στιγμή ανέκρουσε πρύμναν. Επέφερε χτυπήματα στο θεσμικό και ηθικό υπόστρωμα του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά δεν το εξόντωσε (ενώ η αντίδρασή του μετά τις ευρωεκλογές έδειξε υπολείμματα δημοκρατικής ευαισθησίας).
Αναιρούν άραγε αυτά τις ευθύνες του για την πολιτική σύμπλευση με τύπους τύπου Κατρούγκαλου, Λαφαζάνη (ο οποίος ελάχιστα πριν γίνει υπουργός της κυβέρνησης του Σύριζα αρθρογραφούσε στα Νέα, υπερασπιζόμενος το θεμιτό κάποιων μορφών πολιτικής βίας) και αρκετών ακόμη επιβιώσεων της σταλινικής νοοτροπίας και μεθοδολογίας;
ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: «Σταθμός Μπακογιάννη». Σε άλλες συνθήκες θα ήταν άτοπο. (Οι σταθμοί είναι φυσιολογικό να ονοματοδοτούνται από τοπωνύμια. Και αν έπρεπε και με αυτό τον τρόπο να τιμηθούν τα θύματα της αιμοσταγούς τρομοκρατίας, λογικότερο θα ήταν ο σταθμός του Συντάγματος να «συνονοματοδοτηθεί» σταθμός Θάνου Αξαρλιάν. Αυτό, θεωρώντας τον Κώστα Μπακογιάννη ως το φωτεινότερο ίσως πολιτικό πρόσωπο της εποχής μας, τον μόνο ενδεχομένως γόνο –χωρίς να υποτιμώ τις σημαντικές αρετές του πρωθυπουργού θείου του- που εξευγενίζει και βελτιώνει τη γενιά του).
Όσον αφορά, δε, τον «Σταθμό Παναγούλη», νομίζω πως αποτελεί ξεκάρφωμα. Όπως τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε στον σύζυγο της ερωμένης του άνευ μειοδοτικού διαγωνισμού –άραγε ως αποζημίωση για τα κερατιάτικα;- τη μελέτη για την πολεοδομική ανάπλαση της Πάτρας και, πιθανότατα για ξεκάρφωμα, ανάλογη μελέτη για τα Χανιά με αντίστοιχους όρους στον Αντώνη Τρίτση …
Αναιρούν άραγε αυτά τις ευθύνες του για την πολιτική σύμπλευση με τύπους τύπου Κατρούγκαλου, Λαφαζάνη (ο οποίος ελάχιστα πριν γίνει υπουργός της κυβέρνησης του Σύριζα αρθρογραφούσε στα Νέα, υπερασπιζόμενος το θεμιτό κάποιων μορφών πολιτικής βίας) και αρκετών ακόμη επιβιώσεων της σταλινικής νοοτροπίας και μεθοδολογίας;
ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: «Σταθμός Μπακογιάννη». Σε άλλες συνθήκες θα ήταν άτοπο. (Οι σταθμοί είναι φυσιολογικό να ονοματοδοτούνται από τοπωνύμια. Και αν έπρεπε και με αυτό τον τρόπο να τιμηθούν τα θύματα της αιμοσταγούς τρομοκρατίας, λογικότερο θα ήταν ο σταθμός του Συντάγματος να «συνονοματοδοτηθεί» σταθμός Θάνου Αξαρλιάν. Αυτό, θεωρώντας τον Κώστα Μπακογιάννη ως το φωτεινότερο ίσως πολιτικό πρόσωπο της εποχής μας, τον μόνο ενδεχομένως γόνο –χωρίς να υποτιμώ τις σημαντικές αρετές του πρωθυπουργού θείου του- που εξευγενίζει και βελτιώνει τη γενιά του).
Όσον αφορά, δε, τον «Σταθμό Παναγούλη», νομίζω πως αποτελεί ξεκάρφωμα. Όπως τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε στον σύζυγο της ερωμένης του άνευ μειοδοτικού διαγωνισμού –άραγε ως αποζημίωση για τα κερατιάτικα;- τη μελέτη για την πολεοδομική ανάπλαση της Πάτρας και, πιθανότατα για ξεκάρφωμα, ανάλογη μελέτη για τα Χανιά με αντίστοιχους όρους στον Αντώνη Τρίτση …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου