Του ΑΡΙΣΤΟΥ ΔΟΞΙΑΔΗ
Τι σημαίνει οικονομική πολιτική «για τους πολλούς»;
Ας δούμε ένα υποθετικό παράδειγμα.
Σε μια χώρα που δεν έχει μεγάλα καταστήματα για έπιπλα και είδη σπιτιού, επειδή τα αποτρέπουν η φορολογία και η χωροταξική πολιτική, μια κυβέρνηση νομοθετεί αλλαγές, με αποτέλεσμα μια πολυεθνική αλυσίδα να ανοίξει καταστήματα που έχουν δεκαπλάσιο μέγεθος από το μέσο τοπικό μαγαζί, τριπλάσια ποικιλία και τιμές στο ένα τρίτο. Οι πολλοί μικροί επιπλοποιοί δεν μπορούν να ανταγωνιστούν και κλείνουν. Μερικοί δεν βρίσκουν άλλη δουλειά και φτωχαίνουν. Βέβαια, όλα τα νοικοκυριά τώρα βρίσκουν καλά έπιπλα, σε τιμές που δεν μπορούσαν να φανταστούν πριν. Αυτό ευνοεί κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα.
Ποια κατάσταση λοιπόν ωφελεί τους «πολλούς»;
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι σε όλο τον κόσμο, φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και μερικοί αριστεροί, απαντούν «η δεύτερη», αλλά με επιφυλάξεις: να μην καταχραστεί τη μονοπωλιακή της θέση στο μέλλον η μεγάλη αλυσίδα, και να υπάρχουν ευκαιρίες εργασίας σε άλλους κλάδους για τους άνεργους τεχνίτες.
Στον λόγο του αριστερού λαϊκισμού, δύσκολα διλήμματα δεν υπάρχουν. Οι πολλοί επιπλοποιοί και οι πολλοί καταναλωτές έχουν πάντα κοινό συμφέρον απέναντι στους λίγους μεγάλους επιχειρηματίες (που είναι «ελίτ»). Παρομοίως: «Κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», γιατί οι «τραπεζίτες» είναι λίγοι και οι ιδιοκτήτες πολλοί. Ομως, χωρίς κεφάλαια από τις τράπεζες δεν μπορούν να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, και να δώσουν μισθούς στους πολλούς που ψάχνουν για δουλειά. Ούτε αυτό το δίλημμα βλέπουν οι λαϊκιστές. Μισθωτοί και ιδιοκτήτες είναι «πολλοί», άρα έχουν κοινό συμφέρον. Ακούσαμε πολλά τέτοια στην Ελλάδα της κρίσης, ιδίως από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ως κυβέρνηση, αφού αποδέχθηκε το τρίτο μνημόνιο, ο ΣΥΡΙΖΑ με περισσή ευκολία έκανε μία ακόμη παραπλανητική επιλογή υπέρ των «πολλών», όταν βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: επιδόματα ή επενδύσεις.
Τα επιδόματα (όπως είναι και οι συντάξεις που επιχορηγούνται από φόρους) ωφελούν πολλούς που τα έχουν ανάγκη, σήμερα.
Οι επενδύσεις είναι απαραίτητες για να βρουν δουλειά με καλούς μισθούς οι πολλοί άνεργοι και κακοπληρωμένοι, αύριο. Ακόμη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συμφωνούν, θεωρητικά, με την παροιμία «αν δώσεις ένα ψάρι στον φτωχό, δεν θα πεινάσει σήμερα. Αν του δώσεις πετονιά και τον μάθεις να ψαρεύει, δεν θα πεινάσει ποτέ». Στις σύγχρονες κοινωνίες, όμως, οι επιχειρηματικές επενδύσεις γίνονται από λίγους, για να ωφεληθούν αργότερα, υπό προϋποθέσεις, οι πολλοί.
Στην Ελλάδα έχουμε περίπου δύο χιλιάδες μεσαίες και μεγάλες εταιρείες που μπορούν να επενδύσουν και να προσλάβουν, με τις κατάλληλες συνθήκες. Εχουμε και εκατό χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις που ίσως μπορούν να μεγαλώσουν ή να δώσουν καλύτερες αμοιβές. Οι ιδιοκτήτες τους είναι μικρό μέρος του εκλογικού σώματος, δεν βγάζουν κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε να φορολογήσει άγρια αυτούς και τα στελέχη τους, για να δώσει επιδόματα και να προσλάβει γραφειοκράτες. Αφησε τις τράπεζες να παραπαίουν, με αποτέλεσμα οι εταιρείες να μη βρίσκουν δάνεια σε λογικό κόστος. Με τον διχαστικό λόγο των στελεχών, ενίσχυσε την αβεβαιότητα, που και αυτή αποτρέπει τις επενδύσεις.
Θα μπορούσε τουλάχιστον να ενισχύσει το ένα είδος επένδυσης που γίνεται από τους πολλούς: την εκπαίδευση. Μόνο με αυτήν μπορούν να ωφεληθούν από τις κεφαλαιακές επενδύσεις που μπορεί να κάνουν οι λίγοι.
Η κυβέρνηση όμως είπε όχι στην ευελιξία και στη λογοδοσία στα σχολεία.
Κατέστρεψε τα πρότυπα και πειραματικά. Αντί να βοηθήσει τους πανεπιστημιακούς που θέλουν να δώσουν ουσιαστικές γνώσεις και δεξιότητες στους φοιτητές, έφτιαξε τμήματα σκόρπια ανά την Ελλάδα και υποσχέθηκε πτυχία σε όλους, κλείνοντας το μάτι στους νέους ότι με αυτά μπορεί κάποτε να διοριστούν στο Δημόσιο. Κάτι τέτοια πτυχία δεν είναι επένδυση, είναι επίδομα.
Στην καλύτερη περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ισχυριστεί ότι...
ωφέλησε σήμερα μερικούς από τους πολλούς. Με τεράστιο όμως κόστος για το μέλλον όλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου