Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Στη γλώσσα της θρησκευτικά κατεστημένης
χριστιανοσύνης (ξύλινη γλώσσα πατριαρχικών «αποδείξεων» αρχιεπισκοπικών
εγκυκλίων, επισκοπικών και ιεροκηρυκτικών ρητορευμάτων ή εντύπων) η
«ανάσταση» λογαριάζεται σαν «θαύμα»: Ενα «υπερφυσικό», ανεξήγητο με τα
δεδομένα της κοινής εμπειρίας γεγονός, όπως και τα φαντασιώδη αφηγήματα
των παραμυθιών.
Πίσω από αυτή την ταύτιση της «ανάστασης» με το «θαύμα» γίνεται φανερή η, παγκοσμιοποιημένη πια σήμερα, εκδοχή της μεταφυσικής ως ιδεολογίας. Τυπικό γέννημα αυτή η εκδοχή της μετα-ρωμαϊκής («βαρβαρικής») Ευρώπης, θριαμβικά κατεστημένη και στη Νεωτερικότητα.
Οι Ελληνες ονόμασαν «μεταφυσική» (ή «οντολογία») τα ερωτήματα για την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών. Οι απαντήσεις που επιχείρησαν να δώσουν ανταποκρίνονταν στις εμπειρικές προτεραιότητες της αντίληψής τους για την «αλήθεια».
Την αλήθεια για τους Ελληνες την όριζε η ετυμολογία της λέξης – το στερητικό άλφα και η «λήθη» - αφάνεια - απόκρυψη.
Αλήθεια σήμαινε την εμφάνεια, τη φανέρωση, το «εις φως έρχεσθαι», δηλαδή μια γνώση εμπειρικής σχέσης-μετοχής στην πραγματικότητα.
Οριζόταν η «αλήθεια» ως «το κοινή πάσι φαινόμενον» – η κοινωνία της μετοχικής εμπειρίας επιβεβαίωνε το αληθές της εμπειρίας.
Η μεσαιωνική-ευρωπαϊκή εκδοχή της αλήθειας βρέθηκε καταγωγικά στους αντίποδες της ελληνικής: Προϋποθέτει τον βαρβαρικό ατομοκεντρισμό, τη θωράκιση του εγώ με βεβαιότητες, όχι τη διακινδύνευση του «πολιτικού - εκκλησιαστικού αθλήματος» κοινωνίας της εμπειρίας. Η «αλήθεια» στην Ευρώπη (και σήμερα στον πλανήτη ολόκληρο) ταυτίζεται με την «ορθή κατανόηση». Την «ορθότητα» της κατανόησης εγγυάται μια αλάθητη αυθεντία ή μια χρηστική σύμβαση. Σαν «αυθεντία» μπορεί να λειτουργήσει εξουσιαστικά ο «εκπρόσωπος του Θεού επί της γης» (vicarius Dei) ή «μόνο ο γραπτός λόγος» του Θεού (sola scriptura) ή οι «πατέρες της ορθοδοξίας». Το «αλάθητο» μπορεί να διεκδικήσει μυθοποιημένη και η «επιστήμη» ή ένα κόμμα ή μια ιδεολογία με γενάρχη εγγυητή της «ορθότητας». Οσο για τη χρηστική σύμβαση, αντλεί το κύρος της από την ορθολογική κωδικοποίηση «αρχών» και «αξιών» δοκιμασμένης ωφελιμιστικής αποτελεσματικότητας.
Τόσο οι «αυθεντίες» όσο και οι «συμβάσεις» δεν έχουν καμιά δυσκολία να εγγυηθούν την «αλήθεια» του μεταφυσικού ή υπερβατικού, όταν τηρούνται οι προϋποθέσεις της «ορθής κατανόησης», η ορθολογική τεκμηρίωση της «ορθότητας». Οι «αποδείξεις περί υπάρξεως του Θεού» των Σχολαστικών του Μεσαίωνα και η «συγκριτική θρησκειολογία» που επιβάλλεται σήμερα να διδάσκονται τα παιδιά στην Ελλάδα (ο δογματισμός της επιβολής και ο δογματισμός της επιλογής) είναι χαρακτηριστικά δείγματα ιδεολογικοποίησης της μεταφυσικής.
Στην ελληνική παράδοση, μέσα στους αιώνες, η μεταφυσική εκφράστηκε και με τη γλώσσα της φιλοσοφίας, η οποία όμως δεν διέφερε, ως σημαντική λειτουργία, από τη γλώσσα του αγάλματος, της τραγωδίας, της αρχιτεκτονικής – και αργότερα, στην ελληνορωμαϊκή «οικουμένη», από τη γλώσσα της Εικόνας, του λατρευτικού μέλους, της ευχαριστιακής δραματουργίας. Ακόμα και στη σημερινή, μεθοδικά αφελληνισμένη Ελλάδα, στις εκκλησιές (ναούς), όσοι συνάζονται, ακούνε μελοποιημένη ποίηση, σε περιβάλλον όπου κυριαρχεί η ζωγραφική, ακούνε τα ιστορικά αφηγήματα των Ευαγγελίων στη γλώσσα της αδιάκοπης εκκλησιαστικής συνέχειας. Μόνο αν πέσεις σε θλιβερούς στην ασχετοσύνη τους λειτουργούς, που θέλουν «ο κόσμος να καταλαβαίνει», όχι να γιορτάζει, θα υποστείς τον βιασμό αυτής της συναρπαστικής παράδοσης. Βιασμό από βάναυσες ιδεολογικές ντιρεχτίβες κηρυγματικές και φτηνιάρικη, μικρονοϊκή ηθικολογία.
Σώζεται ακόμα, παρά τον ακραίο, οδυνηρότατο ευτελισμό του λειτουργήματος των επισκόπων, σώζεται σε «λείμμα» πιστών η (ανεπίγνωστη ίσως) βεβαιότητα, ότι στην εκκλησιά δεν πάμε για να «προσευχηθούμε», να «διδαχθούμε» ή να «σωθούμε», στην εκκλησιά πάμε για...
να γιορτάσουμε. Να γιορτάσουμε, κάθε Κυριακή, το «πάσχα»-πέρασμα από την (πάντοτε λειψή) κατανόηση στην κοινωνούμενη βεβαιότητα ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Δεν γιορτάζουμε ένα «θαύμα» που έγινε κάποτε, την επιδερμική ψυχολογική ευεξία της ανάμνησης. Γιορτάζουμε την ψηλάφηση, αδιάκοπα τωρινή, που μόνο η ποιητική γλώσσα μπορεί να εκφράσει: «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ, μα ωστόσο λάμπει».
Ο στίχος αυτός του Οδυσσέα Ελύτη συνεχίζει συνεπέστατα τη διαχρονική μαρτυρία της εκκλησιαστικής, πασχάλιας εμπειρίας. Βάλε, αναγνώστη, δίπλα σε αυτόν τον ένα στίχο, τα κατεβατά της τυποποιημένης νέκρας πατριαρχικών «αποδείξεων», αρχιεπισκοπικών εγκυκλίων, επισκοπικών και ιεροκηρυκτικών ρητορευμάτων ή εντύπων. Και σύγκρινε.
Μαζί, στη σύγκριση, ένας ακόμα πασχάλιος δρομοδείχτης του Ελύτη:
«Αλλοι ας ψάχνουν για λείψανα κι ας δοκιμάζουνε
Φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χώματα. Η πραγματικότητα
Ωφελεί εάν έπεται. Ομως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό
Σημαίνει· που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει».
Αληθώς ανέστη, Οδυσσέα.
Πίσω από αυτή την ταύτιση της «ανάστασης» με το «θαύμα» γίνεται φανερή η, παγκοσμιοποιημένη πια σήμερα, εκδοχή της μεταφυσικής ως ιδεολογίας. Τυπικό γέννημα αυτή η εκδοχή της μετα-ρωμαϊκής («βαρβαρικής») Ευρώπης, θριαμβικά κατεστημένη και στη Νεωτερικότητα.
Οι Ελληνες ονόμασαν «μεταφυσική» (ή «οντολογία») τα ερωτήματα για την αιτία και τον σκοπό της ύπαρξης και των υπαρκτών. Οι απαντήσεις που επιχείρησαν να δώσουν ανταποκρίνονταν στις εμπειρικές προτεραιότητες της αντίληψής τους για την «αλήθεια».
Την αλήθεια για τους Ελληνες την όριζε η ετυμολογία της λέξης – το στερητικό άλφα και η «λήθη» - αφάνεια - απόκρυψη.
Αλήθεια σήμαινε την εμφάνεια, τη φανέρωση, το «εις φως έρχεσθαι», δηλαδή μια γνώση εμπειρικής σχέσης-μετοχής στην πραγματικότητα.
Οριζόταν η «αλήθεια» ως «το κοινή πάσι φαινόμενον» – η κοινωνία της μετοχικής εμπειρίας επιβεβαίωνε το αληθές της εμπειρίας.
Η μεσαιωνική-ευρωπαϊκή εκδοχή της αλήθειας βρέθηκε καταγωγικά στους αντίποδες της ελληνικής: Προϋποθέτει τον βαρβαρικό ατομοκεντρισμό, τη θωράκιση του εγώ με βεβαιότητες, όχι τη διακινδύνευση του «πολιτικού - εκκλησιαστικού αθλήματος» κοινωνίας της εμπειρίας. Η «αλήθεια» στην Ευρώπη (και σήμερα στον πλανήτη ολόκληρο) ταυτίζεται με την «ορθή κατανόηση». Την «ορθότητα» της κατανόησης εγγυάται μια αλάθητη αυθεντία ή μια χρηστική σύμβαση. Σαν «αυθεντία» μπορεί να λειτουργήσει εξουσιαστικά ο «εκπρόσωπος του Θεού επί της γης» (vicarius Dei) ή «μόνο ο γραπτός λόγος» του Θεού (sola scriptura) ή οι «πατέρες της ορθοδοξίας». Το «αλάθητο» μπορεί να διεκδικήσει μυθοποιημένη και η «επιστήμη» ή ένα κόμμα ή μια ιδεολογία με γενάρχη εγγυητή της «ορθότητας». Οσο για τη χρηστική σύμβαση, αντλεί το κύρος της από την ορθολογική κωδικοποίηση «αρχών» και «αξιών» δοκιμασμένης ωφελιμιστικής αποτελεσματικότητας.
Τόσο οι «αυθεντίες» όσο και οι «συμβάσεις» δεν έχουν καμιά δυσκολία να εγγυηθούν την «αλήθεια» του μεταφυσικού ή υπερβατικού, όταν τηρούνται οι προϋποθέσεις της «ορθής κατανόησης», η ορθολογική τεκμηρίωση της «ορθότητας». Οι «αποδείξεις περί υπάρξεως του Θεού» των Σχολαστικών του Μεσαίωνα και η «συγκριτική θρησκειολογία» που επιβάλλεται σήμερα να διδάσκονται τα παιδιά στην Ελλάδα (ο δογματισμός της επιβολής και ο δογματισμός της επιλογής) είναι χαρακτηριστικά δείγματα ιδεολογικοποίησης της μεταφυσικής.
Στην ελληνική παράδοση, μέσα στους αιώνες, η μεταφυσική εκφράστηκε και με τη γλώσσα της φιλοσοφίας, η οποία όμως δεν διέφερε, ως σημαντική λειτουργία, από τη γλώσσα του αγάλματος, της τραγωδίας, της αρχιτεκτονικής – και αργότερα, στην ελληνορωμαϊκή «οικουμένη», από τη γλώσσα της Εικόνας, του λατρευτικού μέλους, της ευχαριστιακής δραματουργίας. Ακόμα και στη σημερινή, μεθοδικά αφελληνισμένη Ελλάδα, στις εκκλησιές (ναούς), όσοι συνάζονται, ακούνε μελοποιημένη ποίηση, σε περιβάλλον όπου κυριαρχεί η ζωγραφική, ακούνε τα ιστορικά αφηγήματα των Ευαγγελίων στη γλώσσα της αδιάκοπης εκκλησιαστικής συνέχειας. Μόνο αν πέσεις σε θλιβερούς στην ασχετοσύνη τους λειτουργούς, που θέλουν «ο κόσμος να καταλαβαίνει», όχι να γιορτάζει, θα υποστείς τον βιασμό αυτής της συναρπαστικής παράδοσης. Βιασμό από βάναυσες ιδεολογικές ντιρεχτίβες κηρυγματικές και φτηνιάρικη, μικρονοϊκή ηθικολογία.
Σώζεται ακόμα, παρά τον ακραίο, οδυνηρότατο ευτελισμό του λειτουργήματος των επισκόπων, σώζεται σε «λείμμα» πιστών η (ανεπίγνωστη ίσως) βεβαιότητα, ότι στην εκκλησιά δεν πάμε για να «προσευχηθούμε», να «διδαχθούμε» ή να «σωθούμε», στην εκκλησιά πάμε για...
να γιορτάσουμε. Να γιορτάσουμε, κάθε Κυριακή, το «πάσχα»-πέρασμα από την (πάντοτε λειψή) κατανόηση στην κοινωνούμενη βεβαιότητα ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Δεν γιορτάζουμε ένα «θαύμα» που έγινε κάποτε, την επιδερμική ψυχολογική ευεξία της ανάμνησης. Γιορτάζουμε την ψηλάφηση, αδιάκοπα τωρινή, που μόνο η ποιητική γλώσσα μπορεί να εκφράσει: «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ, μα ωστόσο λάμπει».
Ο στίχος αυτός του Οδυσσέα Ελύτη συνεχίζει συνεπέστατα τη διαχρονική μαρτυρία της εκκλησιαστικής, πασχάλιας εμπειρίας. Βάλε, αναγνώστη, δίπλα σε αυτόν τον ένα στίχο, τα κατεβατά της τυποποιημένης νέκρας πατριαρχικών «αποδείξεων», αρχιεπισκοπικών εγκυκλίων, επισκοπικών και ιεροκηρυκτικών ρητορευμάτων ή εντύπων. Και σύγκρινε.
Μαζί, στη σύγκριση, ένας ακόμα πασχάλιος δρομοδείχτης του Ελύτη:
«Αλλοι ας ψάχνουν για λείψανα κι ας δοκιμάζουνε
Φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χώματα. Η πραγματικότητα
Ωφελεί εάν έπεται. Ομως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό
Σημαίνει· που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει».
Αληθώς ανέστη, Οδυσσέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου