Γράφει ο Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος
Επιστημονικός συνεργάτης στο Begin Sadat Centre for Strategic Studies (Ισραήλ) και διδάσκων διεθνών σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Μέχρι περίπου το τέλος του 2017, οι εντάσεις στην Κορεατική Χερσόνησο ήταν διαρκείς.
Το αμερικανικό δόγμα στραγγαλισμού – μέσω της επιβολής αυστηρών κυρώσεων – της Βορείου Κορέας σε συνδυασμό με τις τακτικές πυραυλικές δοκιμές της τελευταίας είχαν δημιουργήσει κλίμα αντιπαλότητας, με πολλά σύννεφα πολέμου να συγκεντρώνονται στην περιοχή.
Την ίδια στιγμή, η Κίνα επέμενε μεν στη λύση των διαπραγματεύσεων αλλά δεν κατάφερνε να πείσει τον Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ-ουν να συνεργαστεί με τη διεθνή κοινότητα. Πεκίνο και Ουάσιγκτον, μάλιστα, διαφωνούσαν εντόνως για το περιθώριο μεσολάβησης της πρώτης.
Στην αρχή της προεδρίας του, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ακολουθούσε την πολιτική των προκατόχων του, προσεγγίζοντας την Πιονγιάνγκ. Πολύ συχνά, για παράδειγμα, στοχοποιούσε τον Κιμ στα tweets του, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο στρατιωτικής επέμβασης. Ωστόσο, μετά από τις εκλογές του 2017 στη Νότιο Κορέα, τις οποίες κέρδισε ο μετριοπαθής πολιτικός Μουν Τζάε-ιν, ο Τραμπ προσάρμοσε τη στρατηγική του στις καινούριες εξελίξεις. Ο Μουν εξελέγη με εντολή να διερευνήσει τη δυνατότητα συνεργασίας με τον Κιμ, που θα μπορούσε να οδηγήσει στη συμφιλίωση των χωρών τους και ίσως στην επανένωση τους μακροπρόθεσμα. Η πλειοψηφία των Νοτιοκορεατών, έχοντας κουραστεί από τα τύμπανα πολέμου και την αβεβαιότητα, τον εμπιστεύθηκαν.
Τα αρχικά αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Η Σεούλ και η Πιονγιάνγκ πραγματοποίησαν σημαντικά βήματα προσέγγισής και η διεθνής κοινότητα επωφελήθηκε από τη δυναμική της διαδικασίας, αποφασίζοντας να δώσει στον Κιμ την ευκαιρία να διαπραγματευθεί μία λύση για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας του.
Η Κίνα ήταν η πρώτη που ενίσχυσε τους δεσμούς της με την ηγεσία της Βόρειας Κορέας ύστερα από μία περίοδο ψυχρότητας, η οποία διήρκεσε όσο συνεχίζονταν οι πυραυλικές δοκιμές. Ο Κινέζος Πρόεδρος Σι Τζινπινγκ και ο Κιμ, για παράδειγμα, συναντήθηκαν κάποιες φορές, έχοντας στην ατζέντα τους το ζήτημα της ασφάλειας στην Ανατολική Ασία.
Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν το 2018 να σπάσουν το ταμπού του παρελθόντος και να επενδύσουν στη διπλωματία. Η προσωπική σφραγίδα του Προέδρου Τραμπ είναι εμφανής, καθώς δε δίστασε να ξεκινήσει προσωπικές επαφές με τον Κιμ. Η πρώτη συνάντησή τους πραγματοποιήθηκε στη Σιγκαπούρη τον Ιούνιο του 2018 και ήταν κυρίως διερευνητική λόγω του πρωτοφανούς χαρακτήρα της πρωτοβουλίας. Η δεύτερη που πραγματοποιήθηκε τη τελευταία βδομάδα του Φεβρουαρίου 2019 στο Ανόι, αν και ξεκίνησε με υψηλές προσδοκίες, δεν κατέληξε σε συμφωνία. Η αποπυρηνικοποίηση παραμένει ο κύριος στόχος της Ουάσιγκτον, αλλά το χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή της καθώς και η σύνδεσή της με την άρση των κυρώσεων δεν έχουν ακόμα διευθετηθεί.
Η Πιονγιάνγκ θα μπορούσε να δεχθεί τη διαδικασία αποπυρηνικοποίησης, όπως επιθυμεί ο Αμερικανός πρόεδρος και ανέφερε ο Κιμ στη συνέντευξη τύπου στο Ανόι. Διαπραγματεύεται σκληρά όμως. Ζητά, μεταξύ άλλων, μικρότερη αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, συμφωνώντας στο θέμα αυτό με την Κίνα. Η Πιονγιάνγκ φοβάται μήπως αρχίσει να αποδυναμώνεται στρατιωτικά, χωρίς αντίστοιχες ενέργειες από την αμερικανική πλευρά.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο Τραμπ επικρίνεται εντόνως στη χώρα του ότι αγνοεί τους βασικούς στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και εμπιστεύεται τον Κιμ, αναλαμβάνοντας τεράστιο στρατηγικό ρίσκο. Οι πολέμιοί του ισχυρίζονται πως...
η Βόρεια Κορέα δίνει εύκολες υποσχέσεις χωρίς να δεσμεύεται για σοβαρούς ελέγχους, έχοντας, δηλαδή, τη δυνατότητα να συνεχίσει την πυρηνικοποίησή της. Ο Τραμπ, κατά τη γνώμη τους, θα έπρεπε να έχει διδαχθεί από την αποτυχία κάποιων διπλωματικών προσπαθειών στο παρελθόν και να μην θεωρεί ισότιμο εταίρο έναν πολιτικό που δε σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και έχει στόχο να πλήξει την Ουάσιγκτον.
Είναι πρόωρο να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με το μέλλον της Κορεατικής Χερσονήσου. Η διαδικασία αποπυρηνικοποίησης είναι περίπλοκη. Για αυτό, άλλωστε, Τραμπ και Κιμ δεν συμφώνησαν στο Ανόι. Η προσπάθεια, βέβαια, αναμένεται να συνεχιστεί. Δεν πρέπει να είναι κάποιος ειδικός στις διεθνείς σχέσεις για να καταλάβει πως η κατάσταση είναι πλέον πολύ πιο ήρεμη σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες - όπως λέει ο ίδιος ο Τραμπ - δεν αισθάνονται πλέον απειλή από τη Βόρεια Κορέα, η Βόρεια Κορέα προσπαθεί να υλοποιήσει το δικό της αναπτυξιακό άνοιγμα προς τρίτες χώρες, η Κίνα επενδύει στη σταθερότητα και η διεθνής κοινότητα ελπίζει ότι θα αντιμετωπιστεί με επιτυχία ένα από τα πιο περίπλοκα διεθνή προβλήματα. Αυτή τη στιγμή χρειάζεται υπομονή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου