Η μακρά μαρτυρική πορεία ενός λαού προς την ελευθερία συνεχίζει να εμπνέει, να αποτελεί ύμνο στη ζωή και στον έρωτα
Από τον Νίκο Παπουτσόπουλο
Υπέρβαση των ορίων της θνητότητας είναι η αναίρεση της σύμβασης που
διεκδικεί και θεμελιώνει τη συνεχή κατάφαση, η ενέργεια που προκαλεί την
έκπληξη και τον θαυμασμό, καθώς «το θαύμα του κόσμου, η Επανάστασις των
Ελλήνων δεν είναι δυνατόν να γραφή καθώς έγινε και τω όντι, διότι είναι
τόσον ανώμαλος, ώστε ο πλέον ικανός και έξυπνος άνθρωπος δεν είναι
δυνατόν να την διηγηθεί» γράφει ο αγωνιστής Φώτης Χρυσανθόπουλος
(Φωτάκος).
Ο αγώνας για την ελευθερία του Γένους, την εποχή που επαναστατικές
ιδέες και αντιλήψεις αναζητούν σε ιστορικό παρελθόν σταθερές αναφορές
προκειμένου να θεμελιώσουν νέες ισορροπίες, ήταν μακρύς και άνισος.
«Υπέφεραν με υπομονήν και επιμονήν τους τραγικούς και πρωτοφανείς φόνους, τας αιχμαλωσίας, την κατοικίαν επάνω εις τους βράχους, μέσα εις τα σπήλαια και εις τους αγρίους και αβάτους τόπους των βουνών» αναφέρει ο Φωτάκος. «Επεσαν και επνίγησαν εις τας λίμνας, τους βάλτους και εις τους ποταμούς. Εφόνευσαν με τα ίδια των χέρια τα μικρά παιδιά των, εγκρεμίσθησαν κάτω από τους βράχους και απέθαναν».
Η μακρά μαρτυρική πορεία ενός λαού προς την ελευθερία ανέτρεψε συμβάσεις και όρια, υπερέβη τόπο και χρόνο, και, ως οικουμενικό γεγονός, συνεχίζει να εμπνέει, να αποτελεί ύμνο στη ζωή και στον έρωτα, να αφυπνίζει το ελεύθερο πνεύμα που καλεί και προσκαλεί σε αγώνες διαρκείς για την αποτίναξη των ζυγών δουλείας και την απεξάρτηση από τους φόβους της φθοράς και του θανάτου.
«Τούτη όλη είναι των ανθρώπων η σοφία/ να νιώσουν πως ένα τίποτε είναι των θνητών η φύση/ κι αυτή τη γνώση, που από τα βάσανα θα τα γλιτώσει/ κληρονομιά ν' αφήσεις στα παιδιά σου» (Λόρδος Βύρων).
Γένος σκλάβων, που με τους αγώνες και τα μαρτύριά του, μέσα από τα ερείπια και τις στάχτες του, διεκδίκησε μια θέση σ' έναν νέο κόσμο που ανακαλύπτει τις αρχετυπικές μορφές των συλλήψεων και των αξιών.
Γενιά αγωνιστών, «άγνωστων» κι ανώνυμων, που αναζήτησε με πείσμα διέξοδο διαφυγής από την υποτέλεια και τη δουλεία, και που με ηρωισμό και πίστη και αυταπάρνηση άγγιξε χώρους ιδανικούς, εκεί όπου παροξύνονται αισθήσεις και συναισθήματα. Εκεί, όπου η πραγματικότητα συναντά τον θρύλο: αυτόν που έχουν ανάγκη τα έθνη για να επαναπροσδιορίζουν την πνευματική πορεία τους στον αιώνα.
Ο μύθος, που συνοδεύει πιστά την πορεία του βίου, «κρύπτει νουν αληθείας», αλλά παράλληλα διαμορφώνει συνειδήσεις, ήθη και συμπεριφορές και λειαίνει τις πνευματικές ανησυχίες, προσκαλεί σε διαδρομές συναισθημάτων και μνήμης, όπου είναι η συνδρομή των διαμεσολαβητών και εμβριθών σχολιαστών του βίου.
«Αλλά κατά δυστυχίαν, το σημερινόν πνεύμα των Ελλήνων και μάλιστα των διδασκάλων αρέσκονται να αναγινώσκουν λέξεις καλογραμμένας και γλαφυράς. Εις την σημερινήν γενεάν ευρίσκομεν το ασυλλόγιστον και το άκριτον. Επιθυμεί κανείς», σύμφωνα με τον Φωτάκο, «να ακούη και να πιστεύη λόγια εβγαλμένα από το στόμα ανθρώπου γνωστού της ημέρας (ο δείνα στρατηγός, ο δείνα γερουσιαστής, ο δείνα βουλευτής)».
«Αναθρεμμένος από παιδί με τους θρύλους του 1821στην πατρίδα μου», γράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, «μ' αγάπη ακονισμένη όχι από διαβάσματα ψυχρά, αλλά από Σουλιώτισσες γυναίκες, σπίτια Σουλιώτικα, θυμήματα, λόγια πονεμένα, άρματα άνεργα στους τοίχους κρεμασμένα, αστραφτερά, το κάστρο του Επάχτου γεμάτο από Σουλιώτες γέρους, ντόπιους αγωνιστές, κανόνια σκόρπια γύρω στο λιμάνι σκουριασμένα, γλέντια, καυγάδες και παληκαριές ανάμεσα ντόπιους και Σουλιώτες, σαράι τούρκικο γεμάτο φαντασίες, τζάμια και χρυσώματα, άδειους σταύλους, έρημα σαλόνια με ταβάνια ολόχρυσα, μουσάντρες άδειες και χαγιάτια απανωτά ν' αγναντεύουν οι Τουρκάλες τη θάλασσα και να πίνουν τα σερμπέτια τους».
Αγώνες, πορείες και όνειρα που ανέγγιχτα άφησαν οι φιλαυτίες κι οι μικρόνοιες, οι αγωνίες και οι ενστάσεις του εφήμερου ευδαιμονισμού μεταφέρουν σε μέλλοντα χρόνο, σε επόμενες γενιές, σκιρτήματα ελπίδας και νέας ζωής: «εαρινό ξημέρωμα», γράφει ο Κώστας Ουράνης, και «ο ουρανός παίρνει ασύλληπτα χρώματα ρόδινα, πορτοκαλιά κι αλαφρά μενεξεδένια.
Υπάρχει μια τέτοια μαγεία και μια τέτοια παραδεισιακή γαλήνη στο ελληνικό ξημέρωμα, που...
«Υπέφεραν με υπομονήν και επιμονήν τους τραγικούς και πρωτοφανείς φόνους, τας αιχμαλωσίας, την κατοικίαν επάνω εις τους βράχους, μέσα εις τα σπήλαια και εις τους αγρίους και αβάτους τόπους των βουνών» αναφέρει ο Φωτάκος. «Επεσαν και επνίγησαν εις τας λίμνας, τους βάλτους και εις τους ποταμούς. Εφόνευσαν με τα ίδια των χέρια τα μικρά παιδιά των, εγκρεμίσθησαν κάτω από τους βράχους και απέθαναν».
Η μακρά μαρτυρική πορεία ενός λαού προς την ελευθερία ανέτρεψε συμβάσεις και όρια, υπερέβη τόπο και χρόνο, και, ως οικουμενικό γεγονός, συνεχίζει να εμπνέει, να αποτελεί ύμνο στη ζωή και στον έρωτα, να αφυπνίζει το ελεύθερο πνεύμα που καλεί και προσκαλεί σε αγώνες διαρκείς για την αποτίναξη των ζυγών δουλείας και την απεξάρτηση από τους φόβους της φθοράς και του θανάτου.
«Τούτη όλη είναι των ανθρώπων η σοφία/ να νιώσουν πως ένα τίποτε είναι των θνητών η φύση/ κι αυτή τη γνώση, που από τα βάσανα θα τα γλιτώσει/ κληρονομιά ν' αφήσεις στα παιδιά σου» (Λόρδος Βύρων).
Γένος σκλάβων, που με τους αγώνες και τα μαρτύριά του, μέσα από τα ερείπια και τις στάχτες του, διεκδίκησε μια θέση σ' έναν νέο κόσμο που ανακαλύπτει τις αρχετυπικές μορφές των συλλήψεων και των αξιών.
Γενιά αγωνιστών, «άγνωστων» κι ανώνυμων, που αναζήτησε με πείσμα διέξοδο διαφυγής από την υποτέλεια και τη δουλεία, και που με ηρωισμό και πίστη και αυταπάρνηση άγγιξε χώρους ιδανικούς, εκεί όπου παροξύνονται αισθήσεις και συναισθήματα. Εκεί, όπου η πραγματικότητα συναντά τον θρύλο: αυτόν που έχουν ανάγκη τα έθνη για να επαναπροσδιορίζουν την πνευματική πορεία τους στον αιώνα.
Ο μύθος, που συνοδεύει πιστά την πορεία του βίου, «κρύπτει νουν αληθείας», αλλά παράλληλα διαμορφώνει συνειδήσεις, ήθη και συμπεριφορές και λειαίνει τις πνευματικές ανησυχίες, προσκαλεί σε διαδρομές συναισθημάτων και μνήμης, όπου είναι η συνδρομή των διαμεσολαβητών και εμβριθών σχολιαστών του βίου.
«Αλλά κατά δυστυχίαν, το σημερινόν πνεύμα των Ελλήνων και μάλιστα των διδασκάλων αρέσκονται να αναγινώσκουν λέξεις καλογραμμένας και γλαφυράς. Εις την σημερινήν γενεάν ευρίσκομεν το ασυλλόγιστον και το άκριτον. Επιθυμεί κανείς», σύμφωνα με τον Φωτάκο, «να ακούη και να πιστεύη λόγια εβγαλμένα από το στόμα ανθρώπου γνωστού της ημέρας (ο δείνα στρατηγός, ο δείνα γερουσιαστής, ο δείνα βουλευτής)».
«Αναθρεμμένος από παιδί με τους θρύλους του 1821στην πατρίδα μου», γράφει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, «μ' αγάπη ακονισμένη όχι από διαβάσματα ψυχρά, αλλά από Σουλιώτισσες γυναίκες, σπίτια Σουλιώτικα, θυμήματα, λόγια πονεμένα, άρματα άνεργα στους τοίχους κρεμασμένα, αστραφτερά, το κάστρο του Επάχτου γεμάτο από Σουλιώτες γέρους, ντόπιους αγωνιστές, κανόνια σκόρπια γύρω στο λιμάνι σκουριασμένα, γλέντια, καυγάδες και παληκαριές ανάμεσα ντόπιους και Σουλιώτες, σαράι τούρκικο γεμάτο φαντασίες, τζάμια και χρυσώματα, άδειους σταύλους, έρημα σαλόνια με ταβάνια ολόχρυσα, μουσάντρες άδειες και χαγιάτια απανωτά ν' αγναντεύουν οι Τουρκάλες τη θάλασσα και να πίνουν τα σερμπέτια τους».
Αγώνες, πορείες και όνειρα που ανέγγιχτα άφησαν οι φιλαυτίες κι οι μικρόνοιες, οι αγωνίες και οι ενστάσεις του εφήμερου ευδαιμονισμού μεταφέρουν σε μέλλοντα χρόνο, σε επόμενες γενιές, σκιρτήματα ελπίδας και νέας ζωής: «εαρινό ξημέρωμα», γράφει ο Κώστας Ουράνης, και «ο ουρανός παίρνει ασύλληπτα χρώματα ρόδινα, πορτοκαλιά κι αλαφρά μενεξεδένια.
Υπάρχει μια τέτοια μαγεία και μια τέτοια παραδεισιακή γαλήνη στο ελληνικό ξημέρωμα, που...
το στήθος μου φουσκώνει από συγκίνηση.
Ω Ελλάδα! Στο
αντίκρυσμά σου νιώθω σα να τρέχουν ακράτητα τα δάκρυα από τα μάτια μου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου