ΣΥΡΙΖΟΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΙΚΟ: Τα τρία φαντάσματα των Χριστουγέννων επισκέπτονται τον Α*

Γύρω μας, «πειραγμένες« θεατρικές παραστάσεις, «πειραγμένα» φαγητά, «πειραγμένες φωτογραφίες (το τι άκουσε η Φώφη Γεννηματά), «πειραγμένοι» ισολογισμοί (Folli Follie), «πειραγμένοι» ταχογράφοι, «πειραγμένες» αντλίες βενζίνης, «πειραγμένες» γυναίκες (στα Καλλιστεία και όχι μόνο) και «πειραγμένοι» άνδρες, «πειραγμένες» προτάσεις λιτότητας (βλέπε Πολ Μέισον), «πειραγμένα« ρολόγια της ΔΕΗ (Da Capo), «πειραγμένα» ταξίμετρα, «πειραγμένοι» άνθρωποι γενικώς. 


Σε έναν κόσμο τόσο «πειραγμένο», ας πειράξουμε και εμείς, έτσι, για τη χαρά του παιχνιδιού, τα Χριστούγεννα. Δηλαδή τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Καρόλου Ντίκενς, ο ήρωας του οποίου δέχεται την επίσκεψη των τριών φαντασμάτων που του αλλάζουν τη ζωή. Στο δικό μας «πειραγμένο» ανάγνωσμα, ακριβώς για να είναι «πειραγμένο» δεν θα έχουμε Σκρουτζ, θα έχουμε κάποιον άλλο άνδρα με δύναμη, κοινωνική, οικονομική, πολιτική… Ας πούμε πολιτική. Και ας τον πούμε «ο Α.» –κάθε ομοιότητα με υπαρκτά πρόσωπα είναι τυχαία και αν θέλετε το πιστεύετε*. Τα φαντάσματα τα κρατάμε ως έχουν. Και από το κείμενο του Ντίκενς κρατάμε ορισμένες παραγράφους, «πλαγιασμένες» και «κλεισμένες» σε εισαγωγικά. 


Φάντασμα του παρελθόντος «Ηταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε. Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα. Ανασηκώθηκε και τότε είδε εμπρός του μία περίεργη οπτασία. “Μη φοβάσαι”, του είπε. “Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω”. Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο. Το Πνεύμα τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Κι ήταν πρωί όταν έφτασαν…» …στο Ενιαίο Πολυκλαδικό Λύκειο Αμπελοκήπων. Ο Α. συμμετέχει στις μαθητικές κινητοποιήσεις, διεκδικώντας μεταξύ άλλων: «Να είναι δικαίωμά μας το να μπορούμε να κρίνουμε εμείς αν κάποια ώρα θα θελήσουμε να λείψουμε από το μάθημα». Η επανάσταση έχει αρχίσει. Το φάντασμα, του δείχνει τους συναγωνιστές τους εκείνων των χρόνων αλλά και των χρόνων που θα ακολουθούσαν. Ακούει ξανά τις συζητήσεις που έκαναν αρχικά στην ΚΝΕ, στη συνέχεια στον «Εγκέλαδο», μετά στη Νεολαία του Συνασπισμού.  


Με ένα ξαφνικό πέταγμα βρίσκεται αρκετά χρόνια μετά και βλέπει τον εαυτό του να μιλάει στο πλήθος: «Ο ελληνικός λαός έδωσε καθαρή εντολή να ξεμπερδεύουμε με όλα όσα μας κρατάνε κολλημένους στο χθες και να συνεχίσουμε τον όμορφο αγώνα, τον αγώνα να καταφέρουμε να βάλουμε μπροστά το δίκιο του λαού μας απέναντι σε ασύμμετρες δυνάμεις και σε εχθρούς με μεγαλύτερες δυνάμεις από εμάς. Σήμερα στην Ευρώπη η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός είναι συνώνυμα του αγώνα και της αξιοπρέπειας και αυτό τον αγώνα θα τον συνεχίσουμε μαζί. Φίλες και φίλοι έχουμε μπροστά μας δυσκολίες, έχουμε όμως και στέρεο έδαφος, ξέρουμε πού θα πατήσουμε, έχουμε προοπτική». 


Φάντασμα του παρόντος «Οταν ξύπνησε το ρολόι χτυπούσε μία. Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ’ τη σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και πήγε να δει τι συμβαίνει. Στο τζάκι έκαιγε μία ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά ενώ πάνω στην κορυφή καθόταν χαμογελαστός ένας γίγαντας μ᾿ ένα δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι. “Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος”, του φώναξε φιλικά “πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου”. Η χαρούμενη σάλα, η διακόσμηση, τα φαγητά, όλα εξαφανίστηκαν. Βρέθηκαν…» σε αεροδρόμια όπου οι νέοι άνθρωποι εγκατέλειπαν κατά εκατοντάδες τη χώρα, σε δρόμους σκοτεινούς και βρώμικους με μαγαζιά κλειστά και κλειδωμένα και με άστεγους και ναρκομανείς να περνάνε μπροστά του σαν υπνωτισμένοι, σε σπίτια παγωμένα και καταληστευμένα, σε εξαθλιωμένα κέντρα φιλοξενίας μεταναστών, σε πορείες συνταξιούχων τους οποίους η Αστυνομία δεν δίσταζε να ξυλοκοπήσει. Βρέθηκαν μπροστά σε κλούβες των ΜΑΤ που δημιουργούσαν αδιαπέραστα τείχη για εμποδίσουν τον κόσμο να τον πλησιάσει, σε αίθουσες που μόλις ακουγόταν το όνομα του Α. ακούγονταν και γιουχαΐσματα, σε παρέες που γελούσαν με ανέκδοτα για την αμορφωσιά του


Φάντασμα του μέλλοντος «Ενα άλλο φάντασμα, τυλιγμένο στην ομίχλη, προχώρησε αργά προς εκείνον. Φορούσε μία τεράστια μαύρη κάπα και μία κουκούλα που του έκρυβε εντελώς το πρόσωπο. Παραλίγο να λιποθυμήσει από τον τρόμο του. “Θα πρέπει να είσαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Μέλλοντος”, ψιθύρισε. “Τί μου επιφυλάσσει το μέλλον; Ίσως ν᾿ αλλάξω… Είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω”. Παρά τα γενναία του λόγια, φοβόταν τόσο πολύ αυτό το φάντασμα, ώστε τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Το Πνεύμα παρέμεινε ακίνητο περιμένοντας υπομονετικά μέχρι να συνέλθει. Έπειτα κινήθηκε αθόρυβα. Το ακολούθησε σαν να τον τύλιξε η κάπα του Πνεύματος, που τον παρέσυρε…» σε μια αίθουσα – αμφιθέατρο πρέπει να ήταν -που ένας καθηγητής μιλούσε στους φοιτητές για την ιστορία της Ελλάδας πριν από πολλά χρόνια. Τους έλεγε για την αριστερή κυβέρνηση που συνεργάστηκε με ακροδεξιά κόμματα, για τον Πρωθυπουργό που αφού δήλωσε αλαζονικά «εμείς θα βαράμε τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν» διαψεύστηκε και ταπεινώθηκε (αυτός, κατά συνέπεια και ο λαός του), για τους υπουργούς του που μιλούσαν για μετανάστες που κάνουν ηλιοθεραπεία, για ταψιά με γεμιστές ντομάτες, που έκαναν χιούμορ με τη μεγάλη φωτιά στο Μάτι ή που επισήμαιναν πως τότε «στη θάλασσα πνίγηκαν μόνο πέντε», που δήλωναν πως «και να χάσουμε μερικά νησιά δεν πειράζει». 


Ο Πρωθυπουργός, είπε ο καθηγητής, πέρασε στην ιστορία ως «ο κωλοτούμπας».  


Οι φοιτητές έβαλαν τα γέλια. 


Στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», μετά από αυτές τις μεταφυσικές επισκέψεις κατά τη διάρκεια των οποίων τα τρία φαντάσματα το μόνο που έκαναν ήταν να δείξουν στον Σκρουτζ την πραγματικότητα, ο ήρωας του Ντίκενς αλλάζει, γίνεται καλύτερος άνθρωπος. «Μερικοί βέβαια τον κορόιδεψαν για τη μεταβολή του χαρακτήρα του. Αλλά ο Σκρουτζ δεν ενοχλήθηκε γιατί, όπως είπε πολύ σοφά: “Καλύτερα να σε περιγελούν παρά να σε περιφρονούν!»”.  


Στη δική μας χριστουγεννιάτικη ιστορία, ο Α. δεν είχε αυτή την ευτυχή κατάληξη. Δεν πήρε κανένα μάθημα από τα φαντάσματα. Δέσμιος των ιδεοληψιών του δεν μπόρεσε ποτέ να παραδεχτεί τα σφάλματά του, δεν μπόρεσε να κάνει την αυτοκριτική του για τις ανεδαφικές προσδοκίες που καλλιέργησε στην καθημαγμένη ελληνική κοινωνία, για τη διχόνοια που έσπειρε και για την κοινωνική αδικία που επέβαλε.  


Πώς, αλήθεια, θα μπορούσε να έχει και η δική μας διασκευή ένα ευτυχές τέλος;  


Αν ο Α. ειλικρινά μετανοημένος, δοκίμαζε...
 
 να αποκαταστήσει κομμάτι τουλάχιστον της ζημιάς που προκάλεσε. Οχι με φτηνές φιλανθρωπίες που σώζουν απλώς τα προσχήματα, αλλά με παραδοχή των λαθών του και εγκατάλειψη των διχαστικών του τακτικισμών.  


Ακόμα και στα παραμύθια, οι ήρωες χρειάζεται να υπερβαίνουν τους εαυτούς τους για να καταλήγουμε στο «ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα».


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου