Toυ ΑΡΓΥΡΗ ΚΩΣΤΑΚΗ
Παραμονή Χριστουγέννων του 1978. Το ραντεβού με τον
Αποστόλη ήταν στις 6 τα ξημερώματα στην πλατεία Γκύζη στην αφετηρία των
λεωφορείων γιά να κατεβούμε στο κέντρο της Αθήνας. Από εκεί θα ξεκινούσε
ο μαραθώνιος γιά τα κάλαντα. Δεκατεσσάρων χρονών πιτσιρίκος, ήταν η παρθενική «αποστολή εκτός έδρας».
Aφού είχα εξασφαλίσει την πολυπόθητη άδεια του πατέρα δεν κοιμήθηκα
όλο το βράδυ από την αγωνία του πρωτάρη. Ντύθηκα καλά με διπλό πουλόβερ
και μπουφάν, διπλές κάλτσες, ζέστανα τον σκούφο και τα μάλλινα γάντια
στην ηλεκτρική θερμάστρα, πήρα το καλαντιστήρι και περπάτησα εκείνο το
αλησμόνητο παγωμένο ξημέρωμα από το σπίτι έως την αφετηρία των
λεωφορείων.
Δυό, τρείς αγουροξυπνημένοι εργαζόμενοι ναι μεν με χαρά αλλά και μέσα
στα προβληματά τους μας έδωσαν τα πρώτα φραγοκοδίφραγκα από τα κάλαντα
που μας «ζέσταναν» τη φωνή μέσα στο λεωφορείο, στο οποίο φυσικά ο
εισπράκτορας δεν μας έκοψε εισιτήριο. Κατεβήκαμε στο τέρμα στην οδό
Ακαδημίας και περπατήσαμε χιλιόμετρα ολόκληρα.
Δεν αφήσαμε νυσταγμένο γιά νυσταγμένο να μην «τα πούμε».
Ώσπου φτάσαμε στη Βαρβάκειο αγορά όπου έγινε η χοντρή «μπάζα». Τόσο από
τους καταστηματάρχες όσο και από τους πελάτες που μόλις είχαν πάρει το «δώρο» και ήταν «φορτωμένοι». Τι ψυχή είχε ένα δίφραγκο στα πιτσιρίκια που έβγαζαν το χαρτζιλίκι του χειμώνα?
Κι όταν η πρώτη κούραση άρχισε να μας κυριεύει καθίσαμε με τον Αποστόλη και φάγαμε κάτι τυρόπιτες, ήπιαμε και το αναψυκτικό μας και με γεμάτες τις τσέπες συνεχίσαμε γιά «το δεύτερο ημίχρονο«.
«Αλητόπαιδα» τότε είχαμε τη φαεινή ιδέα να τολμήσουμε «να τα πούμε» στο κέντρο που δεν θα ήταν πολλοί οι συνομιληκοί μας που θα το έκαναν, αφήνοντας την «ασφάλεια»
της γειτονιάς τους. Έτσι νωρίς νωρίς κατά τις 10 είχαμε τελειώσει την
κεντρική αγορά και το γερό μεροκάματο είχε βγει. Από εδώ και πέρα ότι
βγάζαμε ήταν έξτρα κέρδος γιά να πάρουμε δώρα στον εαυτό μας που
γουστάραμε αλλά οι γονείς μας δεν είχαν τη δυνατότητα να μας το
αγοράσουν.
Γκύζη, Πολύγωνο, Αμπελόκηποι και λίγο από Κυψέλη μέχρι να γυρίσουμε «ψόφιοι» από την κούραση το απόγευμα στα σπίτια μας. Ένα δωδεκάωρο που «δουλέψαμε» σκληρά, αλλά η ανταμοιβή ήταν γενναία.
Αφήστε τα «ειδικά» κάλαντα στους γονείς, τους θειούς, τους νονούς και
κάτι άλλους συγγενείς. Αυτό ήταν το… σπέσιαλ μπόνους και χωρίς κόπο,
γιατί ήταν μέσα στο σπίτι. Δεν περπάτησα να τους βρω.
Σε κάποιο ντουλάπι μαζί με τις παιδικές αναμνήσεις μου πρέπει να έχω ακόμη εκείνη την κίτρινη φανέλα adidas που αγόρασα όλο ευτυχία εκείνες τις γιορτές. Φανέλα adidas εκείνη την εποχή στις αλάνες της φτωχογειτονιάς του Γκύζη που παίζαμε μπάλα ήταν εξωπραγματική εικόνα. Κι όμως τα μισά κάλαντα είχαν πάει γι αυτή την πολυτέλεια.
Τα υπόλοιπα (μαζί με τα άλλα της πρωτοχρονιάς) ξοδεύτηκαν με το
σταγονόμετρο ώσπου να έρθει η Καθαρά Δευτέρα σε γλυκά, σουβλάκια,
ανταλλακτικά γιά το ποδήλατο και κόμικς.
Ωραία χρόνια! Τι να λέμε τώρα? Αλλά δόξα τον Θεό τα ζήσαμε.
Τα «ρουφήξαμε» στιγμή στιγμή. Εκείνα τα ανεπανάληπτα χρόνια της νιότης.
Που είχαμε την τύχη να ζήσουμε στις μοναδικές αληθινές πατρίδες. Τις
πατρίδες των παιδικών ανεξίτηλων αναμνήσεων. Τότε που ίσχυε αυτό που
είχε πει και ο Ευγένιος Ιονέσκο – «οι ιδεολογίες χωρίζουν τους ανθρώπους. Όμως τους ενώνουν τα όνειρα και ο πόνος«.
Ο «νεόγερος» εκμαυλισμένος σαραντάρης πρωθυπουργός συνεχίζει...
τις πομφόλυγες.
Χριστούγεννα του 2018, δυστυχώς τίποτα δεν θυμίζει γιορτές, χαρά και ελπίδα.
Γι αυτό ξαναμπαίνω στη χρονομηχανή του μυαλού μου και επιστρέφω γιά λίγη ώρα στα κάλαντα με τον Αποστόλη. Εκείνο το ανθρώπινο πρωινό του 1978…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου