Της ΡΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Τι ήταν να το πει; Αρμένικη βίζιτα του έκαναν του Γαβρόγλου οι «ρωμαλέοι».
Τον είδα να χουχουλιάζει σαν δεκαοχτούρα μέσα στα μουστάκια του, κι ένας μ’ ένα μπουφάν και εν χρω κεκαρμένος από πάνω του, να του τα’χώνει με πολλά «ενάντια» και κάμποσα «να παρθεί πίσω ο νόμος», αλλά τι να πεις σε από γεννησιμιού ανέργους; Δεν σε παίρνει να πεις τίποτα. Ακούς και συλλογίζεσαι πώς θα τους γλιτώσεις από την ανεργία, από την οργή, από την απελπισία, από τη σίγουρη φτώχια κι από τα ενδεχόμενα «ενάντια» και τα πιθανά «να παρθεί πίσω» , που λέγαμε και παραπάνω.
Δεν ήταν αγενή τα παιδιά, μόνον παιδιά ήταν. Μια ηλικία που, εδώ που φτάσαμε, λυπάμαι αλλά δεν τους αναλογεί καθόλου. Όπως δεν θα τους αναλογεί αύριο - μεθαύριο η ηλικία της δημιουργικότητας και της αυτοπραγμάτωσης, τα γηρατειά ακόμα ακόμα, αυτά που περίμενε ο Γαβρόγλου και οι συν αυτώ για να μεγαλουργήσουν, τρομάρα τους.
Μελαγχόλησα. Για τους ρωμαλέα εξουθενωμένους. Για την ντουντούκα που δεν ήξεραν πώς να την κρατήσουν. Για τα συνθήματα τους επίσης, τα τόσο αργόσυρτα και κλαφτερά. Σα να ήμουν στην Επίδαυρο και να’ βγαινε ο χορός να πει τα κακά μαντάτα στον Οιδίποδα.
Πού τα δικά μας, τα χορευτικά, τα παθιασμένα, τα τσίφτικα συνθήματα! Και πού την θυμήθηκαν τα άτιμα τη Γιαννάκου και τον Αρσένη;
Δεν μπορεί, σκέφτηκα. Κάποιος τους κάνει υπερεντατικό στην πολιτική ιστορία του Υπουργείου Παιδείας, οπότε, ποιος ξέρει; Μπορεί μια μέρα να φτάσουν ως τον Δημήτρη Γληνό και τον Ευάγγελο Παπανούτσο, είπα και χουχούλιασα κι εγώ μέσα στα δικά μου τα μουστάκια. Κι επειδή μουστάκι εγώ δεν έχω, αν χρειαστεί να φάμε τα μουστάκια μας, ό,τι είναι να φάμε, θα το φάμε από του Γαβρόγλου. Που νανούρισε μια νεολαία, να κοιτάζει το εξεταστικό που της κρύβει το δάσος.
Ένα δάσος ναααα! Της εργασίας, της εξέλιξης, του ρίσκου, της ανακάλυψης, του λύκου, της κοκκινοσκουφίτσας, του λαγού και της αρκούδας.
Λαγέ μαδάς;
Έτσι θα τους πουν μια μέρα όταν...
θα ζητήσουν πρόσβαση στην παραγωγή.
Ένα παραμύθι παλιό, σαν τα χούγια μας.
Τι ήταν να το πει; Αρμένικη βίζιτα του έκαναν του Γαβρόγλου οι «ρωμαλέοι».
Τον είδα να χουχουλιάζει σαν δεκαοχτούρα μέσα στα μουστάκια του, κι ένας μ’ ένα μπουφάν και εν χρω κεκαρμένος από πάνω του, να του τα’χώνει με πολλά «ενάντια» και κάμποσα «να παρθεί πίσω ο νόμος», αλλά τι να πεις σε από γεννησιμιού ανέργους; Δεν σε παίρνει να πεις τίποτα. Ακούς και συλλογίζεσαι πώς θα τους γλιτώσεις από την ανεργία, από την οργή, από την απελπισία, από τη σίγουρη φτώχια κι από τα ενδεχόμενα «ενάντια» και τα πιθανά «να παρθεί πίσω» , που λέγαμε και παραπάνω.
Δεν ήταν αγενή τα παιδιά, μόνον παιδιά ήταν. Μια ηλικία που, εδώ που φτάσαμε, λυπάμαι αλλά δεν τους αναλογεί καθόλου. Όπως δεν θα τους αναλογεί αύριο - μεθαύριο η ηλικία της δημιουργικότητας και της αυτοπραγμάτωσης, τα γηρατειά ακόμα ακόμα, αυτά που περίμενε ο Γαβρόγλου και οι συν αυτώ για να μεγαλουργήσουν, τρομάρα τους.
Μελαγχόλησα. Για τους ρωμαλέα εξουθενωμένους. Για την ντουντούκα που δεν ήξεραν πώς να την κρατήσουν. Για τα συνθήματα τους επίσης, τα τόσο αργόσυρτα και κλαφτερά. Σα να ήμουν στην Επίδαυρο και να’ βγαινε ο χορός να πει τα κακά μαντάτα στον Οιδίποδα.
Πού τα δικά μας, τα χορευτικά, τα παθιασμένα, τα τσίφτικα συνθήματα! Και πού την θυμήθηκαν τα άτιμα τη Γιαννάκου και τον Αρσένη;
Δεν μπορεί, σκέφτηκα. Κάποιος τους κάνει υπερεντατικό στην πολιτική ιστορία του Υπουργείου Παιδείας, οπότε, ποιος ξέρει; Μπορεί μια μέρα να φτάσουν ως τον Δημήτρη Γληνό και τον Ευάγγελο Παπανούτσο, είπα και χουχούλιασα κι εγώ μέσα στα δικά μου τα μουστάκια. Κι επειδή μουστάκι εγώ δεν έχω, αν χρειαστεί να φάμε τα μουστάκια μας, ό,τι είναι να φάμε, θα το φάμε από του Γαβρόγλου. Που νανούρισε μια νεολαία, να κοιτάζει το εξεταστικό που της κρύβει το δάσος.
Ένα δάσος ναααα! Της εργασίας, της εξέλιξης, του ρίσκου, της ανακάλυψης, του λύκου, της κοκκινοσκουφίτσας, του λαγού και της αρκούδας.
Λαγέ μαδάς;
Έτσι θα τους πουν μια μέρα όταν...
θα ζητήσουν πρόσβαση στην παραγωγή.
Ένα παραμύθι παλιό, σαν τα χούγια μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου