Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Πόσες φορές πρέπει να απαλλαγεί κάποιος μέχρι να αθωωθεί;
Πόσες φορές
χρειάζεται να καταρριφθεί το τεκμήριο ενοχής που του έχουν ψεκάσει;
Η
(μη) υπόθεση του Ανδρέα Γεωργίου –του οποίου την παραπομπή ξαναζητεί
ένας εισαγγελέας, μετά την αναίρεση και του δεύτερου απαλλακτικού
βουλεύματος– δεν αφορά μόνο τον Γεωργίου. Ούτε είναι πια απλώς μια
εμμονή των παλαιοημερολογιτών του αντιμνημονίου.
Η περιπέτεια του πρώην
επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής λειτουργεί ως μεγεθυντικός
φακός για την ελληνική θεσμική ιδιαιτερότητα. Κυνικά, θα μπορούσε κανείς
να πει ότι η αέναη αναπαραπομπή του Γεωργίου δεν ενοχλεί αυτό που λέμε
το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Αντιθέτως. Πολλοί θα έβρισκαν
ανακουφιστική μια δικαστικοφανή επικύρωση της θεωρίας συνωμοσίας για τη
χρεοκοπία. Το «αίσθημα» πληγώνεται μόνο στις απαλλαγές ή στις απόπειρες
απαλλαγής, όπως η –ανακληθείσα, τελικώς– προσπάθεια να
αποπροσανατολισθεί η προανάκριση για τη φωτιά στο Μάτι.
Οι δύο υποθέσεις δεν είναι εντελώς άσχετες. Συνδέονται επειδή σε
αυτές πρωταγωνίστησαν οι ίδιοι κορυφαίοι παράγοντες της Δικαιοσύνης.
Συνδέονται επειδή αμφότερες μπορούν να διαβαστούν σαν συμπτώματα του
ίδιου ελλείμματος.
Οποιος διάβασε την πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις για τις αξίες των
Ελλήνων θα έμεινε με την εντύπωση ότι έλλειμμα εμπιστοσύνης για τη
Δικαιοσύνη δεν υπάρχει. Εξι στους δέκα Ελληνες εξακολουθούν να την
εμπιστεύονται. Το «αίσθημα» μοιάζει ικανοποιημένο.
Το «αίσθημα» μοιάζει όντως ικανοποιημένο, μόνο σε όποιον προσπέρασε
ως αφηρημένη την ερώτηση αν οι άνθρωποι –γενικώς ο άλλος άνθρωπος– είναι
άξιοι εμπιστοσύνης.
Εκεί το 90% απαντά όχι. Πιο κοινό και πιο βαθύ από
το περί δικαίου αίσθημα είναι το αίσθημα της επαπειλούμενης αδικίας –
μια κουλτούρα πάνδημης καχυποψίας.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί αυτή η καχυποψία είναι
ένα υπόγειο ρεύμα διαλυτικό για τους θεσμούς. Το αίσθημα ότι ο άλλος ή
θα σε μπλέξει, ή θα σε κλέψει, ή θα σε δουλέψει, εξουδετερώνει κάθε ροπή
προς τη συνεργασία, τον συνεταιρισμό, την αφοσίωση σε οτιδήποτε
υπερβαίνει τους δεσμούς αίματος. Πρόκειται για έναν ενδιάθετο θατσερισμό
από την ανάποδη: δεν υπάρχει κοινωνία. Δεν υπάρχει κοινωνία, όχι επειδή
υπάρχουν άτομα, αλλά επειδή υπάρχουν σόγια. Εξω από τον οικογενειακό
κύκλο, όλοι είναι αντίπαλοι· δυνάμει απατεώνες.
Το ερώτημα είναι...
ποια οικονομική ανάκαμψη, ποια θεσμική ανασυγκρότηση
μπορεί να σχεδιαστεί πάνω σε έναν τέτοιο, θρυμματισμένο κοινωνικό
καμβά. Πάνω σε δέκα εκατομμύρια σπαρασσόμενα τεκμήρια ενοχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου