Στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή
μου έχω έναν φάκελο για να κρατώ, δίκην αφορισμών, διάφορες ιδέες που
μου έρχονται κατά καιρούς και που θα μπορούσαν ίσως —τουλάχιστον κάποιες
από αυτές— να γίνουν κάποια στιγμή κείμενα για αυτήν εδώ τη στήλη. Κάθε
πρωί, πριν ξεκινήσω τη σύνταξη του αυριανού άρθρου, συμβουλεύομαι με
ελπίδα αυτό το αρχείο. Έτσι εχθές διάβασα κάτω-κάτω στο έγγραφο αυτό την
εξής φράση: «Τούτη τη στιγμή, οι περισσότεροι Έλληνες είναι υπέρ μιας
δικτατορίας, της δικιάς τους και των “δικών” τους». Η φράση, όπως και
όλες οι υπόλοιπες στον φάκελο, δεν έχει μεν ημερομηνία, αλλά οπωσδήποτε
γράφτηκε κάποια στιγμή μέσα στο τελευταίο δίμηνο. Δεν θυμάμαι, άρα, την
αφορμή με την οποία την έγραψα. Καθώς πάντως τη διάβαζα και την
ξαναδιάβαζα, προσπάθησα φιλότιμα να θυμηθώ.
Όμως δεν ήταν δυνατόν. Ήξερα φυσικά τι
εννοούσα (άλλοι θέλουν μία κομουνιστική δικτατορία, άλλοι μία
στρατιωτική, άλλοι μία δήθεν φιλελεύθερη, άλλοι μία που να αποκλείει
τους άλλους γενικώς, άλλοι μία που να αποκλείει τους μνημονιακούς, άλλοι
μία που να αποκλείει τους αντιμνημονιακούς, άλλοι μία που να αποκλείει
τους κακομούτσουνους, άλλοι μία που να αποκλείει τους γκέι, άλλοι μία
που να αποκλείει τους κακούς μεταφραστές, άλλοι μία που θα θέλει να
κάνει πόλεμο με την Τουρκία, με την πρώην πΓΔΜ, με το Πουέρτο Ρίκο
κ.ο.κ., άλλοι μία που θα στέλνει κάθε μέρα, βρέξει-χιονίσει,
αντιπροσωπεία στο Κρεμλίνο για να χορεύει μπάλο χάριν τού Πούτιν, άλλοι
μία που θα φυλακίζει στο Σινγκ-Σινγκ όλους εμάς που σιχαινόμαστε τον
Τραμπ κ.ο.κ.), ήξερα, λέω, το εννοούσα, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τον
συγκεκριμένο λόγο που το έγραψα, την αφορμή. Κάτι είχε συμβεί εκείνη την
ημέρα. Αλλά δεν θυμόμουν τι.
Και αυτό, για δύο αντικρουόμενους ή
συμπληρωματικούς λόγους:
(α΄) υπήρξαν πολλές αφορμές μέσα στο διάστημα
αυτό, όχι μόνο μία, για να περάσει αυτή η ιδέα από το μυαλό μου, όπως
και από το μυαλό όλων μας, και
(β΄) σήμερα δεν θα την έγραφα — σήμερα
είναι «μια άλλη μέρα».
Ισχύει λοιπόν, ή δεν ισχύει;
Απαντώ: ΚΑΙ
ισχύει, ΚΑΙ δεν ισχύει. Ταυτόχρονα. Εξαρτάται από έναν τυχαίο
παράγοντα, τον «Παράγοντα Σ».
Το όλο φαινόμενο θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί σαν κβαντικό, όπως στο περίφημο νοητικό πείραμα που
συνηθίζουμε να ονομάζουμε Γάτα του Σρέντιγκερ.
Ας θυμηθούμε μια στιγμή
τι γίνεται με την εν λόγω γάτα:
Έστω λοιπόν πως έχουμε ένα κουτί. Μέσα
σε αυτό, για κάποιον παράλογο λόγο βάζουμε μια γάτα και έναν μηχανισμό
με δηλητήριο. Η έκχυση αυτού του δηλητηρίου, που μπορεί να σκοτώσει
ακαριαία την έρμη τη γάτα, εξαρτάται από τη διάσπαση ενός ραδιενεργού
πυρήνα που επίσης υπάρχει μέσα στο κουτί. Η πιθανότητα να διασπαστεί
αυτός ο πυρήνας μέσα στην επόμενη ώρα είναι fifty-fifty: 50%. Καθώς όμως
η διάσπαση του ραδιενεργού πυρήνα είναι ένα καθαρά κβαντικό φαινόμενο,
μιλούμε εδώ για «κβαντική υπέρθεση». Σ’ αυτήν, στην κβαντική υπέρθεση,
δύο κβαντικές καταστάσεις προστίθενται μεταξύ τους με τρόπο που τους
επιτρέπει να συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, κάθε κβαντική
κατάσταση είναι το άθροισμα πολλαπλών διακριτών βασικών καταστάσεων. Εν
πάση περιπτώσει, και για να μη μακρηγορούμε, μέσα στην επόμενη μία ώρα,
και εφόσον δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε εξωτερικά τι συμβαίνει μέσα στο
περίκλειστο κουτί, ο ραδιενεργός πυρήνας που καθορίζει τη μοίρα της
γάτας μας θα έχει διασπαστεί και, ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ, δεν θα έχει διασπαστεί.
Έτσι, η γάτα μέσα στο κουτί θα είναι ταυτόχρονα ζωντανή και νεκρή. Μέχρι
να ανοίξουμε το κουτί και να δούμε τι απέγινε, η γάτα μας θα είναι
ζόμπι. Μόνο όταν το ανοίξουμε, και δούμε με τα μάτια μας τι συμβαίνει, η
γάτα θα είναι ή ζωντανή ή νεκρή. (Μακάρι βέβαια να είναι ζωντανή, η
καημένη. Ψυχή έχει κι αυτή).
Κάπως έτσι λοιπόν και με εμάς. Κάπως
έτσι και με την Ελλάδα. Όσο δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε τι συμβαίνει
«μέσα στο κουτί», όσο δηλαδή είμαστε, φέρ’ ειπείν, απασχολημένοι με
αλλότρια πράγματα, με πράγματα που μας αρέσουν, με πράγματα που αγαπάμε,
με πράγματα που μας απασχολούν με έναν τρόπο όμορφο, έναν τρόπο της
«κανονικότητας» (για παράδειγμα, όταν βλέπουμε Μουντιάλ, όταν
εργαζόμαστε, όταν ερωτευόμαστε ή όταν πηγαίνουμε διακοπές στο Λουτράκι,
στην Αιδηψό ή στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής), η γάτα μας είναι και
ζωντανή και νεκρή.
Μέχρι να την κοιτάξουμε στα μάτια, η Ελλάδα είναι ζόμπι.
ΥΓ. Να μην ξεχάσω: ο «Παράγοντας Σ»
είναι φυσικά ο...
Παράγοντας ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί αύριο, μεθαύριο, ή και μέσα στο
επόμενο δευτερόλεπτο, να κάνει, να πει ή να εφαρμόσει μυστικά και
ύπουλα ακόμη κάτι από τη φαρέτρα της καταστροφικής πολιτικής του, και να
ξεσηκώσει έτσι, δικαιολογημένα, όλο το σύμπαν. Να μας ανεβάσει όλους
στα κάγκελα. Μπορεί να το κάνει ο αρχηγός του, aka Γελαστό Παιδί, μπορεί
ο μέλλων υπαρχηγός του, aka Παιδί που Μεταμφιέζεται σε Κομάντο (την
εννοώ την έκφραση «ο μέλλων υπαρχηγός του», ο Καμμένος παίζει γερά στο
παιχνίδι των μετεγγραφών για δεξί εξτρέμ στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η δική του
ομάδα υποβιβάζεται στα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα του Facebook), μπορεί
κάποιος από τους δεκάδες, εκατοντάδες πιτσικόμηδές του — ων ουκ έστιν
αριθμός. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει μόνο ότι αυτοί οι τύποι είναι ο
#1 διαλυτικός παράγοντας της ελληνικής κοινωνίας από συστάσεώς της. Ένας
ραδιενεργός πυρήνας και ένας μηχανισμός με δηλητήριο μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου