Του ΠΑΣΧΟΥ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗ
Στην κομμουνιστική κοινωνία δεν υπάρχει διάκριση κόμματος και κυβέρνησης. Το τελευταίο είναι μια ιδιορρυθμία της αστικής δημοκρατίας, όπως εξάλλου είναι και τα πολλά κόμματα. Γι’ αυτό και καταργούσαν τα υπόλοιπα, οπότε ήταν περιττή η διάκριση κόμματος-κυβέρνησης. «Ενα (κυριολεκτικώς) είναι το κόμμα» κι όποιος γράφει έπρεπε αναγκαστικώς να είναι στέλεχος αυτού. Για τους υπόλοιπους υπήρχαν τα σάμιζνταντ.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα. Δεν ζούμε σε κομμουνιστική κοινωνία, αλλά οι κανόνες της αστικής δημοκρατίας δεν τηρούνται. Και είναι περίεργο να ζητεί ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Ν.Δ. κ. Κωνσταντίνος Ζούλας εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, σε μια χώρα που δεν υφίσταται καν η συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση εξουσιών. Επομένως, είναι ψιλά γράμματα, για τον διευθυντή του Γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού, το άρθρο 5 του δημοσιογραφικού κώδικα που λέει ότι ένας δημοσιογράφος δεν πρέπει να «επιδιώκει και να μη δέχεται αργομισθία ή επ’ αμοιβή θέση συναφή με την ειδικότητά του σε Γραφεία Τύπου, δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θέτει εν αμφιβόλω την επαγγελματική αυτονομία και ανεξαρτησία του».
Αλλά, για να πούμε και του κ. Θανάση Καρτερού το δίκιο, σάμπως τον τηρεί κάποιος άλλος;
Ειδικά την εποχή των παχιών αγελάδων, η παράλληλη εργασία στο κράτος είχε γίνει κανόνας. Μια φορά αυτός ο κανόνας πήγε να φαλκιδευθεί, αλλά ποιος είδε την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) και δεν τη φοβήθηκε...
Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στις ώριμες αγορές της ενημέρωσης, η αξιοπιστία είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο των ΜΜΕ. Η δημοσιογραφική ιδιότητα αναστέλλεται μόλις κάποιος αναλάβει κάποια θέση σε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Δεν νοείται κάποιος να εργάζεται σε Γραφείο Τύπου και σε εφημερίδα ή ραδιοτηλεοπτικό μέσο.
Φυσικά μπορεί να αρθρογραφεί, αλλά σημειώνοντας στο τέλος την ιδιότητά του: «Ο κ. Ταδόπουλος, είναι διευθυντής του Γραφείου Τύπου του δείνα Προέδρου...».
Στην Ελλάδα της μεγάλης και βολικής σύγχυσης αυτό δεν τηρήθηκε ποτέ. Αντιθέτως, παρατηρήθηκε ότι πολλοί δημοσιογράφοι –πρωτίστως ισχυρών μέσων– να κατέχουν πολλές κρατικές θέσεις ταυτοχρόνως. Η πρακτική αυτή βόλεψε πολλούς: κυβερνήσεις που είχαν δημοσιογράφους στη δούλεψή τους, εκδότες που μείωναν το μισθολογικό κόστος, και φυσικά τους δημοσιογράφους που συμπλήρωναν το εισόδημά τους. Μόνο στα πρώτα βήματα της κυβέρνησης του κ. Κώστα Καραμανλή επιχειρήθηκε όχι να κατασταλεί το φαινόμενο αλλά να υπάρξει στοιχειώδης διαφάνεια. Ο τότε υπουργός Τύπου κ. Θοδωρής Ρουσόπουλος εφάρμοσε τον νόμο και έδωσε στις δημοσιογραφικές ενώσεις τον κατάλογο των δημοσιογράφων που εργάζονταν στο Δημόσιο. Η ΕΣΗΕΑ τον δημοσιοποίησε. Αυτό, κατά μία διεστραμμένη λογική, θεωρήθηκε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Η Αρχή Προσωπικών Δεδομένων επέβαλε πρόστιμο 5.000 ευρώ στην ΕΣΗΕΑ, επειδή δημοσιοποίησε τα στοιχεία των εργαζόμενων δημοσιογράφων στο Δημόσιο, δηλαδή των δημοσιογράφων που πληρώνει ο ελληνικός λαός. Με άλλα λόγια, η Αρχή εισήγαγε το δόγμα: «Πλήρωνε και μη ερεύνα». Οι φορολογούμενοι που πλήρωναν δεν είχαν το δικαίωμα να μάθουν ποιους πληρώνουν.
Αυτό το καθεστώς συνεχίστηκε μέχρι που η κρίση και το τρισκατάρατο μνημόνιο περιόρισε δραστικά τις θέσεις. Συνεπώς, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να συνεχίσει μία από τις πολλές παθογένειες του ελληνικού κράτους. Η μόνη διαφορά είναι ότι...
διόγκωσε και αυτή την αρρώστια.
Ποτέ στο παρελθόν διευθυντής του Γραφείου Τύπου πρωθυπουργού δεν αρθρογραφούσε σαν να μην τρέχει τίποτε, και χωρίς να αναφέρει την ιδιότητά του.
Στην κομμουνιστική κοινωνία δεν υπάρχει διάκριση κόμματος και κυβέρνησης. Το τελευταίο είναι μια ιδιορρυθμία της αστικής δημοκρατίας, όπως εξάλλου είναι και τα πολλά κόμματα. Γι’ αυτό και καταργούσαν τα υπόλοιπα, οπότε ήταν περιττή η διάκριση κόμματος-κυβέρνησης. «Ενα (κυριολεκτικώς) είναι το κόμμα» κι όποιος γράφει έπρεπε αναγκαστικώς να είναι στέλεχος αυτού. Για τους υπόλοιπους υπήρχαν τα σάμιζνταντ.
Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα. Δεν ζούμε σε κομμουνιστική κοινωνία, αλλά οι κανόνες της αστικής δημοκρατίας δεν τηρούνται. Και είναι περίεργο να ζητεί ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Ν.Δ. κ. Κωνσταντίνος Ζούλας εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, σε μια χώρα που δεν υφίσταται καν η συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση εξουσιών. Επομένως, είναι ψιλά γράμματα, για τον διευθυντή του Γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού, το άρθρο 5 του δημοσιογραφικού κώδικα που λέει ότι ένας δημοσιογράφος δεν πρέπει να «επιδιώκει και να μη δέχεται αργομισθία ή επ’ αμοιβή θέση συναφή με την ειδικότητά του σε Γραφεία Τύπου, δημόσιες υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις, που θέτει εν αμφιβόλω την επαγγελματική αυτονομία και ανεξαρτησία του».
Αλλά, για να πούμε και του κ. Θανάση Καρτερού το δίκιο, σάμπως τον τηρεί κάποιος άλλος;
Ειδικά την εποχή των παχιών αγελάδων, η παράλληλη εργασία στο κράτος είχε γίνει κανόνας. Μια φορά αυτός ο κανόνας πήγε να φαλκιδευθεί, αλλά ποιος είδε την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ) και δεν τη φοβήθηκε...
Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Στις ώριμες αγορές της ενημέρωσης, η αξιοπιστία είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο των ΜΜΕ. Η δημοσιογραφική ιδιότητα αναστέλλεται μόλις κάποιος αναλάβει κάποια θέση σε δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Δεν νοείται κάποιος να εργάζεται σε Γραφείο Τύπου και σε εφημερίδα ή ραδιοτηλεοπτικό μέσο.
Φυσικά μπορεί να αρθρογραφεί, αλλά σημειώνοντας στο τέλος την ιδιότητά του: «Ο κ. Ταδόπουλος, είναι διευθυντής του Γραφείου Τύπου του δείνα Προέδρου...».
Στην Ελλάδα της μεγάλης και βολικής σύγχυσης αυτό δεν τηρήθηκε ποτέ. Αντιθέτως, παρατηρήθηκε ότι πολλοί δημοσιογράφοι –πρωτίστως ισχυρών μέσων– να κατέχουν πολλές κρατικές θέσεις ταυτοχρόνως. Η πρακτική αυτή βόλεψε πολλούς: κυβερνήσεις που είχαν δημοσιογράφους στη δούλεψή τους, εκδότες που μείωναν το μισθολογικό κόστος, και φυσικά τους δημοσιογράφους που συμπλήρωναν το εισόδημά τους. Μόνο στα πρώτα βήματα της κυβέρνησης του κ. Κώστα Καραμανλή επιχειρήθηκε όχι να κατασταλεί το φαινόμενο αλλά να υπάρξει στοιχειώδης διαφάνεια. Ο τότε υπουργός Τύπου κ. Θοδωρής Ρουσόπουλος εφάρμοσε τον νόμο και έδωσε στις δημοσιογραφικές ενώσεις τον κατάλογο των δημοσιογράφων που εργάζονταν στο Δημόσιο. Η ΕΣΗΕΑ τον δημοσιοποίησε. Αυτό, κατά μία διεστραμμένη λογική, θεωρήθηκε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής. Η Αρχή Προσωπικών Δεδομένων επέβαλε πρόστιμο 5.000 ευρώ στην ΕΣΗΕΑ, επειδή δημοσιοποίησε τα στοιχεία των εργαζόμενων δημοσιογράφων στο Δημόσιο, δηλαδή των δημοσιογράφων που πληρώνει ο ελληνικός λαός. Με άλλα λόγια, η Αρχή εισήγαγε το δόγμα: «Πλήρωνε και μη ερεύνα». Οι φορολογούμενοι που πλήρωναν δεν είχαν το δικαίωμα να μάθουν ποιους πληρώνουν.
Αυτό το καθεστώς συνεχίστηκε μέχρι που η κρίση και το τρισκατάρατο μνημόνιο περιόρισε δραστικά τις θέσεις. Συνεπώς, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να συνεχίσει μία από τις πολλές παθογένειες του ελληνικού κράτους. Η μόνη διαφορά είναι ότι...
διόγκωσε και αυτή την αρρώστια.
Ποτέ στο παρελθόν διευθυντής του Γραφείου Τύπου πρωθυπουργού δεν αρθρογραφούσε σαν να μην τρέχει τίποτε, και χωρίς να αναφέρει την ιδιότητά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου