ΣΥΡΙΖΑΝΕΛέητο ΣΟΥΡΓΕΛΟΞΕΦΤΙΛΑΡΑΔΙΚΟ: Ασυμμετρίες και σκιάχτρα



Π​​οιον από τους δύο Τσίπρες πρέπει να ακούσει κανείς; 


Τον Τσίπρα της Βοσνίας, που, ενώ η φωτιά ακόμη έκαιγε ανθρώπους, βιαζόταν να υφάνει άλλοθι περί εμπρηστικής συνωμοσίας – με τον υπαινικτικό «προβληματισμό» του για τις «παράλληλες εστίες»;


Να ακούσει μήπως τον Τσίπρα που στο «στούντιο» του Συντονιστικού της Πυροσβεστικής ρωτούσε, πονηρεμένος, για τον «όγκο των εστιών»;



Ή πρέπει να ακούσει τον ακόμη βλοσυρότερο Τσίπρα της επόμενης ημέρας, που ζητούσε να ξεχαστούν οι διαφορές και να επικρατήσει εθνική ομοψυχία;



Μπορεί κάποιος να βρει ελαφρυντικά για την επιχειρησιακή αδυναμία. Οταν πέρυσι στην Πορτογαλία κάηκαν 66 άνθρωποι, όταν φέτος καίγονται δάση μέχρι και στον αρκτικό βορρά της Σουηδίας, δεν μπορεί εδώ να φταίει μόνο η ακατάβλητη ελληνική «ιδιαιτερότητα». Για το κακό δεν μπορεί να φταίει μόνο η κυβέρνηση.



Ανεξάρτητα, όμως, από την επίδοση του συριζαϊκού κράτους, η κυβέρνηση έσπευσε πρώτη να πολιτικοποιήσει μια κατάσταση που φαινόταν από την αρχή ότι υπερέβαινε τα μέτρα της τρέχουσας πολιτικής. Επαναλαμβάνοντας την τακτική των περυσινών πυρκαγιών –όπου ο Τσίπρας είχε φτάσει να συγκρίνει τα στρέμματα που «έκαψαν» οι προηγούμενοι με εκείνα που κάηκαν επί των ημερών του–, η κυβέρνηση κινήθηκε για να κατασκευάσει προληπτικά δικαιολογίες και «δακτύλους»· κινήθηκε με το μυαλό στο πολιτικό κόστος της επόμενης ημέρας.



Η βεβιασμένη σκηνοθεσία της «ζωντανής» μεσονύκτιας σύσκεψης αποκάλυψε, αντί να μακιγιάρει, αυτόν τον κυνισμό. Το πρόβλημα, όμως, με τη διαχείριση της καταστροφής δεν είναι επικοινωνιακό. Το πρόβλημα φάνηκε λίγες ώρες αργότερα, όταν το Μαξίμου, στο διάγγελμα του πρωθυπουργού διόρθωσε τον τόνο του.



Μιλώντας για εθνική ενότητα, ο Τσίπρας ήταν σαν να διαβάζει ξένο ρόλο. Ο ίδιος παραμένει το πρόσωπο μιας εξουσίας που αναδείχθηκε και σταδιοδρόμησε αποδυόμενη σε έναν συνεχή, σκιώδη εμφύλιο. Γι’ αυτό και τώρα, ακόμη κι όταν προφέρει τις σωστές λέξεις –ακόμη κι όταν λέει «όλοι μαζί», «χωρίς διαφορές»– το μήνυμα μένει κούφιο.



Αυτή είναι και η χαμένη συμμετρία που ανέδειξε η καταστροφή: Οτι...

 δεν βρίσκεται ηγεσία με ηθικό κύρος ανάλογο της εθνικής δοκιμασίας. Οτι, ακόμη κι αν είχε αναγνωρίσει την ανάγκη –και την ευκαιρία– για ομοψυχία, ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να την εμπνεύσει.



Οι εθνικές τραγωδίες είναι όντως ευκαιρίες. Δημιουργούν τις ψυχικές προϋποθέσεις συλλογικής ανασύνταξης. Το χάσμα που ανοίγει ο σεισμός μπορεί ευθύς να γεμίσει άνθη. Οχι όμως εδώ. Οχι τώρα.



Εδώ και τώρα η καταστροφή βιώνεται μοιρολατρικά ως άλλος ένας κρίκος στην αλυσίδα της εθνικής αποτυχίας· άλλη μία στροφή στη κατωφερή σπείρα της κρίσης.  


Το χάσμα εναλλάσσεται με χάσμα.




Τ​​ο πένθος δεν ταιριάζει στον ΣΥΡΙΖΑ. Ηταν σχεδόν ένα θαύμα. Προοριζόταν να κρατήσει τρεις ημέρες, αλλά ο αυθεντικός ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε λιγότερο από σαράντα οκτώ ώρες είχε επανακαταλάβει τον πενθούντα ΣΥΡΙΖΑ.
 


Τόσο κράτησε η γραμμή της εθνικής ενότητας που υιοθέτησε διαγγελματικά ο πρωθυπουργός. Το ένστικτο της πολιτικής του αυτοσυντήρησης του είχε υπαγορεύσει τον καταπραϋντικό τόνο. Του είχε υπαγορεύσει και την επιβολή σιωπητηρίου στα στελέχη του.


Το ίδιο έκανε ταυτόχρονα και η Ν.Δ. Τιθασεύοντας τις ψηφοθηρικές ροπές, που είναι ενεργές εντός της, αντιστάθηκε στην πεπατημένη της καταγγελτικής υστερίας. Δεν προσπάθησε να καβαλήσει το κύμα της οργής – μιας οργής που θα μπορούσε να πάρει αντισυστημικό εύρος, παρασύροντας ακόμη και την ίδια, αν εμφανιζόταν τις πρώτες ώρες στη σκηνή της καταστροφής.


Η αυτοσυγκράτηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης δημιούργησε μια ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ –ο αυθεντικός– δεν μπορούσε να ανασάνει. Η κυβέρνηση έμεινε μόνη, χωρίς αντίπαλο. Εμεινε δηλαδή μόνη με τις εικόνες από το Μάτι, χωρίς δυνατότητα αντιπερισπασμού. Μην μπορώντας να αντιπολιτευτεί το μήνυμα, ανακάλυψε στο Μέσο τον αντίπαλο που θα τη ζωογονούσε. Επανήλθε στον πολακικό εαυτό της.


Η εικόνα του Πολάκη να γυμνάζει τον αντίχειρά του στην οθόνη του κινητού του στην αυτοσχέδια εκπομπή από το επιχειρησιακό κέντρο της Πολιτικής Προστασίας –εικόνα που επαναλήφθηκε απαράλλαχτη στη σύσκεψη της επομένης στο Μαξίμου– αντανακλά τη διοικητική αμηχανία της κυβέρνησης. Η καθήλωση σε τραπέζια συσκέψεων είναι έξω από τη φύση ενός πολιτικού οργανισμού που μπορεί να υπάρχει μόνο ακτιβιστικά· που υπάρχει μόνο όταν βρίσκεται σε πόλεμο. Απόδειξη, το πόσο γρήγορα η εκφραστική απορία του Πολάκη έδωσε τη θέση της στον «βοθροκαναλικό» οίστρο, μόλις το Μαξίμου σάλπισε επίθεση.


Δεν περίμενε, βέβαια, κανείς από την κυβέρνηση να επιδείξει ξαφνικά θεσμική ανοχή απέναντι στα media. Θα περίμενε όμως να τα χρησιμοποιήσει ως εργαλεία αντιμετώπισης της καταστροφής –ενημερώνοντας, καθοδηγώντας και καθησυχάζοντας– αντί να προσπαθεί να γεμίσει τηλεοπτικό χρόνο μόνο με προπαγανδιστικές παραστάσεις.


Το Μαξίμου μπορεί τώρα να υπολογίζει ότι ωφελείται από το εμπάργκο στον ΣΚΑΪ. Αφού δεν μπόρεσε να στερεώσει το σκιάχτρο της «ασύμμετρης απειλής», ανέσυρε το παλιό, δοκιμασμένο σκιάχτρο. Και, ταυτόχρονα, σε μια εύφλεκτη στιγμή, αποφεύγει να εκθέσει τα στελέχη του σε μη ελεγχόμενο μιντιακό περιβάλλον. Ακολουθεί το επικοινωνιακό δόγμα «καλύτερα στην ΕΡΤ, που βλεπόμαστε μεταξύ μας».


Δεν χρειάζεται να εξηγήσει κανείς γιατί είναι ατελέσφορα πλέον αυτά τα τεχνάσματα – γιατί δεν πιάνει πια ούτε το κρυφτούλι με τα media ούτε το πολακιλίκι. Είναι αργά για θαύματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου