«Οποιος το θυμάται, δεν ήταν εκεί»: αυτός ο
σουρεαλιστικός και ανατρεπτικός συνάμα αφορισμός, σαν tweet από το
παρελθόν, αφορά πρωτίστως το 1968, τη χρονιά που εκτοξεύεται η «Οδύσσεια
του Διαστήματος», του Στάνλεϊ Κιούμπρικ στις αρχικά άδειες
κινηματογραφικές αίθουσες των ΗΠΑ, όταν την ίδια περίοδο η νεολαία του
δυτικού κόσμου ξεκινά, με την άγνοια κινδύνου που διαθέτουν τα νιάτα, τη
δική της οδύσσεια στη «μεγάλη πορεία προς τους θεσμούς»: από τη
διαμαρτυρία στην ένταξη, από τη σύγκρουση στη διαχείριση και από την
απελευθέρωση στον (νεο)κομφορμισμό.
«Το να γράψεις Ιστορία σημαίνει να αποδώσεις φυσιογνωμία στις χρονολογίες», σημειώνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο ίδιος μια ξεχωριστή φυσιογνωμία στις χρονολογίες του Μεσοπολέμου που ανακαλύφθηκε εκ νέου όχι μόνο χάρις στον Αντόρνο και στις εκδόσεις Suhrkamp, αλλά και στη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων στη Δ. Γερμανία πρωτίστως, κι αν κάτι χαρακτηρίζει το 1968 είναι οι φυσιογνωμίες του. Στο ομαδικό πορτρέτο εμφανίζονται πρόσωπα που θα μεταποιηθούν σύντομα σε pop εικόνες, θαρρείς βγαλμένες από τον Γουόρχολ:
Τσε και Κον Μπέντιτ,
Μπιτλς και Ρόλινγκ Στόουνς,
Γιόχαν Κρόιφ και Τζορτζ Μπεστ,
Ρόμπερτ Κένεντι και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ,
Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ και Ρούντι Ντούτσκε,
Ουλρίκε Μάινχοφ και Αντρέας Μπάαντερ,
Τουίγκι και Μπομπ Μπίμον.
Παράλληλα, το 1968 παραμένει μέχρι τις μέρες μας η πιο ποπ χρονιά, γεμάτη έντονα χρώματα, τραγούδια που μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη, αιματηρές συγκρούσεις, ψυχεδέλεια και ελευθεριότητα στη σύγχρονη ιστορία του δυτικού κόσμου: μια μαγική μυστηριώδης περιήγηση στις κοινωνίες, όπως το «Μagical mystery tour» που τραγούδησαν τον Δεκέμβριο του 1967 οι Μπιτλς, ξέφρενη και συναρπαστική στο τελευταίο λούνα παρκ της σύγχρονης Ιστορίας. Κι αν στο τζουκ μποξ του ’68 στοιβάζονται αμέτρητα δισκάκια και LP, συγκροτήματα και συναυλίες, μελωδίες και κραυγές (από το «Whiter shade of pale» των Procol Harum, στο «We want the world and we want it now!» του Τζιμ Μόρισον), που διαμόρφωσαν μουσικά τη νεολαία της εποχής, σήμερα απλά συνοδεύουν τις αναζητήσεις των νεολαίων και των γονέων τους στην τεχνολογική συνύπαρξή τους – τώρα πια κυρίως στο ΥouΤube και στο vimeo.
Ομως, ως χρονολογία, το 1968 δεν σηματοδοτεί μόνο ή κυρίως τη νεανική εξέγερση, στο «Φρίσκο», στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Πράγα. Νοηματοδοτεί και σκηνοθετεί μιντιακά κάθε φορά εκ νέου την επέτειο: ο προσδιορισμός τού (κάθε) έτους είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για την κοινωνική κατασκευή, την (ύστερη) αφήγηση και τις «Μυθολογίες» της. Ο Μπαρτ έχει ήδη μιλήσει για τον «μύθο από τα αριστερά» και τον «μύθο από τα δεξιά», προσδίδοντάς του τα χαρακτηριστικά του χρησμού: «Ο μύθος δεν είναι ούτε ένα ψέμα ούτε μια ομολογία: είναι μια απόκλιση».
Στον σκοτεινό θάλαμο της Ιστορίας, το 1968 μπορούμε να το κατανοήσουμε καλύτερα μόνο στο αντεστραμμένο είδωλό του, του «μαγικού αριθμού» –όπως πρόσφατα το πρόβαλε ευφυώς η Frankfurter Allgemeine, στην απομαγευτική ανάλυση του ιστορικού Axel Schildt, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, στον αντίποδα του εκτενούς αφιερώματος του L’ Obs, με τίτλο 68, Le grand tournant (Η μεγάλη στροφή)– αλλά και μέσα από τις διαθλάσεις του χρόνου που προηγήθηκε, του χρόνου που ακολούθησε – ουσιαστικά μιας ολόκληρης δεκαετίας που κωδικοποιήθηκε ως «1968».
Ως χρονολογία, το 1968 συσσωρεύει, «σαν ηφαίστειο που ξυπνά», όλα τα εκρηκτικά υλικά, της αδήμονης εξέγερσης και της ανοιχτής σύγκρουσης, για την επόμενη «μεγάλη αφήγηση», ανανεώνοντας το οπλοστάσιο των ιδεών και, συνακόλουθα, των λέξεων: η γενιά της αμφισβήτησης κατά της γενιάς της συντήρησης. Η ραγδαία μετάβαση από το πολιτικό (ανυπακοή και αντίσταση) στο κοινωνικό (χειραφέτηση και αυτονομία) και στο ιδεολογικό (παραδοσιακός μαρξισμός και Νέα Αριστερά) προκάλεσε πρωτόγνωρες ρήξεις στις δυτικές κοινωνίες μέχρι να προκύψει σειρά μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών, καταδεικνύοντας τις ανεξάντλητες αντοχές του λεγόμενου «συστήματος». Ο καπιταλισμός ενσωμάτωσε ανατρεπτικές ιδέες και προσάρμοσε δεόντως αντισυμβατικές πρακτικές, διευρύνοντας ακροατήρια (audiences), ανανεώνοντας πηγές, ενέργειας και έμπνευσης, και, κυρίως, αγορές σε πείσμα των πολεμίων του, επικυρώνοντας θριαμβικά την επικυριαρχία του το 1989, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και τη συνακόλουθη προέλαση της παγκοσμιοποίησης.
Πενήντα χρόνια μετά, ιστορική και συλλογική μνήμη περιπίπτουν όλο και περισσότερο στη δίνη μιας «κουλτούρας της αναβίωσης» (culture of revival), στο πλαίσιο μιας συστηματικής επετειακής «ρετρομανίας», όπως δείχνουν δύο τουλάχιστον αξιοσημείωτες προσεγγίσεις, της Elizabeth E. Guffrey («Retro. The Culture of Revival, Reaction Books), ως προς τη βιομηχανία του πολιτισμού και την αέναη επιστροφή του ρετρό, και του Simon Reynolds («Retromania. Pop Culture’s Addiction to its Own Past, Faber and Faber), αναφορικά με τη μουσική νοσταλγία μέσα από τις νέες μουσικές και επικοινωνιακές πλατφόρμες.
Ουσιαστικά, και το «1968» εντάσσεται σε μία «πολιτική ρετρομανία», αρχής γενομένης με την Επανάσταση των Μπολσεβίκων (1918), που περισσότερο «αποθηκεύει» τα δεδομένα παρά ενεργοποιεί τα υποκείμενα, ξαναχαράζοντας στις αυλακώσεις του βινύλιου της μνήμης εικόνες και ήχους remastered. Ή, με τα λόγια του Σ. Ρέινολτς: «Ζούμε στο ψηφιακό μέλλον, αλλά εξακολουθούμε ακόμα να αισθανόμαστε υπνωτισμένοι από το αναλογικό παρελθόν μας».
Ελληνικό υστερόγραφο:
Από εκείνο το «τόσο μακρινό, τόσο κοντινό» 1968 η χώρα, απόμακρος συνοικισμός του ευρωπαϊκού άστεως μετά τον Πόλεμο, έχει ελάχιστα πράγματα να θυμάται. Πριν ακόμα συμπληρωθεί ένας χρόνος υπό το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, στο Βουκουρέστι οριστικοποιείται στο πλαίσιο της 12ης Πλατιάς Ολομέλειας του ΚΚΕ η διάσπαση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Τον Απρίλιο, η ΑΕΚ κατακτά το ευρωπαϊκό Κύπελλο Κυπελλούχων στο μπάσκετ, νικώντας τη Σλάβια Πράγας στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο, στις 13 Αυγούστου (μια βδομάδα πριν από την εισβολή των τανκς στην Πράγα) ο Αλέξανδρος Παναγούλης αποτυγχάνει να γίνει τυραννοκτόνος και τον Νοέμβριο ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδούσε για την «Ελένη του Μάη», σε μουσική Γιάννη Γλέζου και (αλληγορικούς;) στίχους Κώστα Κινδύνη.
«Το να γράψεις Ιστορία σημαίνει να αποδώσεις φυσιογνωμία στις χρονολογίες», σημειώνει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο ίδιος μια ξεχωριστή φυσιογνωμία στις χρονολογίες του Μεσοπολέμου που ανακαλύφθηκε εκ νέου όχι μόνο χάρις στον Αντόρνο και στις εκδόσεις Suhrkamp, αλλά και στη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων στη Δ. Γερμανία πρωτίστως, κι αν κάτι χαρακτηρίζει το 1968 είναι οι φυσιογνωμίες του. Στο ομαδικό πορτρέτο εμφανίζονται πρόσωπα που θα μεταποιηθούν σύντομα σε pop εικόνες, θαρρείς βγαλμένες από τον Γουόρχολ:
Τσε και Κον Μπέντιτ,
Μπιτλς και Ρόλινγκ Στόουνς,
Γιόχαν Κρόιφ και Τζορτζ Μπεστ,
Ρόμπερτ Κένεντι και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ,
Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ και Ρούντι Ντούτσκε,
Ουλρίκε Μάινχοφ και Αντρέας Μπάαντερ,
Τουίγκι και Μπομπ Μπίμον.
Παράλληλα, το 1968 παραμένει μέχρι τις μέρες μας η πιο ποπ χρονιά, γεμάτη έντονα χρώματα, τραγούδια που μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη, αιματηρές συγκρούσεις, ψυχεδέλεια και ελευθεριότητα στη σύγχρονη ιστορία του δυτικού κόσμου: μια μαγική μυστηριώδης περιήγηση στις κοινωνίες, όπως το «Μagical mystery tour» που τραγούδησαν τον Δεκέμβριο του 1967 οι Μπιτλς, ξέφρενη και συναρπαστική στο τελευταίο λούνα παρκ της σύγχρονης Ιστορίας. Κι αν στο τζουκ μποξ του ’68 στοιβάζονται αμέτρητα δισκάκια και LP, συγκροτήματα και συναυλίες, μελωδίες και κραυγές (από το «Whiter shade of pale» των Procol Harum, στο «We want the world and we want it now!» του Τζιμ Μόρισον), που διαμόρφωσαν μουσικά τη νεολαία της εποχής, σήμερα απλά συνοδεύουν τις αναζητήσεις των νεολαίων και των γονέων τους στην τεχνολογική συνύπαρξή τους – τώρα πια κυρίως στο ΥouΤube και στο vimeo.
Ομως, ως χρονολογία, το 1968 δεν σηματοδοτεί μόνο ή κυρίως τη νεανική εξέγερση, στο «Φρίσκο», στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στην Πράγα. Νοηματοδοτεί και σκηνοθετεί μιντιακά κάθε φορά εκ νέου την επέτειο: ο προσδιορισμός τού (κάθε) έτους είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση για την κοινωνική κατασκευή, την (ύστερη) αφήγηση και τις «Μυθολογίες» της. Ο Μπαρτ έχει ήδη μιλήσει για τον «μύθο από τα αριστερά» και τον «μύθο από τα δεξιά», προσδίδοντάς του τα χαρακτηριστικά του χρησμού: «Ο μύθος δεν είναι ούτε ένα ψέμα ούτε μια ομολογία: είναι μια απόκλιση».
Στον σκοτεινό θάλαμο της Ιστορίας, το 1968 μπορούμε να το κατανοήσουμε καλύτερα μόνο στο αντεστραμμένο είδωλό του, του «μαγικού αριθμού» –όπως πρόσφατα το πρόβαλε ευφυώς η Frankfurter Allgemeine, στην απομαγευτική ανάλυση του ιστορικού Axel Schildt, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, στον αντίποδα του εκτενούς αφιερώματος του L’ Obs, με τίτλο 68, Le grand tournant (Η μεγάλη στροφή)– αλλά και μέσα από τις διαθλάσεις του χρόνου που προηγήθηκε, του χρόνου που ακολούθησε – ουσιαστικά μιας ολόκληρης δεκαετίας που κωδικοποιήθηκε ως «1968».
Ως χρονολογία, το 1968 συσσωρεύει, «σαν ηφαίστειο που ξυπνά», όλα τα εκρηκτικά υλικά, της αδήμονης εξέγερσης και της ανοιχτής σύγκρουσης, για την επόμενη «μεγάλη αφήγηση», ανανεώνοντας το οπλοστάσιο των ιδεών και, συνακόλουθα, των λέξεων: η γενιά της αμφισβήτησης κατά της γενιάς της συντήρησης. Η ραγδαία μετάβαση από το πολιτικό (ανυπακοή και αντίσταση) στο κοινωνικό (χειραφέτηση και αυτονομία) και στο ιδεολογικό (παραδοσιακός μαρξισμός και Νέα Αριστερά) προκάλεσε πρωτόγνωρες ρήξεις στις δυτικές κοινωνίες μέχρι να προκύψει σειρά μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών, καταδεικνύοντας τις ανεξάντλητες αντοχές του λεγόμενου «συστήματος». Ο καπιταλισμός ενσωμάτωσε ανατρεπτικές ιδέες και προσάρμοσε δεόντως αντισυμβατικές πρακτικές, διευρύνοντας ακροατήρια (audiences), ανανεώνοντας πηγές, ενέργειας και έμπνευσης, και, κυρίως, αγορές σε πείσμα των πολεμίων του, επικυρώνοντας θριαμβικά την επικυριαρχία του το 1989, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και τη συνακόλουθη προέλαση της παγκοσμιοποίησης.
Πενήντα χρόνια μετά, ιστορική και συλλογική μνήμη περιπίπτουν όλο και περισσότερο στη δίνη μιας «κουλτούρας της αναβίωσης» (culture of revival), στο πλαίσιο μιας συστηματικής επετειακής «ρετρομανίας», όπως δείχνουν δύο τουλάχιστον αξιοσημείωτες προσεγγίσεις, της Elizabeth E. Guffrey («Retro. The Culture of Revival, Reaction Books), ως προς τη βιομηχανία του πολιτισμού και την αέναη επιστροφή του ρετρό, και του Simon Reynolds («Retromania. Pop Culture’s Addiction to its Own Past, Faber and Faber), αναφορικά με τη μουσική νοσταλγία μέσα από τις νέες μουσικές και επικοινωνιακές πλατφόρμες.
Ουσιαστικά, και το «1968» εντάσσεται σε μία «πολιτική ρετρομανία», αρχής γενομένης με την Επανάσταση των Μπολσεβίκων (1918), που περισσότερο «αποθηκεύει» τα δεδομένα παρά ενεργοποιεί τα υποκείμενα, ξαναχαράζοντας στις αυλακώσεις του βινύλιου της μνήμης εικόνες και ήχους remastered. Ή, με τα λόγια του Σ. Ρέινολτς: «Ζούμε στο ψηφιακό μέλλον, αλλά εξακολουθούμε ακόμα να αισθανόμαστε υπνωτισμένοι από το αναλογικό παρελθόν μας».
Ελληνικό υστερόγραφο:
Από εκείνο το «τόσο μακρινό, τόσο κοντινό» 1968 η χώρα, απόμακρος συνοικισμός του ευρωπαϊκού άστεως μετά τον Πόλεμο, έχει ελάχιστα πράγματα να θυμάται. Πριν ακόμα συμπληρωθεί ένας χρόνος υπό το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, στο Βουκουρέστι οριστικοποιείται στο πλαίσιο της 12ης Πλατιάς Ολομέλειας του ΚΚΕ η διάσπαση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος. Τον Απρίλιο, η ΑΕΚ κατακτά το ευρωπαϊκό Κύπελλο Κυπελλούχων στο μπάσκετ, νικώντας τη Σλάβια Πράγας στο κατάμεστο Καλλιμάρμαρο, στις 13 Αυγούστου (μια βδομάδα πριν από την εισβολή των τανκς στην Πράγα) ο Αλέξανδρος Παναγούλης αποτυγχάνει να γίνει τυραννοκτόνος και τον Νοέμβριο ο Γιάννης Πουλόπουλος τραγουδούσε για την «Ελένη του Μάη», σε μουσική Γιάννη Γλέζου και (αλληγορικούς;) στίχους Κώστα Κινδύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου