Ο Βλαντιμίρ Πούτιν πρόσφατα μας έδωσε ένα εγχειρίδιο του πώς «στήνει»
κανείς τις εκλογές.
Ο Ρώσος πρόεδρος εξαφάνισε αξιόπιστους αντιπάλους,
κατέστειλε ντιμπέιτ και κέρδισε για τον εαυτό του μία ηχηρή, αν και
απατηλή, νίκη.
Ο Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι, ο
πρόεδρος της Αιγύπτου, έχει πάει αρκετά βήματα παρακάτω ενόψει των
εκλογών . Μέσα σε λίγες εβδομάδες, κάθε
αξιόπιστος υποψήφιος -και όποιος τόλμησε να σηκώσει κεφάλι και απείλησε
την καθιερωμένη τάξη- βρέθηκε υπό κράτηση ή εκφοβίστηκε για να
αποσυρθεί.
Στις εκλογές ο κ. Σίσι αντιμετωπίζει έναν αντίπαλο: Τον
πιστό ηγέτη ενός μικρού κόμματος, που έπαιξε ενεργό ρόλο στην
υποστήριξη μιας δεύτερης θητείας του, πριν υποβάλει την υποψηφιότητά του
την τελευταία στιγμή.
Λίγοι Αιγύπτιοι γνωρίζουν αρκετά για τον Μούσα Μοσταφά Μούσα.
Ακόμη λιγότεροι έχουν εμφανιστεί στις αναιμικές συγκεντρώσεις του,
γνωρίζοντας σίγουρα ότι ο ρόλος του είναι απλώς να παρέχει ένα λεπτό
στρώμα νομιμοποίησης στην ψηφοφορία .
Η έκταση στην οποία κινήθηκε το καθεστώς για να κλείσει το πολιτικό χάσμα προκαλεί διάφορα ερωτήματα.
Πρώτον, τι φοβάται τόσο ο κ. Σίσι;
Χωρίς αμφιβολία έχει σημαντική υποστήριξη στο κοινό, αν και είναι
δύσκολο να γνωρίζει κανείς πόση. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε
που πήρε την εξουσία από το εκλεγμένο κοινοβούλιο του Μοχάμεντ Μόρσι. Το
πραξικόπημά του υποστηρίχθηκε από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, υπό τον
φόβο μιας συνεχιζόμενης και αυξανόμενης επιρροής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στο κράτος.
Η
διακυβέρνησή του, υποστηριζόμενη από τον στρατό, έχει σταματήσει την
πιο βιώσιμη αντιπολίτευση. Συγκεκριμένα, έχει βγάλει παράνομη την
Αδελφότητα και έχει φυλακίσει χιλιάδες στελέχη της. Έχει πατάξει
κοσμικούς αντιπάλους και επικριτές της κοινωνίας των πολιτών, με ζήλο.
Δεν
είναι σαφές γιατί ήταν απαραίτητα τα επιπρόσθετα μέτρα για να απαλλάξει
τις σημερινές εκλογές από οποιονδήποτε ανταγωνισμό, με δεδομένο ότι ο
κ. Σίσι ήταν ήδη κοντά σε ανίκητη θέση.
Ένα δημοψήφισμα που θα
ενέκρινε τη διακυβέρνησή του θα ήταν πιο προτιμητέο από την εκλογική
κοροϊδία, που διεξάγεται σε κλίμα φόβου.
Η Αίγυπτος έχει ζήσει
παρόμοια καταστολή στο παρελθόν. Αλλά είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς
κάποια εποχή κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής τριαντάχρονης
διακυβέρνησης του Xόσνι Μουμπάρακ, που οι βασικές
ελευθερίες ήταν τόσο απαγορευμένες. Τότε, η φυλάκιση και ο βασανισμός
των αντιπάλων του καθεστώτος ήταν ρουτίνα.
Όχι μόνο το μέγεθος της
κακοποίησης είναι πιο μεγάλο σήμερα, αλλά και η νόμιμη διαδικασία είναι
πιο ανεπαρκής. Οι διαφωνούντες κρατούνται απομονωμένοι για εβδομάδες,
χωρίς διέξοδο στις πιο θεμελιώδεις αξίες του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων
δικαιωμάτων.
Η ευκαιρία για συζήτηση έχει πρακτικά εξαφανιστεί, εν μέσω δρακόντειας καταστολής
των μέσων ενημέρωσης και της χρήσης έκτακτων αντιτρομοκρατικών νόμων
για παγίδευση όλων των ειδών των επικριτών. Πρόκειται για μια τραγική
ανατροπή σε μία κοινωνία της οποίας η λαχτάρα για περισσότερη ελευθερία εκφράστηκε τόσο θαρραλέα, κατά τη διάρκεια της αραβικής άνοιξης το 2011.
Είναι
επίσης λάθος...
ο στρατός της Αιγύπτου, που παίζει μεγαλύτερο ρόλο στην
οικονομία και την πολιτική, συνήθως βάζει τη σταθερότητα ως
προτεραιότητα, σε σχέση με τη δημοκρατία. Μία ιστορική συνέπεια ήταν να τροφοδοτήσουν πιο βίαιες μορφές
του πολιτικού Ισλάμ. Υπό την πίεση της Ουάσιγκτον στο τελευταίο κομμάτι
του ρόλου του κ. Μουμπάρακ, το Κάιρο άρχισε να ανοίγεται. Ωστόσο, η
δημόσια οργή για τον αργό ρυθμό της αλλαγής τελικά ξεχύθηκε στην πλατεία
Ταχρίρ.
Αν και ο ισλαμισμός οδηγείται ξανά υπογείως, σήμερα η
Αίγυπτος εμφανίζεται να μην είναι κοντά στην επίλυση της θεμελιώδους
έντασης στην κοινωνία, αυτής μεταξύ πιστών και κοσμικών οραμάτων του
κράτους.
Το γεγονός αφήνει τον στρατό στον ρόλο του διαιτητή.
Οι
εκλογές δείχνουν ότι η υποστηριζόμενη από τον στρατό κυβέρνηση έχει
μάθει μόνο ένα μάθημα από την πρόσφατη Ιστορία: Η δημόσια δυσαρέσκεια
μπορεί να έχει επικίνδυνες συνέπειες, αν δεν ελεγχθεί.
Ωστόσο, το παρελθόν της Αιγύπτου κουβαλάει άλλο ένα σημαντικό μάθημα: Ο υπερβολικός έλεγχος τελικά αποσταθεροποιεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου