ΕΠΙΦΑΝΕΙΣ ΕΛΛΗΝΕΣ - ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΙΛΙΑΣ: Aνυπόταχτος επαναστάτης - παμμέγιστος Δάσκαλος υπέροχος άνθρωπος

Του Χρίστου Στεργ. Μπελλέ



Ο Βασίλης Φίλιας επέλεξε συνειδητά και βιωματικά, με κύριο όπλο παρά πόδας την Παιδεία, να φυλάγει Θερμοπύλες, σ’ έναν τόπο, όπου «κλαδεύει τα δένδρα σε θάμνους», σ’ έναν τόπο, όπου «κεφαλή προεξέχουσα, πυρ…», σ’ έναν τόπο όπου ασύστολα και υποκριτικά τιμά μετά θάνατον, σ’ έναν τόπο όπου εξιδανικεύει τους αποθαμένους και θάβει τους ζωντανούς, σ’ έναν τόπο ευκαιρίας, «πεδίο βολής φτηνό», όπου ξένοι κι αυτόχθονες αργυρώνητοι αθλούνται ασύστολα, πωλώντας, όσο-όσο, τα πανανθρώπινα τιμαλφή του και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι θεωρούνται έωλοι και ανωφελείς. Και, όμως, μίλησε και με την Ιστορία και με την Ελλάδα, αλλιώς, λεβέντικα, καθαρά και αντισυστημικά, γνέφοντάς τους με νόημα: «άφες αυτοίς»…


Ο Βασίλης Φίλιας είχε ήθος, με την ομηρική, έννοια της λέξης, όπου ήθος, σημαίνει τόπο, πατρίδα. Σεργιάνιζε στις γειτονιές του κόσμου κρατώντας σφιχτά το χέρι της μεγάλης του ερωμένης, που δεν ήταν άλλη από τη γενέθλια γη, την πατρίδα, την Ελλάδα. Και τούτο μακράν από σωβινισμούς, μεγαλοϊδέες και φανατισμούς. Για τον Φίλια, πατρίδα δεν είν' το κράτος, οι θεσμοί, τα σταλίκια. Είναι, προπάντων, η γλώσσα, η παράδοση, η Ιστορία και ο πολιτισμός, όλα αυτά που διαφορετικά και επιγραμματικά ονομάζουμε προγόνους, ρίζες. Και όλα αυτά καταυγάζουν και εξακτινώνονται μέσα από τα 33 βιβλία του, τα άρθρα του, τις διαλέξεις του, τις ατέρμονες συζητήσεις του, τις ανησυχίες του, μέχρι την τελευταία ρανίδα της ζωής του. 
 

Ο Βασίλης Φίλιας είχε ήθος, με τη σύγχρονη έννοια της λέξης, όπου ήθος, σημαίνει τρόπο, στάση ζωής. Τούτο το «παιδί» του λόγιου Ερμή, μα και του Άρη, είχε, προπάντων, στάση ζωής, που νοηματοδότησε με αδιαπραγμάτευτους, απαράβατους κώδικες αξιών, που βίωνε ζώντας λιτά, σεμνά και χαμηλόφωνα, αποφεύγοντας τη δημοσιότητα και την τύρβη της αγοράς, πόρρω απέχων απ’ τη σημερινή φοβισμένη διανόηση, τον πνευματικό κόσμο του «δήθεν», των πανηγυριών, των τελετών, των δεξιώσεων, της αφασίας, της σπουδαρχίας, της αιδήμονας, ενοχικής σιωπής.


Τούτος ο παμμέγιστος Δάσκαλος γνώριζε πως η βαθιά και πολύπλευρη κρίση εδράζεται σε σταθερές διαχρονικές παθογένειες, με το έλλειμμα Παιδείας κυριότερη αιτία και αιτιατό της παρακμής. Γνώριζε, επίσης, πως όταν μια κοινωνία παρακμάζει, πρώτα απ’ όλα παρακμάζει η γλώσσα, μιας και η γλώσσα ενσαρκώνει τη σκέψη και η σκέψη μετουσιώνεται σε γλώσσα. Πρόκειται, ακριβώς, για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ομιλούμε για τη γλώσσα που ο Κικέρων ήθελε να διαλέγονται οι θεοί: «ει θεοί διαλέγονται, τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται». Ομιλούμε για γλώσσα θεμέλιο της ταυτότητας και της υπόστασής μας, μιας και «δεν κατοικούμε μια χώρα, κατοικούμε μια γλώσσα και μια Ιστορία». Μέχρι τη στιγμή της «κατάληξής» του, υπήρξε Πρόεδρος στο ιστορικό Πολιτιστικό Σωματείο «Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά», με απροσμέτρητη γλωσσική και εθνική προσφορά.



Πίστευε, ακράδαντα, πως το μείζον πρόβλημα του ανθρώπου είναι...
 η νοηματοδότηση της ζωής του. Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του. Το πρόβλημα της νεολαίας σήμερα είναι αυτό ακριβώς: η ανοηματοδότηση της ζωής. Και στάθμιζε την κύρια ευθύνη στους δασκάλους και, προπαντός, τους δασκάλους των δασκάλων, δηλαδή τους Ακαδημαϊκούς.



Τούτος ο φανατισμένος αστός, ο θηριώδης επαναστάτης, είχε τρομερή αίσθηση χιούμορ και γέλαγε με αφοπλιστική ευγένεια μικρού παιδιού: «Δάσκαλε ανακάλυψα πατέντα να ζήσεις 85 χρόνια, ακόμα», του είπα σοβαρά και βαθυστόχαστα σε ανύποπτο χρόνο. «Τι λες, κύριε Μπελλέ, είμαι όλος αυτιά», ανταποκρίθηκε με βλοσυρή ματιά αληθοφάνειας. «Κάθε βράδυ στην προσευχή σου θα ζητάς απ’ τον Ύψιστο πίστωση χρόνου για 20 ακόμα βιβλία. Οπότε, έχουμε και λέμε… 20 βιβλία επί 4 χρόνια, κατά μέσον όρο έκαστο, μας κάνουν 80, συν 5 ακόμα για έκτακτες παροχές (διαλέξεις, μαθήματα, ταξίδια, κάποια αιθέρια ύπαρξη κλπ) μας κάνουν 85 ακριβώς», του ανέλυσα με αφοπλιστική μαθηματική ενάργεια. «Τι λες, ρε, βλάσφημε, μου ζητάς, δηλαδή, να γίνω θεομπαίχτης;». Γιόμισε το σαλόνι με ζεστό, παιδικό γέλιο, που είχα την αίσθηση πως γέλαγε μαζί μας κι ο Θεός. Γνώριζε, όσο κανείς άλλος, πως η ευτυχία κρύβεται στα μικρά-πελώρια πράγματα της καθεμέρας και το έδειχνε… 
 

Τον χαρακτήριζε η θεϊκή ιδιότητα της έκπληξης. Εκπλησσόταν για πράγματα χιλιοειδωμένα και χιλιοειπωμένα, αφού τίποτε δεν ήταν για εκείνον στατικό, μιας και «τα πάντα ρει». Τούτο το πρόσημο της έκπληξης καθορίζει, επίσης τους μεγάλους του πνεύματος, τους ακραιφνείς επιστημονιστές και ερευνητές. Ο Βασίλης ανήκε σ’ αυτή την χορεία. Τα παιδιά, είναι πιο δυνατά από μας, γιατί πιστεύουν, απ’ την καρδιά τους, στα όνειρα, τα θαύματα, τα παραμύθια, δηλαδή πιστεύουν στις εκπλήξεις. Και ο Βασίλης Φίλιας ήταν ανείπωτα ωραίος, γιατί δε σκότωσε το παιδί που εμπεριείχε. Αυτό ήταν το μυστικό της ομορφιάς, της καλοσύνης (πίσω από την ποικιλώνυμη αυστηρότητά του, κρυβόταν πάνω απ’ όλα ένας καλός άνθρωπος, τόσο απλά), της ολκής , της αειθαλούς νεότητάς του.


Σάκης Καράγιωργας και Βασίλης Φίλιας υπήρξαν από τους σπουδαιότερους βιωματικούς (συμβατότητα διδασκαλίας και στάσης ζωής) και φωτισμένους δασκάλους της Νεότερης Ιστορίας μας με αξιωματικές αρχές-αυτονόητα που θέλουν το δάσκαλο να διδάσκει, να διαπαιδαγωγεί, ν’ αποτελεί πρότυπο, να πιστεύει στην ύπαρξη κακών δασκάλων κι όχι κακών μαθητών. Κοντά τους μάθαινες «γράμματα», ζείδωρες μαγιές σκέψης (πνευματική ανασφάλεια, ανησυχία, υποψία, αμφιβολία, αμφισβήτηση, ανυπακοή, άρνηση κλπ.). Καταύγασμα η στάση τους απέναντι στους ξενοκίνητους απριλιανούς δικτάτορες. Ήταν και οι δυο τους τρόφιμοι των φυλακών Καλαμίου (φυλακές Ιτζεβίν) και Αλικαρνασσού, ύστερα από απόφαση του Στρατοδικείου της Χούντας, για αντίσταση κατά της Αρχής. Οι δύο τιτανικοί άνδρες θεωρούσαν, βασανιστήρια-φυλακίσεις, τα ακριβότερα τιμαλφή τους, τα σπουδαιότερα εύσημά τους. 
 

Ήταν ανείπωτα ωραίος, αγαπούσε τη ζωή, ρουφούσε αχόρταγα Ύπαρξη. Πατρικός, στοργικός, ρομαντικός συναισθηματικός, γνώστης, όσο λίγοι, των τεχνών (Μουσική, Ποίηση, Θέατρο, Κινηματογράφος, κλπ), αγαπούσε και φρόντιζε τα ζώα, τα φυτά, αγαπούσε και σεβόταν τους φίλους. Θεωρούσε ασύγγνωστη αμαρτία να λειτουργείς χωρίς αγάπη στον έρωτα (σ’ όλες του τις εκφάνσεις), στη δουλειά, τη ζωή την ίδια… 
 

Δάσκαλε, δεν ξέρω πώς να σου το πω… πόσο ανείπωτα μας λείπεις…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου