Της ΠΕΠΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗ
Στην ταινία «Ο Θόδωρος και το δίκανο» (1962) του Ντίνου Δημόπουλου σε
σενάριο Νίκου Τσιφόρου, ο πρωταγωνιστής Μίμης Φωτόπουλος κάθε φορά που
τα βρίσκει σκούρα με τις μικροεπαναστάσεις της κόρης του και φτάνει στο
αμήν, φωνάζει στη γυναίκα του το επικό, «Βαρβάρα, το δίκανο».
Είναι το
τελευταίο του «επιχείρημα». Η ύστατη εφεδρεία του.
Πίσω όμως από την βροντώδη απειλή της χαρακτηριστικής αυτής ατάκας ο
θεατής μπορεί να μυριστεί την απόγνωση του καλόκαρδου ήρωα. Και κάθε
φορά που ο Φωτόπουλος την επαναλαμβάνει κατά τη διάρκεια της ταινίας, η
απειλή κάνει στην άκρη για να προβάλει πιο ανάγλυφα η απόγνωση. Ωσπου
προκαλεί το γέλιο. Ενα βιρτουόζικο συγγραφικό τρικ που αποδραματοποιεί
δια της επανάληψης.
Αν μιλήσουμε με σεναριακούς όρους –αφού ούτως ή άλλως βασισμένη σε
παιδαριώδες σενάριο μοιάζει η επικοινωνιακή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με τα
«ιδιαίτερα υλικά», τους αμιγώς «καλούς» και τους αμιγώς «κακούς»– το
δίκανο της κυβέρνησης είναι ο Εμφύλιος. Ή κάτι σαν το ιππικό στα
γουέστερν σπαγγέτι. Στα δύσκολα, στα στενάχωρα, στα αδιέξοδα τον
εργαλειοποιεί επικοινωνιακά. Μοιάζει σαν το σίκουελ του «Κατέβασε τη
Μαρέβα από το παταρι» που τόσο εύστοχα έχει περιγράψει στο Protagon, πριν από τρεις μήνες, η Ρέα Βιτάλη.
Παίρνουν το «Οχι» και το κάνουν «Ναι»; Βροντάει ο Ολυμπος, αστράφτει η
Γκιώνα και οι «αριστεροί» βουλευτές βγαίνουν στο «βουνό» του
Κολωνακίου.
Αργεί να κλείσει η αξιολόγηση; Ναι, αλλά ψυχή βαθιά.
Τα
στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τοποθετούνται οικογενειακώς σε δημόσιες θέσεις; Ο
νεολαίος Σχινάς – Παπαδόπουλος (γεννημένος το 1985) θυμάται τον παππού
του και «διασκευάζει», νοερά, τους στίχους των αντάρτικων. «Ο
Γοργοπόταμος στην Αλαμάνα στέλνει περήφανο διορισμό».
Κόβονται
συντάξεις, ανεβαίνουν οι φόροι; Ναι αλλά εμείς ήρθαμε για να πάρουν
εκδίκηση τα κόκκινα όνειρα.
Σκάνε οι επικοινωνιακές κυβερνητικές
φούσκες; Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, γεννημένος 33 χρόνια μετά τη λήξη του
Εμφυλίου, βάζει το αμπέχωνό του (στα χίπστερ μπαρμπέρικα της οδού
Αμερικής) και θυμάται μετά βδελυγμίας τότε που τον έλεγαν «συμμορίτη».
Ενας παροξυσμός επαναλαμβανόμενου ονειρικού ρεβανσισμού που κάνει ένα
άγαρμπο total recall στην Ιστορία και, όπως στην ταινία, γίνεται τελικά
κωμικός.
Γιατί, εν τω μεταξύ, παίρνουν φόρα και οι απέναντι, η Εύα Καϊλη
θυμάται τον παππού της που δεν ήταν ακριβώς παππούς της αλλά, τέλος
πάντων, τον έσφαξαν οι αντάρτες. Στο καφενείο της Βουλής μαθαίνω ότι
βγαίνουν λεκτικά κονσερβοκούτια, ξαναχτίζονται Πηγάδες και ο Μελιγαλάς
«νοιώθει ευτυχής» στην τοποθεσία Βουκουρεστίου και Σόλωνος. Και κάπως
έτσι, τα δράματα της Ιστορίας επαναλαμβάνονται ως παρωδίες. Ντροπή μας.
Ο Εμφύλιος ανήκει στην Ιστορία μας. Δεν προσφέρεται για
μικροπολιτικές σκοπιμότητες 70 σχεδόν χρόνια μετά τη λήξη του. Δεν το
λέω εγώ. Το διαβάζω σε ένα κείμενο του γιατρού Πέτρου Σ. Κόκκαλη στην,
από την Κατίνα Τέντα – Λατίφη, βιογραφία του.
Ο «ζωγράφος με το νυστέρι» που θυσίασε την κοινωνική, ακαδημαϊκή,
επιστημονική και οικονομική του αίγλη στο όραμα της Αριστεράς, που, λόγω
των πεποιθήσεών του, βρέθηκε, από καθηγητής Πανεπιστημίου, σε μία
κλινική των Αγίων Αναργύρων και, όταν έπαθε έμφραγμα στην είσοδό της οι
συνάδελφοί του δίσταζαν να τον βοηθήσουν για να μην στιγματιστούν ως
αριστεροί, λίγους μήνες μετά έγραφε:
«Ταξικό μίσος δε θα πει η μια τάξη να μισεί την άλλη για να την
καβαλήσει και να την υποδουλώσει.
Αυτό είναι χυδαία αντίληψη (δυστυχώς
αρκετά διαδεδομένη) σε καθυστερημένα –τεχνητά φανατισμένα ή και φύση
τυχοδιωκτικά– εγκληματικά στρώματα.
Στην καλύτερη περίπτωση είναι...
Τα σέβη μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου