«Ερχομαι από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, όπου πέρασα τρεις ώρες.
Είδα τα πάντα, και τα μελέτησα προσεκτικά. Τι πλούσια που είναι η Φύση!
Τόσα πουλιά, τόσα ζώα, τόσες πεταλούδες, τόσα έντομα κάθε είδους, άλλα
πράσινα σα σμαράγδια, άλλα κόκκινα σαν κοράλλια. Και κάτι μικρά,
τοσοδούτσικα μαμουνάκια, μικρότερα από κεφαλάκι καρφίτσας!».
«Δε μου λες, ο ελέφαντας πως σου φάνηκε; Δεν είναι σαν βουνό ολόκληρο;».
«Ο ελέφαντας; Μπα; Είχε και ελέφαντα;».
Ο παραπάνω διάλογος είναι το φινάλε ενός μύθου του Ιβάν Κριλόφ, ρώσου
συγγραφέα του 19ου αιώνα. Εγινε γνωστός από την αναφορά του στους
«Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι, όπου ένας χαρακτήρας, αναφερόμενος
στον κριτικό και διανοούμενο Βησσαρίωνα Μπελίνσκι, λέει: «Είναι σαν τον
ήρωα του Κριλόφ, που πήγε στο Μουσείο και δεν είδε τον ελέφαντα». Αυτή
είναι η αρχική καταγωγή της έκφρασης «ο ελέφαντας στο δωμάτιο». Δηλώνει,
ως γνωστό, κάτι εντελώς προφανές και καθοριστικό σε κάποιο ζήτημα, που
όμως κάποιοι επιμένουν να μην το βλέπουν.
Κάτι σχετικό συμβαίνει και με κάποιους σήμερα στην Ελλάδα, με
πρωταθλητές τον Πρωθυπουργό, τους υπουργούς του, αλλά και αρκετούς
δημοσιολογούντες: κοιτάζουν την Τουρκία του Ερντογάν αλλά δε βλέπουν τον
ελέφαντα.
Μια υπενθύμιση της ύπαρξής του ήρθε τις τελευταίες μέρες ξανά
δυστυχώς στην επικαιρότητα με τον πιο δραματικό τρόπο, με το πογκρόμ
συλλήψεων δημοσιογράφων, πολιτικών, απλών πολιτών, ακόμη και γιατρών,
που εξαπολύθηκε εναντίον όσων τόλμησαν να ασκήσουν κριτική για την
επίθεση στο Αφρίν της Συρίας.
Αλλά σε όσους συμπατριώτες μας διατηρούν, παρ όλα αυτά, αντιληπτικό
πρόβλημα με τη γείτονα, συστήνω να διαβάσουν την φετινή αναφορά του
«Οίκου Ελευθερίας» (Freedom House), που μόλις κυκλοφόρησε.
Ο «Οίκος Ελευθερίας» είναι μια Μη-Κυβερνητική Οργάνωση που ιδρύθηκε
τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την πολιτικό και ακτιβίστρια Ελινορ
Ρούσβελτ, ευρύτερα γνωστή ως σύζυγο του προέδρου Ρούσβελτ. Από το 1972, η
οργάνωση εκδίδει κάθε χρόνο την αναφορά «Ελευθερία στον Κόσμο», όπου
κατατάσσει τις χώρες του πλανήτη σε τρεις κατηγορίες: «Ελεύθερη»,
«Μερικώς Ελεύθερη», και «Μη Ελεύθερη».
Αυτή η αξιολόγηση προσμετρά τη
λειτουργία του κράτος δικαίου, την ποιότητα της Δικαιοσύνης, τη διάκριση
των εξουσιών, την ελευθερία της έκφρασης και των ΜΜΕ, τους ελέγχους
στην κρατική αυθαιρεσία, και άλλους παράγοντες που δίνουν νόημα στην
έννοια «ελευθερία».
Ενδεικτικά, στην κατάταξη για το 2017, που μόλις
δημοσιεύθηκε, η Νορβηγία και η Σουηδία είναι στην κορυφή, ενώ η Βόρεια
Κορέα και η Συρία στο βυθό. H χώρα μας είναι στα χαμηλά της ανώτερης
κατηγορίας: «Ελεύθερη», στο παρά κάτι.
Αυτό που ενδιαφέρει εδώ είναι ότι φέτος η Τουρκία πέρασε για πρώτη
φορά την τελευταία δεκαετία από την κατάσταση του «Μερικώς ελεύθερη»,
στο «Μη ελεύθερη».
Η βαθμολόγησή της είναι 32/100, δηλαδή τρεις μονάδες
κάτω από την Αλγερία, και πέντε από την Ιορδανία. Δεν το λες και
επιτυχία.
Κι όμως. Ο Πρωθυπουργός μας και η κυβέρνησή του επιμένουν να
μιλούν για την Τουρκία σαν να είναι δημοκρατική χώρα. Σαν να μη βλέπουν
δηλαδή —ας το πούμε έτσι— τον ελέφαντα στο παλάτι με τα 1.100 δωμάτια
που έφτιαξε ο Ερντογάν για τον εαυτό του.
Δεν αντιλέγω, ότι σε θέματα διπλωματικών χειρισμών η εθελοτυφλία
είναι φυσική: όταν μιλάς με μια άλλη χώρα για διεθνείς συμφωνίες ή
καταστάσεις που άπτονται της εθνικής άμυνας, είναι φυσικό να μη βάζεις
στο επίκεντρο την πολιτική της κατάσταση. Κι ούτε είμαι τρελός, να
προτείνω η Ελλάδα να κηρύξει αντιστασιακό αγώνα στην Τουρκία, μια χώρα
που θέλουμε να είναι φίλη, αλλά υπήρξε στο παρελθόν και μπορεί να
ξαναγίνει στο μέλλον εχθρική. Αλλά από αυτού του σημείου, μέχρι του να
υμνούμε τη… δημοκρατία της, το πράγμα απέχει πολύ.
Ενδεικτικότερο δείγμα της άρνησης του Πρωθυπουργού, και όχι μόνο, να
δουν τον ελέφαντα στο παλάτι του Ερντογάν είναι οι επίμονες αναφορές
στην κυβέρνησή του ως «νόμιμα εκλεγμένη», με τον υπαινιγμό ότι είναι άρα
και δημοκρατική. Θυμίζω ότι οι «νόμιμες εκλογές» (ιδιαίτερα όταν τα
αποτελέσματά τους αμφισβητούνται από διεθνείς παρατηρητές) δεν συνιστούν
απόδειξη δημοκρατικότητας, γιατί τότε θα ήταν και ο Χίτλερ δημοκράτης,
αφού νόμιμα εξελέγη. Αλλωστε, σύμφωνα με την αξιολόγηση του «Οίκου
Ελευθερίας», η Τουρκία δεν περιλαμβάνεται καν στις «εκλογικές
δημοκρατίες» (electoral democracies), αφού για τον χαρακτηρισμό αυτό
πρέπει να ισχύουν και άλλοι όροι εκτός από το να γίνονται εκλογές: να
υφίστανται οι προϋποθέσεις για να είναι ελεύθερες.
Η έφεση του Ερντογάν προς τον αυταρχισμό άρχισε να εκδηλώνεται έντονα
το 2013, με τις διαμαρτυρίες κατά της οικοπεδοποίησης του Πάρκου Γκεζί,
όπου σκοτώθηκαν 22 πολίτες και τραυματίσθηκαν χιλιάδες, και κατόπιν με
τις αποκαλύψεις για σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς όπου εμπλέκεται ο ίδιος
και άτομα του περιβάλλοντός του, (Παρεμπιπτόντως, αυτά τα δύο συμβάντα
ήταν καθοριστικά στη σύγκρουση του με τον Γκιουλέν, με τον οποίο ως τότε
είχαν καλές σχέσεις).
Αλλά το αποκορύφωμα ήρθε με τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου 2016. Για
αυτά γνωρίζουμε σήμερα με βεβαιότητα, σύμφωνα με σοβαρές διεθνείς πηγές,
τα εξής:
α) ότι υπήρξε κίνηση ενός ελάχιστου ποσοστού (περίπου 1,4%)
των Ενόπλων Δυνάμεων κατά της κυβέρνησης,
β) ότι η κίνηση ήταν
εξαιρετικά κακοσχεδιασμένη και καταδικασμένη στην αποτυχία,
γ) ότι δε
συμμετείχε στο σχεδιασμό της ο Γκιουλέν, και
δ) ότι ο Ερντογάν ήξερε από
αρκετά πριν ότι η κίνηση ήταν εν εξελίξει.
Οι πληροφορίες αυτές
προέρχονται μεταξύ άλλων από δηλώσεις εκπροσώπων Δυτικών μυστικών
υπηρεσιών, συμβούλων του ΟΗΕ και της ΕΕ, και αναλύσεις δημοσιογράφων και
μελετητών της Τουρκίας σε σοβαρά δυτικά έντυπα.
Επιπλέον, κάποιοι σοβαροί αναλυτές παρουσιάζουν ενδείξεις ότι το
πραξικόπημα ήταν σχεδιασμένο από τον Ερντογάν και αξιωματικούς
προσκείμενους σε αυτόν. Δεν λαμβάνω εδώ υπ’ όψει τη θεωρία καθώς, όπως
έγραψε ο Ντέιβιντ Φίλιπς, Διευθυντής του Ινστιτούτου Μελέτης Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων του Πανεπιστημίου Κολούμπια, «όσο είναι στην εξουσία ο
Ερντογάν είναι πρακτικά αδύνατο να επιβεβαιωθεί».
Το σίγουρο είναι ότι, είτε τα γεγονότα του Ιουλίου 2016 ήταν μια
ερασιτεχνική απόπειρα πραξικοπήματος —σε έναν στρατό, σημειωτέον, που δε
διακρίνεται για τον ερασιτεχνισμό του, ειδικά στα πραξικοπήματα—, είτε
ήταν σκηνοθετημένα, ο Ερντογάν γνώριζε από πριν ότι θα συμβούν. Επ’
αυτού έχουμε πολλές μαρτυρίες, αλλά και δύο εντελώς αδιάσειστες, καθώς
δημοσιεύονται στα τουρκικά ΜΜΕ και προέρχονται από δυο θερμούς
υποστηρικτές του: τον λαϊκοεθνικιστική τούρκο πολιτικό Ντογού Πέριντσεκ,
και τον διαβόητο ρώσο ακροδεξιό Αλεξάντρ Ντούγκιν.
Το γεγονός ότι ο Ερντογάν γνώριζε για την απόπειρα και δεν έκανε κάτι
για τη σταματήσει, τον καθιστά εν μέρει τουλάχιστον υπεύθυνο για τα
θύματά της. Πάντως την αιτία που δεν έκανε τίποτε τη γνωρίζουμε, αφού ο
ίδιος χαρακτήρισε την απόπειρα, ήδη τα χαράματα της 16ης Ιουλίου, «δώρο
Θεού». Ο λιγότερο μεταφυσικός Μπρούνο Καλ, αρχηγός των μυστικών
υπηρεσιών της Γερμανίας, εξέφρασε ύστερα από μήνες την άποψη ότι σε
καμία περίπτωση δεν οργάνωσε την απόπειρα ο Γκιουλέν, ενώ τη χαρακτήρισε
«απλώς μια δικαιολογία για τη σειρά των διώξεων των πολιτικών αντιπάλων
του Ερντογάν» που ακολούθησε.
Σύμφωνα με τη βρετανική Independent, οι υπηρεσίες πληροφοριών της ΕΕ
χαρακτήρισαν την απόπειρα «καταλύτη προσχεδιασμένων διώξεων», ενώ ο
αρχηγός του κεμαλικού κόμματος, Κιλιντσντάρογλου, τη χαρακτήρισε
«ελεγχόμενο πραξικόπημα». Και έκτοτε, κάθε λίγο και λιγάκι, όποτε
προκύπτει νέα ανάγκη, γίνεται στην Τουρκία μια καινούργια αναφορά σε
κάποιο γεγονός σχετικό με την 15η Ιουλίου, που συχνά το πρωτακούμε, ώστε
να καλυφθεί κάποια νέα επικοινωνιακή ανάγκη του Ερντογάν. Ετσι, αμέσως
πριν την εισβολή στη Συρία, η Άγκυρα ανακοίνωσε ξαφνικά ότι υπαίτιος για
την απόπειρα πραξικοπήματος ήταν ο Γκιουλέν, όπως μας έλεγε ως τώρα,
αλλά… η CIA. Η 15η Ιουλίου έχει γίνει η Μητέρα όλων των Μύθων.
Εξ αρχής, διεθνείς σχολιαστές παρομοίασαν την απόπειρα του
πραξικοπήματος με τον «Εμπρησμό του Ράιχσταγκ», το συμβάν που έδωσε την
αφορμή στον Χίτλερ να γίνει από «δημοκρατικά εκλεγμένος» ηγέτης απόλυτος
τύραννος. Σαν τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου, ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ
δεν αποτέλεσε απειλή για το καθεστώς. Σήμερα γνωρίζουμε ότι υπαίτιός του
ήταν ένας «μοναχικός λύκος», ο νεαρός ολλανδός κομμουνιστής Μαρίνους
βαν ντερ Λούμπε, που έδρασε μόνος ελπίζοντας ότι με τη φωτιά θα
ξεσήκωνε, όπως έλεγε, την εργατική τάξη της Γερμανίας. Αντ᾽ αυτού, έδωσε
στο χιτλερικό καθεστώς την ευκαιρία να στήσει μια θεαματική δίκη
προβεβλημένων κομμουνιστών, που δεν είχαν καμία ανάμειξη, και πάνω από
όλα να εκδώσει το «Διάταγμα του Εμπρησμού του Ράιχσταγκ», δηλαδή τον
θεμέλιο λίθο της ναζιστικής τυραννίας.
Κάπως αντίστοιχα εκμεταλλεύτηκε ο Ερντογάν ό,τι έγινε, ή και δεν
έγινε, στις 15 Ιουλίου του 2016. Το «Καθεστώς Εκτακτης Ανάγκης» που
επέβαλλε, αρχικά για τρεις μήνες, παρατείνεται συνεχώς, δίνοντας στον
Ερντογάν το δικαίωμα να κυβερνά ως απόλυτος δικτάτορας. Ένα από τα
χαρακτηριστικότερα διατάγματα που εκδόθηκαν τον τελευταίο καιρό, με ισχύ
νόμου, λέει το αδιανόητο για όποιον ζει σε ελεύθερη χώρα: «Οι πολίτες
που αυτοδικούν, ανεξαρτήτως της σοβαρότητας των πράξεων τους, κατά
εχθρών της δημοκρατίας, δεν διώκονται ποινικά». Εδώ «εχθροί της
δημοκρατίας» είναι φυσικά οι εχθροί του Ερντογάν: αν δηλαδή ένας πολίτης
σκοτώσει έναν αντίπαλο του Ερντογάν, γιατί κατά τη γνώμη του πρόσβαλλε
τη «δημοκρατία», έχει ασυλία. Χαρώ εγώ τη δημοκρατία!
Οπως και άλλες «Μη Ελεύθερες» χώρες, η Τουρκία του Ερντογάν εκδηλώνει
τον τελευταίο ενάμιση χρόνο την ανελευθερία της με πολλούς τρόπους, με
πρώτους και χειρότερους τις επιθέσεις στους δυο βασικούς πυλώνες της
δημοκρατίας: τα ελεύθερα ΜΜΕ και την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη.
Από τις 15 Ιουλίου 2016, πάνω από 300 δημοσιογράφοι έχουν συλληφθεί,
εκατοντάδες έχουν διαφύγει στο εξωτερικό, ενώ περίπου 200 ΜΜΕ έχουν
κλείσει με κυβερνητικό φιρμάνι. Στην κατάσταση του κράτους δικαίου και
της Δικαιοσύνης η κατάσταση είναι εφιαλτική. Έχουν προσαχθεί βίαια
130.000 τούρκοι πολίτες, και είναι στις φυλακές περισσότεροι από 60.000.
Οι συνθήκες κράτησής είναι απάνθρωπες, η πρόσβαση σε νομικές υπηρεσίες
σχεδόν ανύπαρκτη. Στο δικαστικό σώμα έχει γίνει πραγματική σφαγή, αφού
σχεδόν 4.500 (τεσσερισήμισι χιλιάδες!) δικαστές και εισαγγελείς έχουν
απολυθεί, ενώ κάποιες εκατοντάδες είναι φυλακισμένοι. Οι δίκες των
πολιτικών αντιπάλων του Ερντογάν γίνονται κατά συνέπεια από δικαστές και
εισαγγελείς που δέχθηκαν να μείνουν στα αξιώματά τους μετά την
αναιτιολόγητη απόλυση 4.500 συναδέλφων τους. (Καταλαβαίνουμε πόσο μπορεί
να σέβονται οι άνθρωποι αυτοί το λειτούργημά τους). Δε θέλει πολλή
φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι οι δίκες που γίνονται είναι παρωδία
δικαιοσύνης. Αλλωστε, επ’ αυτού είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τις
απόψεις του Ερντογάν και στη χώρα μας, στη συνέντευξή του στον Αλέξη
Παπαχελά: έκδηλα έκπληκτος, είπε ότι δεν είναι δυνατόν η ελληνική
Δικαιοσύνη να αποφασίζει εναντίον των βουλήσεων της εκτελεστικής
εξουσίας. Ο άνθρωπος όχι μόνο βιάζει τη δημοκρατία. Δεν ξέρει καν τι
είναι!
Οι δίκες στη σημερινή Τουρκία θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό το άλλο
κτηνώδες καθεστώς της δεκαετίας του 1930. Στα πλαίσια της λεγόμενης
«Μεγάλης Εκκαθάρισης», ο Στάλιν εκτέλεσε περίπου 700.000 ανθρώπους, τους
περισσότερους χωρίς δίκη. Ειδικά στις «Δίκες της Μόσχας», όπου
δικάστηκαν υπό πλήρη κινηματογραφική κάλυψη τα πιο διακεκριμένα στελέχη
του Κομμουνιστικού Κόμματος, οι κατηγορούμενοι έφταναν στο δικαστήριο με
«ομολογίες» προετοιμασμένες —άσχετες φυσικά με την αλήθεια—
αποσπασμένες με φρικτά βασανιστήρια ή απειλές για εκτέλεση των μελών των
οικογενειών τους (συχνά και τα δύο), και καταδικάζονταν με αποφάσεις
προειλημμένες. Κάτι παρόμοιο γίνεται και στη σημερινή Τουρκία, όπου τα
βασανιστήρια και οι εκβιασμοί κυριαρχούν στην δημιουργία «ομολογιών»
στις συνεχείς δίκες των φερομένων ως πραξικοπηματιών, ενισχυμένες και
από τους πάντα πρόθυμους φιλοκυβερνητικούς μάρτυρες, που καταθέτουν ό,τι
έχουν ανάγκη οι διωκτικές αρχές. «Τροτσκιστές», «σαμποτέρ»,
«δολοφόνους», «πράκτορες του ιμπεριαλισμού» έλεγαν οι εισαγγελείς του
Στάλιν τους κατηγορούμενους τότε. «Γκιουλενιστές», «τρομοκράτες»,
«δολοφόνους», «πράκτορες των Αμερικάνων» (το τελευταίο, καινούργιο),
τους λένε τώρα οι εισαγγελείς του Ερντογάν. Οι χαρακτηρισμοί αλλάζουν,
αλλά η ουσία παραμένει η ίδια: ψεύτικες κατηγορίες, ψεύτικες ομολογίες,
αλλά πραγματικότατες και σκληρότατες καταδίκες. Ο τουρκικός λαός είναι
στο έλεος ενός «ντε φάκτο δικτάτορα», όπως τον ανέφερε χαρακτηριστικά η
εφημερίδα των Βρυξελλών, New Europe.
Δεν χρειάζεται περισσότερη ανάλυση. Η Τουρκία δεν είναι ελεύθερη. Ο
Ερντογάν διοικεί τυραννικά, έχοντας καταλύσει το κράτος δικαίου και την
ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Το ότι η «δημοκρατική εκλογή» του δεν
καθιστά το καθεστώς του δημοκρατικό είναι πασιφανές σε όλους, εκτός από
όσους δε θέλουν να το δουν, για δικούς τους λόγους.
Ας πάψει λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση να μιλά για «πραξικοπηματίες»
που τάχα πήγαν να ανατρέψουν τον μεγάλο δημοκράτη Ερντογάν, και...
Το πρώτο πράγμα που πεθαίνει στον απολυταρχισμό είναι η
αλήθεια και στην Τουρκία η αλήθεια έχει πεθάνει από καιρό. Η άρνηση
αυτού του γεγονότος, από επίσημα χείλη, προσβάλλει τη δημοκρατία στην
Ελλάδα.
Εμείς που «έχουμε περάσει δικτατορίες», όπως αρέσκεται να λέει ο
Πρωθυπουργός μας, ας μην καταπίνουμε αμάσητα τα παραμύθια του δικτάτορα
Ερντογάν. Ο ελέφαντας υπάρχει, είναι τεράστιος, και βρίσκεται στο
προεδρικό παλάτι του.
Μάτια να έχει κανείς, τον βλέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου