Του ΝΙΚΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΡΑ
Πλησιάζει, λοιπόν, η ώρα της κρίσης, αυτής που ο ελληνικός πολιτικός κόσμος πίστευε ότι μπορούσε να αναβάλλει ες αεί.
Το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για το τελικό όνομα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας βόλευε, δεν ανάγκαζε καμία κυβέρνηση, κανένα κόμμα, κανέναν πολιτικό να κάνουν αυτό που όλοι φοβούνται – να πάρουν την ευθύνη για έναν συμβιβασμό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος που παρουσίαζε το κρατίδιο στο βόρειο σύνορό μας ήταν ανύπαρκτος· η ζημία, όμως, που προκλήθηκε από την αδυναμία να βρεθεί λύση ικανοποιητική για τις δύο πλευρές είχε επιπτώσεις πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι φαινόταν στην αρχή του προβλήματος.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών πήρε τη μορφή της άρνησης και των δύο να συμβιβασθούν, της αλυτρωτικής προπαγάνδας των Σκοπίων που επιβεβαίωνε τις ελληνικές υποψίες για τους στόχους των εκεί εθνικιστών, του αποκλεισμού που επέβαλε η Αθήνα τη δεκαετία του ’90, των διαφωνιών και διενέξεων όπου εμφανιζόταν το «Μακεδονία» ως όνομα της γειτονικής χώρας.
Το κόστος δεν ήταν μόνο η δύσκολη διακρατική σχέση: η διαμάχη είχε βαρύτατες συνέπειες στις εσωτερικές εξελίξεις των δύο χωρών και στην εξωτερική πολιτική τους. Και στις δύο, ενθαρρύνθηκε ο εθνικισμός και η επιδίωξη μαξιμαλιστικών λύσεων, αποκλείοντας τον συμβιβασμό. Η ΠΓΔΜ παρέμεινε σε διπλωματική απομόνωση, ενώ στην Ελλάδα μία κυβέρνηση έπεσε με αφορμή το ζήτημα αυτό και οι επόμενες επέλεξαν είτε να εντείνουν την πίεση στα Σκόπια είτε να μην επιδιώκουν λύση που θα είχε πολιτικό κόστος. Για σχεδόν τρεις δεκαετίες, η Αθήνα έχασε πολυτιμότατο πολιτικό κεφάλαιο, με έμμεσο κόστος στα ζητήματα της Κύπρου και των ελληνοτουρκικών διαφορών. Μπαίνοντας στο τέλμα, η Ελλάδα απεμπόλησε την ευκαιρία να αναλάβει ηγετικό πολιτικό και οικονομικό ρόλο στα Βαλκάνια – σε μια εποχή που ήταν η μόνη χώρα της περιοχής που ήταν μέλος και της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ.
Οσο το ζήτημα έμενε άλυτο, οι Ελληνες πολιτικοί μπορούσαν να κατηγορούν τα Σκόπια για αδιαλλαξία και να περιμένουν τον αντίπαλο να παραδοθεί άνευ όρων.
Αφηναν την ευθύνη για την αποδοχή συμβιβαστικής λύσης σε κάποιον άλλον, στο μέλλον. (Η ίδια νοοτροπία, βεβαίως, οδήγησε στην κρίση χρέους.)
Σήμερα, όμως, είναι φανερό ότι...
και χωρίς το ορόσημο της συνόδου του ΝΑΤΟ το καλοκαίρι, είναι ώρα για λύση.
Θα απαιτήσει πολιτικό σθένος και από τις δύο πλευρές. Εάν το ζήτημα διχάσει τον πολιτικό μας κόσμο, θα δούμε ποιοι αποτολμούν λύσεις και ποιοι λογαριάζουν μόνο το πολιτικό κόστος, ποιοι διαχειρίζονται προβλήματα και ποιοι περιμένουν απ’ άλλους. Η ενδοκυβερνητική ταραχή και όποιοι εσωκομματικοί διχασμοί θα είναι το μικρότερο τίμημα που έχουμε πληρώσει για το «μακεδονικό ζήτημα».
Πλησιάζει, λοιπόν, η ώρα της κρίσης, αυτής που ο ελληνικός πολιτικός κόσμος πίστευε ότι μπορούσε να αναβάλλει ες αεί.
Το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις για το τελικό όνομα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας βόλευε, δεν ανάγκαζε καμία κυβέρνηση, κανένα κόμμα, κανέναν πολιτικό να κάνουν αυτό που όλοι φοβούνται – να πάρουν την ευθύνη για έναν συμβιβασμό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος που παρουσίαζε το κρατίδιο στο βόρειο σύνορό μας ήταν ανύπαρκτος· η ζημία, όμως, που προκλήθηκε από την αδυναμία να βρεθεί λύση ικανοποιητική για τις δύο πλευρές είχε επιπτώσεις πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι φαινόταν στην αρχή του προβλήματος.
Η διαμάχη μεταξύ των δύο χωρών πήρε τη μορφή της άρνησης και των δύο να συμβιβασθούν, της αλυτρωτικής προπαγάνδας των Σκοπίων που επιβεβαίωνε τις ελληνικές υποψίες για τους στόχους των εκεί εθνικιστών, του αποκλεισμού που επέβαλε η Αθήνα τη δεκαετία του ’90, των διαφωνιών και διενέξεων όπου εμφανιζόταν το «Μακεδονία» ως όνομα της γειτονικής χώρας.
Το κόστος δεν ήταν μόνο η δύσκολη διακρατική σχέση: η διαμάχη είχε βαρύτατες συνέπειες στις εσωτερικές εξελίξεις των δύο χωρών και στην εξωτερική πολιτική τους. Και στις δύο, ενθαρρύνθηκε ο εθνικισμός και η επιδίωξη μαξιμαλιστικών λύσεων, αποκλείοντας τον συμβιβασμό. Η ΠΓΔΜ παρέμεινε σε διπλωματική απομόνωση, ενώ στην Ελλάδα μία κυβέρνηση έπεσε με αφορμή το ζήτημα αυτό και οι επόμενες επέλεξαν είτε να εντείνουν την πίεση στα Σκόπια είτε να μην επιδιώκουν λύση που θα είχε πολιτικό κόστος. Για σχεδόν τρεις δεκαετίες, η Αθήνα έχασε πολυτιμότατο πολιτικό κεφάλαιο, με έμμεσο κόστος στα ζητήματα της Κύπρου και των ελληνοτουρκικών διαφορών. Μπαίνοντας στο τέλμα, η Ελλάδα απεμπόλησε την ευκαιρία να αναλάβει ηγετικό πολιτικό και οικονομικό ρόλο στα Βαλκάνια – σε μια εποχή που ήταν η μόνη χώρα της περιοχής που ήταν μέλος και της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ.
Οσο το ζήτημα έμενε άλυτο, οι Ελληνες πολιτικοί μπορούσαν να κατηγορούν τα Σκόπια για αδιαλλαξία και να περιμένουν τον αντίπαλο να παραδοθεί άνευ όρων.
Αφηναν την ευθύνη για την αποδοχή συμβιβαστικής λύσης σε κάποιον άλλον, στο μέλλον. (Η ίδια νοοτροπία, βεβαίως, οδήγησε στην κρίση χρέους.)
Σήμερα, όμως, είναι φανερό ότι...
και χωρίς το ορόσημο της συνόδου του ΝΑΤΟ το καλοκαίρι, είναι ώρα για λύση.
Θα απαιτήσει πολιτικό σθένος και από τις δύο πλευρές. Εάν το ζήτημα διχάσει τον πολιτικό μας κόσμο, θα δούμε ποιοι αποτολμούν λύσεις και ποιοι λογαριάζουν μόνο το πολιτικό κόστος, ποιοι διαχειρίζονται προβλήματα και ποιοι περιμένουν απ’ άλλους. Η ενδοκυβερνητική ταραχή και όποιοι εσωκομματικοί διχασμοί θα είναι το μικρότερο τίμημα που έχουμε πληρώσει για το «μακεδονικό ζήτημα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου