Του ΝΙΚΟΥ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ο συνομιλητής μου ήταν σε οίστρο. Βρισκόμασταν
μια παρέα, φίλοι ή απλώς γνωστοί, γύρω από ένα τραπέζι και το θέμα είχε
εξελιχθεί σε ένα από τα αγαπημένα των Ελλήνων, την αστική τάξη.
Και είναι αγαπημένο γιατί ο καθένας θεωρεί αυτονόητο όχι μόνον ότι ανήκει στους «λίγους» αστούς της χώρας αλλά και ότι η αστική καταβολή του χάνεται στον χρόνο.
Και είναι ενδιαφέρον ότι το θέμα του ελληνικού ταξικού συστήματος συζητείται όχι τόσο γιατί υπάρχει κανένα φλέγον ζήτημα, αλλά γιατί τεχνηέντως η κυβέρνηση διαχωρίζει την κοινωνία σε επαίτες, από τη μια, και σε καπνιστές πούρων, από την άλλη.
Το θέμα της συζήτησης, λοιπόν, θα είχε εκπέσει σε ανέκδοτα και τρέχοντα ζητήματα, αν ο συνομιλητής μας δεν ήταν τόσο παθιασμένος, καθώς επέμενε στην άποψη ότι υπάρχει σχέδιο αφαίμαξης της αστικής, ή άλλως μεσαίας, τάξης. Αυτό αρκούσε για να ξαναφουντώσει η συζήτηση, αφού ο καθένας είχε να προσθέσει ή να επαυξήσει, γεγονός που δημιούργησε ανοχή στο άναμμα λίγων ακόμη τσιγάρων. Ισως να μην είναι πολύ «αστική» αυτή η συμπεριφορά σε ένα εστιατόριο, αλλά ήμασταν Ελληνες στην Αθήνα, στο δικό μας «χωράφι» εν καιρώ παρατεταμένης κρίσης και γενικευμένης ανομίας και, επιτέλους, νιώθαμε ότι «βαλλόμαστε». Ετσι η συζήτηση προχώρησε από την καταστροφή των αστών στον ορισμό του μέσου Ελληνα.
Στο σημείο αυτό, οι ώς εκείνη τη στιγμή σιωπηλοί της παρέας ξιφούλκησαν και άκουσα ακόμη και την άποψη ότι ο μέσος Ελληνας είναι έννοια άπιαστη, φευγαλέα, εντελώς υποκειμενική και επί της ουσίας ουτοπική. Μάθαμε λοιπόν στο τραπέζι ότι ο μέσος Ελληνας δεν υπάρχει, γιατί απλούστατα η ποικιλομορφία του είδους δεν μπορεί να συναιρείται σε στατιστικά μεγέθη και ότι επιπλέον αυτό που ο Χ θεωρεί «μέσον όρο», ο Ψ, πολύ απλά, το αμφισβητεί. Η συζήτηση σερνόταν ανοίγοντας σε ατέρμονες περιπτωσιολογίες, κατά την προσφιλή ελληνική (αστική ή όχι) συνήθεια, και εκεί που οι περισσότεροι είχαμε πιστέψει, με ανακούφιση, ότι όλοι συμφωνούμε ως προς το γενικό αδιέξοδο και ότι «ας πληρώσουμε, να φύγουμε», ο αρχικός και επίμονος συνομιλητής μας είπε:
«Και τι θα λέγατε σε κάποιον που θα αμφισβητούσε την αστική σας ταυτότητα κρίνοντας μόνο και μόνο από τα χρέη σας, από τον μικροαστικό τρόπο ζωής σας και εν γένει από την ηττοπάθεια με την οποία δεχόσαστε την περιθωριοποίησή σας; Πώς θα πείθατε ότι είστε μεσαία τάξη ενώ πένεστε;».
Τι ήταν να το πει αυτό; Ανάμεσα σε νέους ορισμούς για την αστική τάξη, που είναι κυρίως «πολιτισμική και όχι οικονομική», σηκωθήκαμε άπαντες όρθιοι, κατάκοποι από μία ανέξοδη συζήτηση από την οποία το μόνο που είχαμε συγκρατήσει ήταν ότι «μέσος Ελληνας» δεν υπάρχει.
Ευχαριστημένοι και ομονοούντες, αναχωρήσαμε.
Και είναι αγαπημένο γιατί ο καθένας θεωρεί αυτονόητο όχι μόνον ότι ανήκει στους «λίγους» αστούς της χώρας αλλά και ότι η αστική καταβολή του χάνεται στον χρόνο.
Και είναι ενδιαφέρον ότι το θέμα του ελληνικού ταξικού συστήματος συζητείται όχι τόσο γιατί υπάρχει κανένα φλέγον ζήτημα, αλλά γιατί τεχνηέντως η κυβέρνηση διαχωρίζει την κοινωνία σε επαίτες, από τη μια, και σε καπνιστές πούρων, από την άλλη.
Το θέμα της συζήτησης, λοιπόν, θα είχε εκπέσει σε ανέκδοτα και τρέχοντα ζητήματα, αν ο συνομιλητής μας δεν ήταν τόσο παθιασμένος, καθώς επέμενε στην άποψη ότι υπάρχει σχέδιο αφαίμαξης της αστικής, ή άλλως μεσαίας, τάξης. Αυτό αρκούσε για να ξαναφουντώσει η συζήτηση, αφού ο καθένας είχε να προσθέσει ή να επαυξήσει, γεγονός που δημιούργησε ανοχή στο άναμμα λίγων ακόμη τσιγάρων. Ισως να μην είναι πολύ «αστική» αυτή η συμπεριφορά σε ένα εστιατόριο, αλλά ήμασταν Ελληνες στην Αθήνα, στο δικό μας «χωράφι» εν καιρώ παρατεταμένης κρίσης και γενικευμένης ανομίας και, επιτέλους, νιώθαμε ότι «βαλλόμαστε». Ετσι η συζήτηση προχώρησε από την καταστροφή των αστών στον ορισμό του μέσου Ελληνα.
Στο σημείο αυτό, οι ώς εκείνη τη στιγμή σιωπηλοί της παρέας ξιφούλκησαν και άκουσα ακόμη και την άποψη ότι ο μέσος Ελληνας είναι έννοια άπιαστη, φευγαλέα, εντελώς υποκειμενική και επί της ουσίας ουτοπική. Μάθαμε λοιπόν στο τραπέζι ότι ο μέσος Ελληνας δεν υπάρχει, γιατί απλούστατα η ποικιλομορφία του είδους δεν μπορεί να συναιρείται σε στατιστικά μεγέθη και ότι επιπλέον αυτό που ο Χ θεωρεί «μέσον όρο», ο Ψ, πολύ απλά, το αμφισβητεί. Η συζήτηση σερνόταν ανοίγοντας σε ατέρμονες περιπτωσιολογίες, κατά την προσφιλή ελληνική (αστική ή όχι) συνήθεια, και εκεί που οι περισσότεροι είχαμε πιστέψει, με ανακούφιση, ότι όλοι συμφωνούμε ως προς το γενικό αδιέξοδο και ότι «ας πληρώσουμε, να φύγουμε», ο αρχικός και επίμονος συνομιλητής μας είπε:
«Και τι θα λέγατε σε κάποιον που θα αμφισβητούσε την αστική σας ταυτότητα κρίνοντας μόνο και μόνο από τα χρέη σας, από τον μικροαστικό τρόπο ζωής σας και εν γένει από την ηττοπάθεια με την οποία δεχόσαστε την περιθωριοποίησή σας; Πώς θα πείθατε ότι είστε μεσαία τάξη ενώ πένεστε;».
Τι ήταν να το πει αυτό; Ανάμεσα σε νέους ορισμούς για την αστική τάξη, που είναι κυρίως «πολιτισμική και όχι οικονομική», σηκωθήκαμε άπαντες όρθιοι, κατάκοποι από μία ανέξοδη συζήτηση από την οποία το μόνο που είχαμε συγκρατήσει ήταν ότι «μέσος Ελληνας» δεν υπάρχει.
Ευχαριστημένοι και ομονοούντες, αναχωρήσαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου