Του ΚΩΣΤΑ ΙΟΡΔΑΝΙΔΗ
Τον Φεβρουάριο του 1993, ο τότε πρωθυπουργός
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διατύπωνε την άποψη ότι το θέμα του ονόματος της
Δημοκρατίας των Σκοπίων δεν είναι τόσο σοβαρό και ότι «κανείς δεν θα το
θυμάται σε δέκα χρόνια».
Φθάσαμε αισίως στα τέλη του 2017 και η ονομασία της ΠΓΔ της Μακεδονίας αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα πολιτικής αντιπαραθέσεως, πριν συνομολογηθεί καν συμφωνία, ενόψει της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ τον προσεχή Ιούλιο, οπότε θα τεθεί εκ νέου θέμα εντάξεως αυτής της χώρας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Παρέλκει ασφαλώς το ιστορικό της κρίσεως του «μακεδονικού ζητήματος» υπό τη νέα του μορφή –διότι περί αυτού και μόνον πρόκειται– και η άθλια διαχείρισή του, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, όταν διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις μονίμου αδιεξόδου, οπότε στις συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών, υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, αποκλείσθηκε η αναγνώριση του νέου κράτους εάν στην ονομασία του αναφερόταν η λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγό της.
Ο τραγέλαφος όμως ήταν ότι, στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, οι συζητήσεις και οι προτάσεις που υποβάλλονταν στις δύο χώρες από τον διαμεσολαβητή Μάθιου Νίμιτς αφορούσαν μια σύνθετη ονομασία, αναιρετική της αποφάσεως των πολιτικών αρχηγών.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι την εποχή εκείνη υπήρξε μια στρέβλωση του περιεχομένου της λέξεως «πατριωτισμός».
Σε όλες τις εποχές, η λέξη «πατριωτισμός» σημαίνει –εκτός της προσαρτήσεως εδαφών– διεύρυνση της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής επιρροής μιας χώρας, στον άμεσο περίγυρό της κατ’ αρχήν.
Ο ελληνικός «πατριωτισμός», που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του ’90, ήταν αμυντικός, φυλετικός και άκρως αντιπαραγωγικός, ως μη επεκτατικός, διότι η πίεση μεταφέρθηκε από τα Σκόπια στην Αθήνα.
Πέραν τούτου, ο ελληνικός «πατριωτισμός» οδήγησε σε...
περαιτέρω ενίσχυση του αλυτρωτισμού σε αυτή τη χώρα, με βασικούς φορείς τούς φυγάδες του ανταρτοπολέμου, που είχαν καταφύγει από την Ελλάδα στη Γιουγκοσλαβία. Από μιαν άποψη πρόκειται για συνέχιση του Εμφυλίου, με άλλα μέσα.
Σε αυτή τη βάση συνεχίζουμε υφιστάμενοι πιέσεις και ανιχνεύοντας «συμφιλιωτικές» πρωτοβουλίες και οδηγούμεθα σε ήττα, είτε συνομολογηθεί μια συμφωνία είτε όχι.
Το αδιέξοδο είναι πλήρες και ουδείς συναισθάνεται την ευθύνη. Οι πάντες αισθάνονται δικαιωμένοι, είτε επιδιώκουν μια λύση συμβιβαστική είτε την απορρίπτουν. Μόνον ένας πολιτικός, ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα, στις 29 Μαρτίου 1993, αποδοκιμάζοντας τους χειρισμούς του πρωθυπουργού Μητσοτάκη και την αδιαλλαξία του ΠΑΣΟΚ. Ο άνθρωπος αηδίασε· τόσο απλά.
Φθάσαμε αισίως στα τέλη του 2017 και η ονομασία της ΠΓΔ της Μακεδονίας αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα πολιτικής αντιπαραθέσεως, πριν συνομολογηθεί καν συμφωνία, ενόψει της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ τον προσεχή Ιούλιο, οπότε θα τεθεί εκ νέου θέμα εντάξεως αυτής της χώρας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Παρέλκει ασφαλώς το ιστορικό της κρίσεως του «μακεδονικού ζητήματος» υπό τη νέα του μορφή –διότι περί αυτού και μόνον πρόκειται– και η άθλια διαχείρισή του, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, όταν διαμορφώθηκαν οι προϋποθέσεις μονίμου αδιεξόδου, οπότε στις συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών, υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, αποκλείσθηκε η αναγνώριση του νέου κράτους εάν στην ονομασία του αναφερόταν η λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγό της.
Ο τραγέλαφος όμως ήταν ότι, στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, οι συζητήσεις και οι προτάσεις που υποβάλλονταν στις δύο χώρες από τον διαμεσολαβητή Μάθιου Νίμιτς αφορούσαν μια σύνθετη ονομασία, αναιρετική της αποφάσεως των πολιτικών αρχηγών.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι την εποχή εκείνη υπήρξε μια στρέβλωση του περιεχομένου της λέξεως «πατριωτισμός».
Σε όλες τις εποχές, η λέξη «πατριωτισμός» σημαίνει –εκτός της προσαρτήσεως εδαφών– διεύρυνση της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής επιρροής μιας χώρας, στον άμεσο περίγυρό της κατ’ αρχήν.
Ο ελληνικός «πατριωτισμός», που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του ’90, ήταν αμυντικός, φυλετικός και άκρως αντιπαραγωγικός, ως μη επεκτατικός, διότι η πίεση μεταφέρθηκε από τα Σκόπια στην Αθήνα.
Πέραν τούτου, ο ελληνικός «πατριωτισμός» οδήγησε σε...
περαιτέρω ενίσχυση του αλυτρωτισμού σε αυτή τη χώρα, με βασικούς φορείς τούς φυγάδες του ανταρτοπολέμου, που είχαν καταφύγει από την Ελλάδα στη Γιουγκοσλαβία. Από μιαν άποψη πρόκειται για συνέχιση του Εμφυλίου, με άλλα μέσα.
Σε αυτή τη βάση συνεχίζουμε υφιστάμενοι πιέσεις και ανιχνεύοντας «συμφιλιωτικές» πρωτοβουλίες και οδηγούμεθα σε ήττα, είτε συνομολογηθεί μια συμφωνία είτε όχι.
Το αδιέξοδο είναι πλήρες και ουδείς συναισθάνεται την ευθύνη. Οι πάντες αισθάνονται δικαιωμένοι, είτε επιδιώκουν μια λύση συμβιβαστική είτε την απορρίπτουν. Μόνον ένας πολιτικός, ο πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα, στις 29 Μαρτίου 1993, αποδοκιμάζοντας τους χειρισμούς του πρωθυπουργού Μητσοτάκη και την αδιαλλαξία του ΠΑΣΟΚ. Ο άνθρωπος αηδίασε· τόσο απλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου