Του ΜΙΧΑΛΗ ΤΣΙΝΤΣΙΝΗ
Τα θέματα, βέβαια, δεν είναι συγκρίσιμα. Είναι συγκρίσιμες μόνον οι μέθοδοι.
Την προηγούμενη φορά που διχάστηκε ο κυβερνητικός συνασπισμός –στο νομοσχέδιο για την αναγνώριση ταυτότητας φύλου– η αντιπολίτευση κλυδωνίστηκε εξίσου. Το Μαξίμου ισοσκέλισε το κόστος της διαφοροποίησης των ΑΝΕΛ με το όφελος από τη ζάλη του αντιπάλου.
Το πρόωρο τελεσίγραφο της Νέας Δημοκρατίας προς την κυβέρνηση για το θέμα της ονομασίας της FYROM δείχνει να ενσωματώνει αυτήν την εμπειρία. Προτού το Μαξίμου προλάβει να στήσει μια ψευτοαντιπαράθεση –για να σοβατίσει έτσι και τις ενδοκυβερνητικές ρωγμές–, η αξιωματική αντιπολίτευση φρόντισε να ορίσει η ίδια το πεδίο.
Αυτές οι ρωγμές δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται. Κανένας από τους δύο εταίρους δεν υπάρχει χωρίς τον άλλον. Γι’ αυτό, είτε ο ένας είτε ο άλλος θα ταΐσει στο τέλος τον σκουπιδοφάγο που άλεσε και τα προηγούμενα, αντιμνημονιακά, βέτο.
Μα, δεν είναι βάρος για τον Τσίπρα ένας εταίρος που σπεύδει, προτού καν ξεκινήσει καλά καλά η διαπραγμάτευση, να την υπονομεύσει με ένα βέτο;
Είναι. Αλλά ο πρωθυπουργός έχει δείξει αποφασισμένος να επωμίζεται αυτό το βάρος ακόμη και σε υποθέσεις που δεν έχουν κανένα πολιτικό επίχρισμα – ακόμη και εκεί που θα είχε λόγο να αφήσει τον υπουργό Αμυνας να απολογείται μόνος.
Η άλλη χρήσιμη εμπειρία από το παρελθόν είναι ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ όχι μόνο χωνεύουν τις εσωτερικές τους εντάσεις, αλλά καταφέρνουν κιόλας να τις εξάγουν. Το σενάριο της προσφυγής στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ή ακόμη και ενός δημοψηφίσματος για το προϊόν της διαπραγμάτευσης, μόνο εξωπραγματικό δεν ακούγεται. Είναι μέσα στο ρεπερτόριο των κυβερνητικών εταίρων να εξάγουν την κρίση τους, μετατρέποντάς τη σε κρίση των πάντων, χωρίς να υπολογίζουν τον κίνδυνο κοινωνικής πόλωσης. Ή, μάλλον, υπολογίζοντας κιόλας ορισμένες φορές σε ποια μέτωπα τους συμφέρει να πυροδοτήσουν μια τέτοια πόλωση.
Πρόκειται για την κυβέρνηση που έχει εκδηλώσει πρόθεση να κάνει δημοψήφισμα ακόμη και για τη συνταγματική αναθεώρηση. Είχε οδηγήσει στο τραπέζι του Προεδρικού μέχρι και τη δυστοκία της για το ασφαλιστικό.
Γιατί να μη δοκιμάσει ένα αντίστοιχο παραθεσμικό πείραμα σε κάτι τόσο σπουδαίο όσο το θέμα του ονόματος;
Αν απομονώσει κάποιος τις δηλώσεις Καμμένου από την εμβατηριακή τους ενορχήστρωση μένει μόνο αυτή η προαναγγελία:
Της παροχέτευσης του διλήμματος στο «εφετείο» της Προεδρίας, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν διέξοδος για μια διχασμένη κυβέρνηση. Και, αντιστοίχως, σαν θέατρο συναινετικού «σωφρονισμού» της αντιπολίτευσης.
Αυτή η εκδοχή θα ήταν ίσως υπερβολικά καχύποπτη αν δεν είχε εφαρμοστεί επανειλημμένα η ίδια μεθοδολογία. Αν δεν υπήρχαν και τώρα οι ενδείξεις ότι το όνομα της FYROM δεν είναι ο σκοπός. Είναι ένα ακόμη μέσο.
Τα θέματα, βέβαια, δεν είναι συγκρίσιμα. Είναι συγκρίσιμες μόνον οι μέθοδοι.
Την προηγούμενη φορά που διχάστηκε ο κυβερνητικός συνασπισμός –στο νομοσχέδιο για την αναγνώριση ταυτότητας φύλου– η αντιπολίτευση κλυδωνίστηκε εξίσου. Το Μαξίμου ισοσκέλισε το κόστος της διαφοροποίησης των ΑΝΕΛ με το όφελος από τη ζάλη του αντιπάλου.
Το πρόωρο τελεσίγραφο της Νέας Δημοκρατίας προς την κυβέρνηση για το θέμα της ονομασίας της FYROM δείχνει να ενσωματώνει αυτήν την εμπειρία. Προτού το Μαξίμου προλάβει να στήσει μια ψευτοαντιπαράθεση –για να σοβατίσει έτσι και τις ενδοκυβερνητικές ρωγμές–, η αξιωματική αντιπολίτευση φρόντισε να ορίσει η ίδια το πεδίο.
Αυτές οι ρωγμές δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται. Κανένας από τους δύο εταίρους δεν υπάρχει χωρίς τον άλλον. Γι’ αυτό, είτε ο ένας είτε ο άλλος θα ταΐσει στο τέλος τον σκουπιδοφάγο που άλεσε και τα προηγούμενα, αντιμνημονιακά, βέτο.
Μα, δεν είναι βάρος για τον Τσίπρα ένας εταίρος που σπεύδει, προτού καν ξεκινήσει καλά καλά η διαπραγμάτευση, να την υπονομεύσει με ένα βέτο;
Είναι. Αλλά ο πρωθυπουργός έχει δείξει αποφασισμένος να επωμίζεται αυτό το βάρος ακόμη και σε υποθέσεις που δεν έχουν κανένα πολιτικό επίχρισμα – ακόμη και εκεί που θα είχε λόγο να αφήσει τον υπουργό Αμυνας να απολογείται μόνος.
Η άλλη χρήσιμη εμπειρία από το παρελθόν είναι ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ όχι μόνο χωνεύουν τις εσωτερικές τους εντάσεις, αλλά καταφέρνουν κιόλας να τις εξάγουν. Το σενάριο της προσφυγής στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ή ακόμη και ενός δημοψηφίσματος για το προϊόν της διαπραγμάτευσης, μόνο εξωπραγματικό δεν ακούγεται. Είναι μέσα στο ρεπερτόριο των κυβερνητικών εταίρων να εξάγουν την κρίση τους, μετατρέποντάς τη σε κρίση των πάντων, χωρίς να υπολογίζουν τον κίνδυνο κοινωνικής πόλωσης. Ή, μάλλον, υπολογίζοντας κιόλας ορισμένες φορές σε ποια μέτωπα τους συμφέρει να πυροδοτήσουν μια τέτοια πόλωση.
Πρόκειται για την κυβέρνηση που έχει εκδηλώσει πρόθεση να κάνει δημοψήφισμα ακόμη και για τη συνταγματική αναθεώρηση. Είχε οδηγήσει στο τραπέζι του Προεδρικού μέχρι και τη δυστοκία της για το ασφαλιστικό.
Γιατί να μη δοκιμάσει ένα αντίστοιχο παραθεσμικό πείραμα σε κάτι τόσο σπουδαίο όσο το θέμα του ονόματος;
Αν απομονώσει κάποιος τις δηλώσεις Καμμένου από την εμβατηριακή τους ενορχήστρωση μένει μόνο αυτή η προαναγγελία:
Της παροχέτευσης του διλήμματος στο «εφετείο» της Προεδρίας, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν διέξοδος για μια διχασμένη κυβέρνηση. Και, αντιστοίχως, σαν θέατρο συναινετικού «σωφρονισμού» της αντιπολίτευσης.
Αυτή η εκδοχή θα ήταν ίσως υπερβολικά καχύποπτη αν δεν είχε εφαρμοστεί επανειλημμένα η ίδια μεθοδολογία. Αν δεν υπήρχαν και τώρα οι ενδείξεις ότι το όνομα της FYROM δεν είναι ο σκοπός. Είναι ένα ακόμη μέσο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου