Του ΚΩΣΤΑ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗ
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, ακούγεται και
γράφεται, με πλεόνασμα σοφίας, σωρηδόν. Από τα μικρά και ασήμαντα έως τα
σπουδαία και ζωτικά: από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα εθνικής σημασίας με τα
γιούχα στον εθνικό ύμνο των αντιπάλων έως το ψυχορράγημα ενός ανθρώπου·
από την αγορά λαχείου και τη συνακόλουθη ατομική εφήμερη παραμυθία έως
τις αγωνιώδεις έρευνες στα χαλάσματα για ανεύρεση επιζώντων από φονικό
σεισμό· από τον μαραθώνιο να βρεις εισιτήριο με Ι.Χ. στο παρά πέντε σε
πλοίο τον Δεκαπενταύγουστο έως την επαναφορά μας σε στοιχειωδώς
αξιοπρεπή κανονικότητα και μύρια άλλα κ.λπ.
Η ελπίδα, λέξη αντίδωρο, εύηχη ακόμα και σε καθ’ έξιν απατημένο ακροατήριο, δεν κακοφορμίζει: νεκρανασταίνεται για να πεθάνει πάλι τελευταία. Κι όταν αμπαλάρεται με δημόσια συνθηματολογία επαναφορτίζεται η πειστική επικοινωνιακή της υπεραξία.
Το βιώσαμε στο πετσί τα τελευταία χρόνια, όταν υπό συνθήκες θυμού και απελπισίας, ακόμα και τα πιο ανεδαφικά, κραυγαλέα υπερφίαλα ταξίματα, απέκτησαν λαϊκή δυναμική.
«Ενας ηγέτης είναι έμπορος ελπίδας» διακήρυξε πολύ νωρίτερα από το Βατερλώ ο Ναπολέων, κατόπιν Μέγας. Δεκαετίες πριν από σήμερα, όποιος δεν διάβαζε Μίλαν Κούντερα, ήταν το μίασμα βιβλιοφάγων. Ο Κούντερα λοιπόν –τι είχε να χάσει;– έκανε πιο σκεπτική την ανθρωπότητα μετεγγράφοντας ότι «η αισιοδοξία είναι το όπιο του λαού». Κι είναι η ελπίδα που γονιμοποιεί προσδοκίες, παράγοντας μαζική –ενίοτε υστερική, τυφλή– αισιοδοξία. «Είμαι αισιόδοξος. Δεν φαίνεται να έχει καμιά χρησιμότητα να είμαι οτιδήποτε άλλο» είπε σαρκάζοντας τον σαρκασμό του ο Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Ο ίδιος σε ώρα κορυφαίου ιστορικού πραγματισμού, εκτιμώντας εξαρχής τη φοβερή τροπή του πολέμου (Β΄ Παγκόσμιος) απευθύνθηκε με την πιο ωμή ειλικρίνεια στον βρετανικό λαό: «Σας υπόσχομαι ιδρώτα, δάκρυα, λύπη και αίμα».
Αντιγράφω άλλη μια αποφαντική πληθυσμιακή διχοτόμηση, από τις αναρίθμητες που μας βυθίζουν σε βαθύ αναστοχασμό: «Στη ζωή υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: οι αισιόδοξοι και οι απαισιόδοξοι. Οι απαισιόδοξοι έχουν συνήθως δίκιο. Αν, όμως, η ανθρωπότητα έφτασε ώς εδώ, αυτό το χρωστάει στους αισιόδοξους» διατύπωσε με διπλωματική μαεστρία ο φιλόσοφος Καρλ Πόπερ.
Οι ημέτεροι πάροχοι ελπίδας με ασύγγνωστη αυτοπεποίθηση καμώνονται πως ξεχνούν τις δαμόκλειες δεσμεύσεις της χώρας, δηλαδή όλων μας, για τα πολλά επόμενα χρόνια· με κάτι υπογραφές «νααα».
Να...
πεθαίνει και η κοροϊδία τελευταία;
Η ελπίδα, λέξη αντίδωρο, εύηχη ακόμα και σε καθ’ έξιν απατημένο ακροατήριο, δεν κακοφορμίζει: νεκρανασταίνεται για να πεθάνει πάλι τελευταία. Κι όταν αμπαλάρεται με δημόσια συνθηματολογία επαναφορτίζεται η πειστική επικοινωνιακή της υπεραξία.
Το βιώσαμε στο πετσί τα τελευταία χρόνια, όταν υπό συνθήκες θυμού και απελπισίας, ακόμα και τα πιο ανεδαφικά, κραυγαλέα υπερφίαλα ταξίματα, απέκτησαν λαϊκή δυναμική.
«Ενας ηγέτης είναι έμπορος ελπίδας» διακήρυξε πολύ νωρίτερα από το Βατερλώ ο Ναπολέων, κατόπιν Μέγας. Δεκαετίες πριν από σήμερα, όποιος δεν διάβαζε Μίλαν Κούντερα, ήταν το μίασμα βιβλιοφάγων. Ο Κούντερα λοιπόν –τι είχε να χάσει;– έκανε πιο σκεπτική την ανθρωπότητα μετεγγράφοντας ότι «η αισιοδοξία είναι το όπιο του λαού». Κι είναι η ελπίδα που γονιμοποιεί προσδοκίες, παράγοντας μαζική –ενίοτε υστερική, τυφλή– αισιοδοξία. «Είμαι αισιόδοξος. Δεν φαίνεται να έχει καμιά χρησιμότητα να είμαι οτιδήποτε άλλο» είπε σαρκάζοντας τον σαρκασμό του ο Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Ο ίδιος σε ώρα κορυφαίου ιστορικού πραγματισμού, εκτιμώντας εξαρχής τη φοβερή τροπή του πολέμου (Β΄ Παγκόσμιος) απευθύνθηκε με την πιο ωμή ειλικρίνεια στον βρετανικό λαό: «Σας υπόσχομαι ιδρώτα, δάκρυα, λύπη και αίμα».
Αντιγράφω άλλη μια αποφαντική πληθυσμιακή διχοτόμηση, από τις αναρίθμητες που μας βυθίζουν σε βαθύ αναστοχασμό: «Στη ζωή υπάρχουν δύο είδη ανθρώπων: οι αισιόδοξοι και οι απαισιόδοξοι. Οι απαισιόδοξοι έχουν συνήθως δίκιο. Αν, όμως, η ανθρωπότητα έφτασε ώς εδώ, αυτό το χρωστάει στους αισιόδοξους» διατύπωσε με διπλωματική μαεστρία ο φιλόσοφος Καρλ Πόπερ.
Οι ημέτεροι πάροχοι ελπίδας με ασύγγνωστη αυτοπεποίθηση καμώνονται πως ξεχνούν τις δαμόκλειες δεσμεύσεις της χώρας, δηλαδή όλων μας, για τα πολλά επόμενα χρόνια· με κάτι υπογραφές «νααα».
Να...
πεθαίνει και η κοροϊδία τελευταία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου