Γράφει ο ΦΑΛΗΡΕΥΣ
Τις ημέρες αυτές, συζητείται από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής ένα
σχέδιο νόμου, το οποίο αν τελικά περάσει από τη Βουλή θα σημάνει το
τέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας.
Θα σημάνει, δηλαδή, την
υποταγή ενός εκπαιδευτικού θεσμού υψηλής αξίας στην πολιτικοποίηση –αυτή
που διέβρωσε όλους τους θεσμούς από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα–
και, επίσης, τη μεταμόρφωσή του σε μία ακόμη άσκοπη προέκταση ενός
κράτους που υπάρχει για να συντηρείται και να ευημερεί η κομματοκρατία.
Η ρίζα της κακοτυχίας του Ινστιτούτου βρίσκεται στο ότι προήλθε από
διακρατική σύμβαση με την Ιταλία το 1949 και, ως εκ τούτου, το ελληνικό
υπουργείο Εξωτερικών είχε πάντα ισχυρό λόγο στη διοίκησή του. Να
σημειωθεί ότι ο έλεγχος του υπουργείου υφίσταται μολονότι το Ινστιτούτο
δεν χρηματοδοτείται από τον Ελληνα φορολογούμενο· χρηματοδοτείται από
την αξιοποίηση της σημαντικής περιουσίας της ελληνικής κοινότητας που
του έχει δωρηθεί.
Ο σκοπός του Ινστιτούτου, όπως ορίζεται στον σχετικό
νόμο, είναι η προαγωγή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών, η
μελέτη των σχέσεων Βυζαντίου, νεότερου ελληνισμού και δυτικού κόσμου,
κυρίως μέσω της αξιοποίησης των πλούσιων αρχείων της ελληνικής
κοινότητας, αλλά και εκείνων της Βενετίας. Ο διευθυντής του έχει
πενταετή θητεία και εκλέγεται από την Ακαδημία Αθηνών.
Δεν
είναι καθόλου τυχαίο ότι από το 1982, δηλαδή με το ΠΑΣΟΚ να καλπάζει
αφηνιασμένο, ξεκίνησε η προσπάθεια του υπουργείου να θέσει υπό τον πλήρη
έλεγχό του το Ινστιτούτο, με τον σκοπό να το μετατρέψει σε «πολιτιστικό
κέντρο». Οχι ακριβώς με την έννοια που έδινε στον όρο ο αείμνηστος
διανοούμενος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Γιαννόπουλος, αλλά κάτι παρεμφερές:
κέντρο για την προώθηση της πολιτιστικής διπλωματίας. Χρησιμοποίησαν
τότε μια μέθοδο, που δεν εκπλήσσει για την πρωτοτυπία της. Με σκοπό να
υπονομεύσουν το κύρος του τότε διευθυντή Μ. Ι. Μανούσακα, δημιούργησαν
ένα κλίμα με δημοσιεύσεις στον Τύπο περί δήθεν οικονομικών ατασθαλιών,
ώστε να αρχίσουν οι διαχειριστικοί έλεγχοι, να κινηθεί έπειτα η
Δικαιοσύνη και να βρεθεί ξαφνικά το Ινστιτούτο μπλεγμένο σε μια βρώμικη
υπόθεση, η οποία από τον μέσο άνθρωπο, που δεν έχει χρόνο ή όρεξη να
ψάξει και βολεύεται με την ευκολία, γίνεται αντιληπτή ως σκάνδαλο.
«Επομένως», σου λέει, «καλά κάνει και βάζει λουκέτο το υπουργείο σε ένα
ινστιτούτο όπου κάποιοι γραμματιζούμενοι φλώροι τρώνε τα λεφτά του
κοσμάκη».
Αυτή ήταν η λογική του σχεδίου. Στο δικαστήριο, όμως, οι
κατηγορίες εναντίον του Μανούσακα κατέπεσαν και το υπουργείο, που είχε
υποκινήσει την υπόθεση, βρέθηκε εκτεθειμένο.
Αυτό που εκπλήσσει είναι ότι το υπουργείο χρησιμοποιεί ξανά την ίδια
μέθοδο και με τον ίδιο σκοπό, τούτη τη φορά εναντίον της διακεκριμένης
βυζαντινολόγου Χρύσας Μαλτέζου, επί των ημερών της οποίας, από το 1998
έως το 2011, όταν εξελέγη στην Ακαδημία, το Ινστιτούτο ήκμασε.
Στα
χρόνια αυτά, αποκαταστάθηκαν τα κτίρια του Ινστιτούτου, συντηρήθηκαν
έργα τέχνης και ανακαινίσθηκε το μουσείο – όλα αυτά με δωρεές που
εξασφάλιζε το κύρος της Μαλτέζου. Ταξινομήθηκαν, καταλογογραφήθηκαν και
ψηφιοποιήθηκαν τα αρχεία του Ινστιτούτου (πάνω 1.000.000 φύλλα). Τέλος,
εκδόθηκαν 90 μελέτες και πάνω από 30 υπότροφοι-ερευνητές φιλοξενήθηκαν
για να εκπονήσουν εκεί τις διατριβές τους, υπό την εποπτεία της Μαλτέζου
που ήταν και καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ. Εν ολίγοις, όχι μόνον ήταν παραγωγικό
το Ινστιτούτο τα χρόνια αυτά, αλλά και η ερευνητική λειτουργία του ήταν
συνδεδεμένη με το πανεπιστήμιο στην Αθήνα.
Παρ’ όλα αυτά, κατέφυγαν στη γνωστή διαδικασία για να υπονομεύσουν το
κύρος και το ήθος της Μαλτέζου και ας έδειξε ο διαχειριστικός έλεγχος
το 2010 ότι καμία ζημία για το Δημόσιο δεν προέκυψε από τη λειτουργία
του Ινστιτούτου.
Ο σκοπός της σπίλωσης ήταν αυτό που συζητείται τώρα
στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής:
H δυνατότητα μετατροπής του
Ινστιτούτου σε κέντρο πολιτιστικής διπλωματίας υπό τον έλεγχο του
υπουργείου.
Πρόκειται, φυσικά, για αστειότητα! Η αποτελεσματικότερη μορφή
πολιτιστικής διπλωματίας είναι η παραγωγική συμμετοχή στο διεθνές πεδίο
της επιστημονικής έρευνας και γνώσης, αυτό δηλαδή που μπορεί να κάνει το
Ινστιτούτο υπό άξια διεύθυνση.
Οι αληθινοί λόγοι είναι άλλοι. Μήπως ότι
το υπουργείο, δηλαδή το κράτος, θα καρπωθεί τα έσοδα από την
εκμετάλλευση της περιουσίας του Ινστιτούτου – έσοδα που σήμερα
διατίθενται για τους ερευνητικούς και επιστημονικούς σκοπούς του
Ινστιτούτου, ενώ θα μπορούσαν να προστεθούν στο υπερπλεόνασμα της
κυβέρνησης;
Κυρίως, όμως, ότι, υπαγόμενο πλήρως στο υπουργείο, το
Ινστιτούτο θα μετατραπεί ουσιαστικά σε μια πολυτελή «ντάτσα» για τους
Πελεγρίνηδες κάθε κυβέρνησης.
Περιέργως, η Ν.Δ., αν κρίνω από τη στάση της στη σχετική συζήτηση στη
Βουλή, ή δεν έχει καταλάβει την ουσία του θέματος ή συναινεί, αλλά
ντρέπεται να το δείξει. Σου λέει, «αύριο εμείς θα είμαστε, θα στείλουμε
δικούς μας εκεί».
Πώς το λέει ο ποιητής;
Είναι κι αυτή μια στάσις,
νοιώθεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου