Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Ας υποθέσουμε ότι συναντάμε ένα χαμηλοσυνταξιούχο στο δρόμο και τον
ρωτάμε αν θέλει η κυβέρνηση να μειώσει κάποιον φορολογικό συντελεστή,
στην εστίαση για παράδειγμα, ή αν προτιμά να πάρει ζεστό χρήμα και ας
είναι και 250 ευρώ.
Στοίχημα
ότι θα απαντήσει το δεύτερο.
Ζούμε στην εποχή που η κινηματογραφική
ατάκα «πάρε τα λεφτά και τρέχα» έχει γίνει στόχος ζωής.
Είναι τόσο
μεγάλη πλέον η ένδεια στην οποία ζει το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας,
που ακόμα και όταν αντιλαμβάνεται ότι του βάζουν χρήματα στην τσέπη που
του τα πήραν από την άλλη, τα δέχεται και λέει και ευχαριστώ.
Το
πλουσιοπάροχο δώρο του Αλέξη Τσίπρα, που ούτε πλουσιοπάροχο είναι ούτε
δώρο -αφού όπως είπε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος «δεν είπαμε ποτέ ότι τα
λεφτά είναι δικά μας», άρα πώς να δωρίσουν κάτι που δεν είναι δικό
τους-, είναι επικοινωνιακά πολύ δυνατό γιατί είναι ρευστό χρήμα.
Είναι
ένα άμεσο πολιτικό ρουσφέτι, ένα πονηρό κλείσιμο του ματιού «πάρτε τώρα
και του χρόνου θα σας έχω κι άλλα». Ετσι στεγνά, χωρίς από κάτω να
υπάρχει ούτε ψήγμα αναπτυξιακής πολιτικής, χωρίς ούτε ένα σεντ από αυτά
τα εκατομμύρια να έχει προέλθει από επενδύσεις.
Είναι ένα υπερπλεόνασμα
βασισμένο στην υπερφορολογία και σε παράνομες παρακρατήσεις.
Ωστόσο,
ακόμα και υπό αυτό το πρίσμα της αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής
της κυβέρνησης, το γεγονός ότι έστω και το μισό από το υπερπλεόνασμα
επιστρέφει στην αρχική του πηγή, στους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες
και όχι εξ ολοκλήρου στους δανειστές, είναι μια ανάσα. Κανείς δεν μπορεί
να το αρνηθεί. Μια ανάσα-παρένθεση στην οικονομική ασφυξία. Ωστόσο, οι
σημερινοί κυβερνώντες, που τώρα το παίζουν υπεράνω και ζητούν τη
συναίνεση των άλλων κομμάτων για το κοινωνικό μέρισμα, ας ζητήσουν
συγγνώμη για αυτά που έλεγαν το 2014 όταν η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου
έδωσε μέρισμα 450 εκατομμύρια ευρώ.
Τότε που ο κ. Τσίπρας το
χαρακτήριζε ως «πράξη ντροπής, πράξη καταισχύνης, πράξη ταπείνωσης του
κάθε πολίτη αυτής της χώρας: Από τη μια να αρπάζουν το ψωμί από το
τραπέζι εκατομμυρίων ανθρώπων. Και από την άλλη να τους πετούν κάποια
ψίχουλα για να εξαγοράσουν, όπως φαντάζονται, τη στήριξή τους στην ίδια
πολιτική που τους έκλεψε το ψωμί κι έχει σκοπό να τους κλέψει και το
τραπέζι και τις καρέκλες και το σπίτι. Αν αυτό δεν είναι ο απόλυτος
πολιτικός ξεπεσμός, τότε οι λέξεις έχουν χάσει το νόημά τους. Πρόκειται
για μια πράξη βαθιά ανήθικη, που δείχνει το φόβο τους μπροστά στις
κάλπες».
Και κάτι τελευταίο:
Αν η κυβέρνηση αποφάσισε ξαφνικά να
εφαρμόσει τις αποφάσεις του ΣτΕ, ας το κάνει τουλάχιστον συνολικά και
όχι επιλεκτικά.
Οι ένστολοι της Αστυνομίας, της Πυροσβεστικής και του
Λιμενικού Σώματος έχουν δικαιωθεί τελεσιδίκως δύο φορές από το ΣτΕ, αλλά
από την κυβέρνηση καμία. Μήπως επειδή δεν τους θεωρούν παραδοσιακούς
ψηφοφόρους της Αριστεράς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου