Ανοιξαν οι κάλπες στη Γερμανία, τη
μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι όλα δείχνουν ότι η ‘Αγκελα
Μέρκελ θα εκλεγεί για τέταρτη θητεία Καγκελάριος.
Κι αν η πρώτη
θέση έχει ξεκαθαρίσει υπέρ των Χριστιανοδημοκρατών, το κύριο ερώτημα
είναι ποια θα είναι η κατανομή των εδρών στην Bundestag, η οποία θα
προσδιορίσει το εάν θα έχουμε
α) συνέχεια του μαυρο-κόκκινου
συνασπισμού (Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, ονομάζεται και
Μεγάλος Συνασπισμός) που κυβερνά σήμερα τη χώρα ή
β) θα έχουμε σχηματισμό κυβέρνησης μαυρο-κίτρινου συνασπισμού (Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθεροι) ή ακόμα
γ)
σχηματισμό κυβέρνησης από το συνασπισμό με την ονομασία «Τζαμάικα» τον
οποίο αποτελούν οι Χριστιανοδημοκράτες, Φιλελεύθεροι και Πράσινοι. Η
ονομασία βγήκε από τα χρώματα των τριών κομμάτων που προσομοιάζουν τη
σημαία της Τζαμάικα (δηλαδή μαύρο, κίτρινο και πράσινο) και είχε
κυβερνήσει τη Γερμανία μετά τις εκλογές του 2005 (με υπουργό Εξωτερικών
τον Πράσινο Γιόσκα Φίσερ).
Το θετικό είναι ότι στην περίπτωση της
Γερμανίας έχουμε απειροελάχιστη πιθανότητα επικράτησης
ευρωσκεπτικιστικού κόμματος, όπως είχαμε στις πρόσφατες εκλογές της
Ολλανδίας και Γαλλίας. Παρόλα αυτά, η σύνθεση της κυβέρνησης θα
επηρεάσει την ευρωπαϊκή πολιτική της κυβέρνησης και θα έλεγα θα
καθορίσει την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι αυτό γιατί η Ευρώπη
ξεκινά συζητήσεις για τα επόμενα βήματα της, τα οποία περιλαμβάνουν και
στοιχεία πολιτικής ενοποίησης.
Με βάση το παραπάνω, αποτελεί
ζήτημα υψίστης σημασίας για την Ευρώπη το εάν η Γερμανία θα αναλάβει τον
ηγετικό ρόλο της, ως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό
σημαίνει ότι η σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού της επόμενης
γερμανικής κυβέρνησης θα παίξει ουσιαστικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτή,
δηλαδή ότι τα κόμματα που θα τον απαρτίζουν θα πρέπει όχι μόνο να
πιστεύουν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και στην Ευρωπαϊκή Γερμανία (κι όχι
τη Γερμανική Ευρώπη) αλλά να εργαστούν για την υλοποίηση της.
Εδώ
θα πρέπει να κρατήσουμε μια σημείωση. Κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να
ζυγίσουμε καλά τις επιπτώσεις του σχηματισμού κυβέρνησης του Μεγάλου
Συνασπισμού (Χριστιανοδημοκράτες Σοσιαλδημοκράτες) γιατί αυτό
ενδεχομένως να αφήσει το ευρωσκεπικιστικό κόμμα AfD ως αξιωματική
αντιπολίτευση (με βάση τις δημοσκοπήσεις υπάρχει η πιθανότητα ότι θα
βγει τρίτο). Τα πράγματα αλλάζουν εάν το AfD βγει τέταρτο ή πέμπτο
κόμμα.
Ένα ακόμα θετικό στοιχείο που αβαντάρει το ευρωπαϊκό
εγχείρημα και χαρακτηρίζει την πολιτική συγκυρία είναι ότι μεγάλες χώρες
της ευρωζώνης όπως Γαλλία και Ισπανία, έχουν καταθέσει εποικοδομητικές
δέσμες προτάσεων. Επίσης οι εκλογικές διαδικασίες του 2017 κατέγραψαν
ήττες των ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων σε Ολλανδία και Γαλλία. Αυτό
σημαίνει ότι οι συνθήκες είναι πιο θετικές για τη συνέχιση/εμβάθυνση του
ευρωπαϊκού πρότζεκτ. Κι αυτό οφείλεται στο ότι οι πολίτες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης είδαν στο αρνητικό βρετανικό δημοψήφισμα για το Brexit
ή στην εκλογή Trump ότι η ευρωπαϊκή σταθερότητα και ασφάλεια δεν είναι
δεδομένη, και ότι μόνο εάν ενώσουν δυνάμεις θα μπορέσουν να
διαχειριστούν σημαντικές προκλήσεις όπως την ουκρανική και κυρίως την
προσφυγική κρίση.
Επίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κάνει σημαντικά
βήματα στην κατεύθυνση της διαχείρισης της κρίσης χρέους και κυρίως της
δημιουργίας θεσμών διαχείρισης χρηματοοικονομικών κρίσεων. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα, η οικονομία της Ευρωζώνης να βρίσκεται στο καλύτερο σημείο
και η ανεργία έχει μειωθεί στο χαμηλότερο σημείο από την εποχή που
δημιουργήθηκε το κοινό νόμισμα, χωρίς ο πληθωρισμός να προκαλεί
προβλήματα ακόμα.
Αλλά αν και υπάρχει αισθητή βελτίωση στο
ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό, τα ζητήματα δεν έχουν διευθετηθεί. Να
αναφέρω ότι το Ιταλικό ζήτημα βρίσκεται σε εκκρεμότητα (75% των ιταλικών
πολιτικών δυνάμεων επιθυμεί χρήση παράλληλου νομίσματος) και στη
Γερμανία υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις όπως το ευρωσκεπτικιστικό AfD ή το
Φιλελεύθερο FDP που κινούνται σε ακραίες θέσεις όπως προτείνουν την
έξοδο της Ελλάδος από την Ευρωζώνη εάν τεθεί θέμα ρύθμισης του χρέους.
Επίσης
η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης χρειάζεται σημαντικές αλλαγές γιατί το
χάσμα μεταξύ των οικονομιών του Βορρά και του Νότου παραμένει και οι
διοικητικές και οι οικονομικές δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
πρέπει να αποκεντρωθούν και σε χώρες που δεν συμμετείχαν στην αρχική
ομάδα της συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης Άνθρακα και Χάλυβα.
Άρα
το τακτικό διακύβευμα είναι να σχηματιστεί γερμανική κυβέρνηση που θα
ξεφύγει από τη γερμανική ατζέντα και θα έχει τη διάθεση να γεφυρώσει τις
αντιθέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου. Αυτό πρακτικά
σημαίνει ότι στη Γερμανία πρέπει όχι μόνο να σχηματιστεί κυβέρνηση
φιλοευρωπαϊκή με όρους 20ου αιώνα αλλά και με συναίσθηση του ηγετικού
ρόλου που πρέπει να διαδραματίσει η Γερμανία στις ευρωπαϊκές εξελίξεις
πολιτικής ενοποίησης κατά τον 21ο αιώνα.
Ταυτόχρονα, η νέα
γερμανική κυβέρνηση πρέπει να διατηρήσει τον ηγετικό ρόλο της οικονομίας
στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται από την 4η βιομηχανική
επανάσταση. Κι αυτό γιατί μπορεί η Γερμανία να είναι η 1η χώρα στον
πλανήτη σε εξαγωγές, μπορεί η ανεργία της να είναι στο χαμηλότερο
επίπεδο από τότε που επανενώθηκε 27 χρόνια πριν, μπορεί η γερμανική
οικονομία να είναι η ατμομηχανή της Ευρώπης, μπορεί να είναι 2η σε
παραγωγικότητα ανάμεσα στις χώρες του G7 ή να είναι πολύ πιο μπροστά από
όλες τις χώρες του G7 στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
(27,4%)…. αλλά το οικονομικό μοντέλο της είναι ακόμα πιο κοντά στον 20ο
αιώνα και λιγότερο στον 21ο αιώνα.
Να αναφέρω χαρακτηριστικά ότι:
- Υπάρχουν
σοβαρά ζητήματα αναδιάρθρωσης του τραπεζικού τομέα. Σήμερα επιχειρούν
περί τις 1600 μικρές τοπικές και περιφερειακές τράπεζες. Μπορεί η
γερμανική οικονομία να ανθεί και οι προοπτικές να είναι θετικές αλλά
πρόσφατα 68 τράπεζες απέτυχαν στα stress tests και η ψηφιοποίηση των
τραπεζικών υπηρεσιών έφεραν τη Deutsche Bank να “σκεφτεται” τον
περιορισμό των τραπεζικών καταστημάτων της σε 400 μόνο, σε ολόκληρη τη
Γερμανία. Επίσης τα αρνητικά επιτόκια πιέζουν την κερδοφορία των
τραπεζών, ειδικότερα των ταμιευτηρίων (Sparkassen) και κατ’ επέκταση την
κεφαλαιακή επάρκειά τους.
- Υπάρχει σοβαρό δημογραφικό
ζήτημα, το οποίο επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα και τη
διατηρησιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Επίσης, ενώ η σημαντική
εισροή μεταναστών (κι από χώρες της ΕΕ) και του 1,3 εκατομμυρίου
προσφύγων, βοήθησε να καλυφθεί κάπως το ασφαλιστικό έλλειμμα, έχει
δημιουργήσει νέες συνθήκες στην κοινωνία της Γερμανίας. Αυτό σημαίνει
ότι η Γερμανία θα πρέπει να προσαρμόσει τις πολιτικές ενσωμάτωσης
μεταναστών/προσφύγων στις νέες συνθήκες.
- Είναι η τελευταία
ανάμεσα στις χώρες του G7 (10.7% επί του συνόλου των επενδύσεων), στον
τομέα των δημοσίων επενδύσεων όπως παιδεία, υγεία, δρόμους, άμυνα κλπ.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της πολιτικής Μέρκελ, η οποία είχε ως κύριο
συστατικό της, την εξισορρόπηση των δημοσιονομικών της. Αλλά είναι
ξεκάθαρο ότι η υποεπένδυση θα οδηγήσει σε κατάρρευση των δημόσιων
υποδομών, σε καταστάσεις παρόμοιες αυτών που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ και
κυρίως θα υποθηκεύσει τις προοπτικές της γερμανικής οικονομίας. Σε αυτό
εντάσσεται και το ζήτημα της αύξησης των αμυντικών δαπανών στο 2% έναντι
του ΑΕΠ, το οποίο σχετίζεται με την αλλαγή του μεταπολεμικού αμυντικού
δόγματος και το ρόλο της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ και την ευρωπαϊκή άμυνα.
- Η
οικονομία λειτουργεί με τεράστιο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών, το οποίο έχει ξεπεράσει το +8% (με όριο το +6% που έχουν
θέσει ΕΕ και διεθνείς οργανισμοί). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση
αστάθειας στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία και ζητήματα τριβής
στις σχέσεις με τους εμπορικούς εταίρους της. Είναι σίγουρο ότι το
ενδεχόμενο μίας εμπορικής διένεξης με τις ΗΠΑ, θα επηρεάσει αρνητικά τις
εξαγωγές της.
- Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, είναι η τελευταία ανάμεσα στις χώρες του G7, στη χρήση οπτικών ινών για οικιακή χρήση (1,8%). Επίσης, θα πρέπει να προσαρμόσει την στρατηγική της στην αυτοκινητοβιομηχανία η οποία αποτελεί τη ναυαρχίδα των εξαγωγών της, στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται από την 4η βιομηχανική επανάσταση. Αυτό σημαίνει ότι έχει μείνει πίσω σε σχέση με τις άλλες χώρες του Δυτικού κόσμου στα ζητήματα που σχετίζονται με την 4η βιομηχανική επανάσταση. Αυτό δείχνει ότι η γερμανική οικονομία βρίσκεται πολύ μπροστά στην ανταγωνιστικότητα και στην εξωτερίκευση της επιχειρηματικότητας αλλά κινείται ακόμα με ρυθμούς 20ου παρά 21ου αιώνα.
Με βάση τα παραπάνω, στις γερμανικές εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου θα κριθεί όχι μόνο το εάν στη Γερμανία θα σχηματιστεί κυβέρνηση που θα «βάλει πλάτη» για την εμβάθυνση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Αλλά το εάν η νέα γερμανική κυβέρνηση θα διαχειριστεί με επιτυχία κι όλες τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζει στο εσωτερικό και κυρίως αυτές που συνδέονται με την προσαρμογή της στα νέα δεδομένα του 21ου αιώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου