Toυ ΚΩΣΤΑ ΛΕΟΝΤΑΡΙΔΗ
«Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα/κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο/ τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο... Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία/κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα/τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία/άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα».
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης αποδόθηκε από τον μύστη Νίκο Γκάτσο (μελοποίηση Μάνου Χατζιδάκι) αφηγούμενος τη μετάλλαξη της Ελευσίνας, σε ένα αποτρόπαιο δείγμα βιομηχανικής και οικιστικής ανάπτυξης σαλάτας. Μάλλον άσχετο. Στα πέριξ, τότε που «η θάλασσα γινόταν ευλογία», στα νερά του Σκαραμαγκά εξελίχθηκε μια ευφάνταστη αυτοχειρία.
Θύτης και θύμα ο Περικλής Γιαννόπουλος, ποιητής, μεταφραστής (Ντίκενς, Μποντλέρ, Πόε κ.ά), διανοητής, μποέμ και φανατικά ελληνοκεντρικός με σχετικά μανιφέστα στο ενεργητικό του· φίλτατος του Ιωνος Δραγούμη. Για αυστηρά προσωπικούς λόγους, καρδιάς, ο Γιαννόπουλος, μια λαμπρή ανοιξιάτικη ημέρα του 1910, άψογα ντυμένος, καβάλα στο άσπρο άλογό του μπήκε στη θάλασσα. Δεν πνίγηκε. Αυτοπυροβολήθηκε.
Αυτό δεν έβλαψε την υστεροφημία του. Υμνολογήθηκε, μεταξύ άλλων, από τους Παλαμά, Σικελιανό, Μαλακάση και έτυχε αποδοχής από την αυστηρή λογοτεχνική γενιά του ’30.
Εδώ, μάλλον βρέθηκε ένας νοερός συνδετικός κρίκος. Εκεί, στο ίδιο σημείο του Σκαραμαγκά, όπου το κύμα έσπρωξε το άψυχο κορμί του ποιητή στη στεριά, δεκαετίες αργότερα, πινακίδες έγραφαν: «Απαγορεύεται η κολύμβηση».
Μέσα δεκαετίας του ’70, κι ενώ από τα ραδιόφωνα γινόταν γνωστός ο συναρπαστικός εφιάλτης της Περσεφόνης, όσοι περνούσαν με Ι.Χ.–κορύφωση του δράματος στο ύψος της λίμνης Κουμουνδούρου– έκλειναν τη μύτη από την αποφορά, η ρύπανση κοβόταν με το μαχαίρι, το χρώμα της θάλασσας αδιευκρίνιστο ακόμα και για ζωγράφους. Στα μποτιλιαρίσματα, τα μάτια καρφώνονταν στους λουόμενους. Μεσήλικες και άνω απολάμβαναν το μπάνιο τους, ενώ παραδίπλα πιτσιρικάδες από μια συφοριασμένη εξέδρα εκτελούσαν περίτεχνες βουτιές.
Κράτος δεν υπήρχε ούτε τότε ώστε να επιβλέπει την τήρηση της απαγόρευσης.
Οι σημερινοί βρεγμένοι του Σαρωνικού δεν είναι όλοι...
βαμμένοι πιστοί του ειδήμονος κ. Π. Κουρουμπλή που καθησύχαζε εξαρχής «γιατί να μην κάνει μπάνιο ο κόσμος;».
Η on camera τοξική αυτοδιαχείριση του σαρκίου τους αφήνει (αυτό μεταξύ μας) αδιάφορο τον καθένα· ο ζαμανφουτισμός τους ίσως αποδειχθεί χρήσιμος στην επιστήμη, συσπειρώνοντας αταξικά τους κιοτήδες του «όχι δεν βουτάω».
«Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα/κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο/ τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο... Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία/κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα/τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία/άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα».
Ο εφιάλτης της Περσεφόνης αποδόθηκε από τον μύστη Νίκο Γκάτσο (μελοποίηση Μάνου Χατζιδάκι) αφηγούμενος τη μετάλλαξη της Ελευσίνας, σε ένα αποτρόπαιο δείγμα βιομηχανικής και οικιστικής ανάπτυξης σαλάτας. Μάλλον άσχετο. Στα πέριξ, τότε που «η θάλασσα γινόταν ευλογία», στα νερά του Σκαραμαγκά εξελίχθηκε μια ευφάνταστη αυτοχειρία.
Θύτης και θύμα ο Περικλής Γιαννόπουλος, ποιητής, μεταφραστής (Ντίκενς, Μποντλέρ, Πόε κ.ά), διανοητής, μποέμ και φανατικά ελληνοκεντρικός με σχετικά μανιφέστα στο ενεργητικό του· φίλτατος του Ιωνος Δραγούμη. Για αυστηρά προσωπικούς λόγους, καρδιάς, ο Γιαννόπουλος, μια λαμπρή ανοιξιάτικη ημέρα του 1910, άψογα ντυμένος, καβάλα στο άσπρο άλογό του μπήκε στη θάλασσα. Δεν πνίγηκε. Αυτοπυροβολήθηκε.
Αυτό δεν έβλαψε την υστεροφημία του. Υμνολογήθηκε, μεταξύ άλλων, από τους Παλαμά, Σικελιανό, Μαλακάση και έτυχε αποδοχής από την αυστηρή λογοτεχνική γενιά του ’30.
Εδώ, μάλλον βρέθηκε ένας νοερός συνδετικός κρίκος. Εκεί, στο ίδιο σημείο του Σκαραμαγκά, όπου το κύμα έσπρωξε το άψυχο κορμί του ποιητή στη στεριά, δεκαετίες αργότερα, πινακίδες έγραφαν: «Απαγορεύεται η κολύμβηση».
Μέσα δεκαετίας του ’70, κι ενώ από τα ραδιόφωνα γινόταν γνωστός ο συναρπαστικός εφιάλτης της Περσεφόνης, όσοι περνούσαν με Ι.Χ.–κορύφωση του δράματος στο ύψος της λίμνης Κουμουνδούρου– έκλειναν τη μύτη από την αποφορά, η ρύπανση κοβόταν με το μαχαίρι, το χρώμα της θάλασσας αδιευκρίνιστο ακόμα και για ζωγράφους. Στα μποτιλιαρίσματα, τα μάτια καρφώνονταν στους λουόμενους. Μεσήλικες και άνω απολάμβαναν το μπάνιο τους, ενώ παραδίπλα πιτσιρικάδες από μια συφοριασμένη εξέδρα εκτελούσαν περίτεχνες βουτιές.
Κράτος δεν υπήρχε ούτε τότε ώστε να επιβλέπει την τήρηση της απαγόρευσης.
Οι σημερινοί βρεγμένοι του Σαρωνικού δεν είναι όλοι...
βαμμένοι πιστοί του ειδήμονος κ. Π. Κουρουμπλή που καθησύχαζε εξαρχής «γιατί να μην κάνει μπάνιο ο κόσμος;».
Η on camera τοξική αυτοδιαχείριση του σαρκίου τους αφήνει (αυτό μεταξύ μας) αδιάφορο τον καθένα· ο ζαμανφουτισμός τους ίσως αποδειχθεί χρήσιμος στην επιστήμη, συσπειρώνοντας αταξικά τους κιοτήδες του «όχι δεν βουτάω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου