Γράφει ο Δημήτρης Χ. Παξινός
Πρώην πρόεδρος ΔΣΑ
Πάντα το καλοκαίρι μού προκαλεί γλυκιά νοσταλγία. Με πάει πίσω στην
παιδική μου ηλικία, στη νιότη μου, στην εποχή της αθωότητος. Πώς να
σβηστούν από το λεπτοφυές τμήμα του εγκεφάλου όλα όσα μας τροφοδότησαν
για τα επόμενα χρόνια και εξακολουθούν με εικόνες, χρώματα, γεύσεις,
αφή. Ολες οι αισθήσεις σε εγρήγορση, έτοιμες να ρουφήξουν, να απολαύσουν
κάθε τι που γεννιέται και φεύγει. Παροδικά όλα και φθαρτά, όπως και το
ανθρώπινο σώμα. Να νομίζουμε ότι είμαστε αιώνιοι. Οτι διαφεντεύουμε τον
χώρο μας, τον τόπο μας, τον μικρόκοσμό μας. Που όσο πιο μικρός τόσο οι
ψευδαισθήσεις και οι παραισθήσεις μας μάς πείθουν ότι είμαστε μοναδικοί,
εκλεκτοί στο σύμπαν μας, άρχοντες.
Κι όσο μεγαλώνει αυτό τόσο μεγαλώνει, θεριεύει το υπερεγώ που σέρνει μαζί του την απληστία, τη ματαιοδοξία, την κακότητα.
Αισθάνομαι
ίσως μια ασφάλεια γυρνώντας σ’ αυτές τις αναμνήσεις, τις παιδικές,
στους φίλους μου, στη γειτονιά μου. Και πάντα, ακόμη και στα όνειρά μου,
τη θυμάμαι όπως ήταν παλιά. Ετσι θέλω να τη θυμάμαι. Με τα σπίτια
ξύλινα, με τσίγκο, αντισεισμικά, και τη μάνα μου να μας κρύβει κάτω από
το τραπέζι.
Η λέξη «σεισμός» μάς είχε γίνει συνήθεια. Δύσκολος ήταν ο χειμώνας με
την ατελείωτη βροχή για σαράντα μέρες, χωρίς θέρμανση και όλα νοτισμένα
απ’ τη υγρασία. Οσοι διέθεταν μαγκάλι θεωρούνταν τυχεροί, κι οι λίγοι
που είχαν σόμπα ήταν πανευτυχείς. Και μεις με τα κοντά παντελονάκια
ψάχναμε για λίγο ήλιο. Κι αυτός ο ήλιος πάντα φιλόξενος, πάντα λαμπερός,
πάντα ζωοδότης, μας το ανταπέδιδε με τον καλύτερο τρόπο, τις άλλες
εποχές.
Μόλις έβγαινες λίγο παραέξω, συναντούσες, απολάμβανες το ανάλαφρο
πέταγμα της πεταλούδας με τους ωραιότερους συνδυασμούς χρωμάτων
κεντημένους πάνω τους, να πετούν και να σταματούν στα άνθη για λίγο
νέκταρ, και μεις να προσπαθούμε να τις αιχμαλωτίσουμε για λίγο.
Και γύρω σου να ’ρχονται οι οσμές πλουσιοπάροχα από τα φυτά, τα
δένδρα να γίνονται ένα με το είναι σου, με το σώμα σου, να ευωδιάζουν,
και να σε συνοδεύουν μέχρι σήμερα, που τις συναντάς στα διάφορα
«συνθετικά» αρώματα και σου θυμίζουν ότι όλα βρίσκονται στη φύση κι όσο
τη σέβεσαι σε σέβεται και στο επιστρέφει στο πολλαπλάσιο.
Και να τρελαίνεσαι και να μη χορταίνεις τις απολαύσεις, αισθητικές
και όχι μόνο. Η μια μυρωδιά μετά την άλλη να ξεχύνονται και να
διαχέονται στην περιοχή. Ολα μοσχοβολούσαν και πιο πολύ τα φρούτα, ιδίως
τα πεπόνια, τα περίφημα της Περατιάς, αλλά και οι ντομάτες και τα
αχλάδια, τα ροδάκινα, τα τόσο γευστικά και ζουμερά.
Χάθηκαν ολότελα οι
οσμές και οι γεύσεις και μόνο το όνομα έμεινε. Πώς να εξηγήσεις στο νέο
παιδί ότι η τεχνολογική εξέλιξη, η ανάγκη για όλο και περισσότερο κέρδος
μάς έφθασε στο σημείο να μη διακρίνουμε γευστικά το ένα από το άλλο.
Αυτά είναι για μας κενά δυσαναπλήρωτα και ατυχείς θεωρώ τις επόμενες
γενιές, που δεν θα ’χουν μέτρο σύγκρισης, παρά μόνο διά της ακοής.
Και σύκα, βασιλικά, απόλαυση οπτική, να σε προκαλούν, με τα κλαδιά να
γέρνουν και πώς να αποφύγεις την αμαρτία και να μην κόψεις, να
αισθανθείς την ευτυχία του απαγορευμένου καρπού, τη γευστικότητά τους
που γίνεται ακόμη πιο πλούσια. Εκτός αν σ’ έβλεπε ο δραγάτης, οπότε
τίποτε δεν σε γλίτωνε από το ξύλο. Οπως και της μάνας τις φωνές,
πηγαίναμε για συκάμινα (μούρα) και αυτά έπεφταν πάνω στα ρούχα μας και
τα έβαφαν. Ποτέ δεν ησυχάζαμε. Και τι ωραία μούρα, μεγάλα μαύρα και
άσπρα. Και εγώ τρελαμένος με τους μπουρμπούλους που κάθονταν πάνω στις
μουριές κατά δεκάδες.
Τους διακρίναμε σε τρεις κατηγορίες. Σε καλαντζήδες, οι μικρότεροι
χρώματος μαύρου, οι κρασομάνες, χρώματος πρασινωπού και οι μεγάλες, οι
χρυσομάνες μ’ ένα χρώμα πράσινο προς το χρυσαφί να δεσπόζει και με το
ιδιαίτερο μοναδικό πέταγμά τους, που ακόμη το αισθάνομαι. Τους είχα μέσα
σ’ ένα γυάλινο κουτί γλυκού, που το ’χα μετατρέψει σε κατοικία τους.
Τους τάιζα με ζάχαρη, μέχρι που, μια μέρα, η μάνα μου βαρέθηκε και τους
απελευθέρωσε.
Εν πάση περιπτώσει ζούσαμε στιγμές πράγματι μοναδικές, που δεν
ξαναγυρνούν. Αδάμαστος ο χρόνος, αφήνει το αποτύπωμά του. Δεν
ξαναέρχονται οι εποχές αυτές των απολαύσεων, των αισθήσεων, σε όλες τις
διαστάσεις τους.
Γιατί αληθινή ευτυχία είναι...
να ζεις στη φύση, να απολαμβάνεις τη φύση, να εξαρτάσαι απ’ αυτήν.
Κρίμα που χάθηκαν όλα αυτά και δεν θα τα ζήσουν οι επόμενες γενιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου