Του ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΑΣΤΑΝΑ
Πονεμένη και παλιά ιστορία η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων (ΔΥ).
Δεκατρία σχετικά νομοθετήματα τα τελευταία 40 χρόνια, εφαρμογή καμιά,
αποτέλεσμα κανένα.
Γερασμένο και ψυχολογικά κουρασμένο το μεγαλύτερο
μέρος του προσωπικού, χωρίς ιδιαίτερα αντικειμενικά προσόντα, χωρίς
κίνητρα για ανέλιξη, χωρίς επιμορφώσεις, χωρίς ελπίδα μισθολογικής
βελτίωσης.
Αν θέλει κάτι, είναι να το αφήσουν ήσυχο να κάνει τη δουλειά
του όπως αυτό ξέρει. Μέχρι τη σύνταξη, που συνεχώς απομακρύνεται.
Η
μεγάλη πλειοψηφία αρνείται ακόμα και αυτήν την προσχηματική εσωτερική
αξιολόγηση. Τη συμπλήρωση τυποποιημένων ατομικών φύλλων. Που δεν θα έχει
αρνητικές μισθολογικές επιπτώσεις. Που δεν θα οδηγήσει σε κανένα
μετρήσιμο συμπέρασμα και δεν θα προκαλέσει καμιά κοσμογονική αλλαγή στο
κράτος του δημόσιου τομέα. Γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται. Αν δεχθεί
σήμερα έστω και αυτήν την τυπική μνημονιακή υποχρέωση, αύριο κάποιος
άλλος μπορεί να πάρει στα σοβαρά την υπόθεση. Και να τρέχει.
Η
πρόθεση της προηγούμενης κυβέρνησης να κάνει κάποια ανάλογη αξιολόγηση
ήταν ένας σοβαρός λόγος για να χάσουν τα κόμματα που τη στήριζαν ένα
ικανό πλήθος ψηφοφόρων. Γιατί ο δημόσιος έμαθε ότι στη δουλειά του είναι
σχεδόν ανεξέλεγκτος, εκτός και αν υπερβεί κατά πολύ τα εσκαμμένα.
Νιώθει ασφαλής και πάντοτε καλυμμένος από τους ανωτέρους του. Ξέρει ότι
δεν θα πιεστεί ποτέ να αποδώσει πέραν από αυτό που θέλει να δώσει. Πόσο
μάλλον όταν δεν μπορεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι θα έχει πάντοτε τη
στήριξη των συναδέλφων του ακόμα και στην περίπτωση που η δική του
ανικανότητα, τους επιβαρύνει. Ο προϊστάμενος κάθε τμήματος γνωρίζει τι
μπορεί να προσφέρει ο καθένας και φροντίζει να το παίρνει ώστε η
υπηρεσία να λειτουργεί εν ηρεμία. Έτσι έχουν όλοι το κεφάλι τους ήσυχο
και το σύστημα δουλεύει. Και συχνά δουλεύει ανεκτά. Για τα ελληνικά
δεδομένα πάντα. Ουδείς απολύεται.
Ο δημόσιος έχει μια ιδιαίτερη
σχέση με την υπηρεσία του. Τη θεωρεί κτήμα του. Το τμήμα του, το σχολείο
του, η πτέρυγά του, η επιχείρησή του. Του φαίνεται αδιανόητο να έρθουν
ένα πρωί κάποιοι απέξω και να του ζητήσουν λογαριασμό. Ειδικά όταν
πιστεύει ότι οι αξιολογητές καθοδηγούνται από τους ευρωπαίους, τους
δανειστές. Ειδικότερα όταν θεωρεί ότι οι ελεγκτές του δεν ξέρουν
περισσότερα από αυτόν. Όταν είναι σίγουρος ότι τα αντικειμενικά
προσόντα (πτυχία, ξένες γλώσσες κλπ) δεν κάνουν κάποιον καλύτερο
υπάλληλο. Αν θεωρεί κάτι ως προσόν αυτό είναι η εμπειρία του. Η γνώση
της πατέντας, η ικανότητά να αποφεύγει τις κακοτοπιές. Το φιλότιμο.
Αυτές είναι οι αξίες που έμαθε από την πρώτη μέρα που έπιασε δουλειά,
αυτές εμπιστεύεται, αλλά και αυτές τον βολεύουν.
Επειδή το σύστημα
δουλεύει συνήθως και στην πλειοψηφία του χωρίς standards και χωρίς
εξωτερική αξιολόγηση γι αυτό και συναντάμε μια τεράστια ποικιλία
επιδόσεων. Ένα δημόσιο σχολείο με σοβαρό διευθυντή και μια ανάλογη ομάδα
καθηγητών μπορεί να δουλεύει καλύτερα και από το ακριβότερο ιδιωτικό.
Το διπλανό του όμως σχολείο μπορεί και να μη λειτουργεί «καθόλου».
Ανάλογα συμβαίνουν και στα νοσοκομεία, στις εφορίες ή στους δήμους. Οι
διοικήσεις τα γνωρίζουν όλα αυτά, αλλά ούτε έχουν τα εργαλεία, ούτε και
την πολιτική βούληση να κρίνουν και να αποδώσουν ευθύνες. Η
συνδικαλιστική παρουσία είναι εδώ καταλυτική. Και ο συνδικαλιστής είναι
εκεί για να καλύπτει το λάθος, όχι για να επιβραβεύει το σωστό.
Ωστόσο
και ο μεγαλύτερος αρνητής της αξιολόγησης καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί
να την αρνείται χωρίς κάποια επιχειρήματα. Δεν μπορεί να πείσει την
υπόλοιπη κοινωνία που αγωνίζεται στο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και
ανασφαλές περιβάλλον της ιδιωτικής οικονομίας.
Εδώ έρχεται ο
συνδικαλισμός και του προσφέρει το γνωστό πέτσινο άλλοθι της
μεταπολίτευσης, που όμως αξίζει χρυσάφι:
Η αξιολόγηση είναι ύποπτη.
Είναι νεοφιλελεύθερη πολιτική. Σύμφωνα με την ΑΔΕΔΥ έχει «ως στόχο τη
δημιουργία και τη λειτουργία ενός κράτους καθαρά επιτελικού και
νεοφιλελεύθερου, με ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες, ελαστικές σχέσεις
εργασίας, μακριά από τις ανάγκες και των εργαζόμενων στο δημόσιο αλλά
και των πολιτών».
Η μισή αλήθεια. Γιατί το δημόσιο πρώτα και κύρια
φροντίζει για τους εργαζόμενους σε αυτό. Μετά και αν περισσέψει κάτι
δίνει και στους πολίτες. Και οι «ανάγκες των εργαζομένων» στο δημόσιο
επιτάσσουν η πολιτεία να εξασφαλίζει τα «δικαιώματά» τους. Όπως τα
εξασφάλιζε παλιά, στα χρόνια της δανεικής ευμάρειας. Τώρα δεν έχει λεφτά
να δώσει. Δεν μπορεί να κάνει διορισμούς που θα μειώσουν το φόρτο
εργασίας. Ε, νισάφι που λένε. Μη ζητάει και αξιολόγηση. Μη ζητάει
κινητικότητα και ορθολογική διαχείριση προσωπικού. Δυστυχώς η ΑΔΕΔΥ
εκφράζει την πλειοψηφία των ΔΥ, όχι όλους αλλά τους περισσότερους.
Το
πιο παραδοσιακό πράγμα στην Ελλάδα είναι η λειτουργία του δημόσιου
τομέα.
Αναρωτιέμαι ποιο κόμμα κασκαντέρ θα καταφέρει να ανατρέψει αυτήν
την παράδοση, χωρίς να καεί η χώρα.
Οι δεξιοί και αριστεροί
λαϊκιστές έπαιξαν πολύ και καλά πάνω σε αυτά τα δεδομένα. Και κέρδισαν
τον κόσμο. Σήμερα όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις του Δημοσίου έχουν
σχεδόν την ίδια γραμμή πάνω στο θέμα. Όχι αξιολόγηση υπό αυτές τις
συνθήκες, δηλαδή όχι αξιολόγηση σε κάθε περίπτωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε στην
εξουσία με παντιέρα την αντίθεσή ακόμα και στην υποψία αξιολόγησης. Όλο
το δημόσιο ξέρει ότι ούτε τη θέλει ούτε και θα την κάνει. Όταν η
αξιωματική αντιπολίτευση διατείνεται και σωστά ότι θα την
πραγματοποιήσει χάνει ψήφους.
Ποια αξιολόγηση όμως;
Μήπως αυτή που
θα κάνει μια εξωτερική ανεξάρτητη αρχή, ένας ανάλογος ΑΣΕΠ;
Ή καλύτερα,
μια ιδιωτική εταιρία σε σύμβαση με το δημόσιο; Με μετρήσιμους
ποσοτικούς δείκτες; Μια αξιολόγηση συνεχής της οποίας οι μετρήσεις θα
επιφέρουν αποτελέσματα ανεξαρτήτως κυβέρνησης;
Ή μήπως αυτή που θα
λαμβάνει υπόψη και τη γνώμη των πολιτών και των επιχειρήσεων που
συναλλάσσονται με το δημόσιο;
Αλλά για να θεσμοθετηθούν όλα αυτά
απαιτείται κοινωνική βούληση που δεν υπάρχει.
Η κοινωνία δεν καίγεται
για τέτοια πράγματα, δεν έχει μάθει να τα ζητά.
Αυτό είναι το
τραγικό αλλά και το σημαντικότερο. Η πλειοψηφία δεν θέλει κανενός είδους
έλεγχο και μέτρηση σε κανέναν εργαζόμενο. Έλεγχο μόνο στους ισχυρούς,
στους πολιτικούς, στους βιομηχάνους, στους δικαστές… Η γνωστή
παραδοσιακή αντισυστημικότητα. Αν το δημόσιο εκσυγχρονιστεί και
αξιολογηθεί θα προσλαμβάνει μόνο τους καταλληλότερους. Θα μειωθεί και η
δυνατότητα συνδιαλλαγής μαζί του. Η σημερινή κατάσταση βοηθάει τον
καθένα να βρίσκει τα μονοπάτια επίλυσης των διαφορών του με το κράτος.
Είναι η Ελλάδα που επιμένει στους αναχρονισμούς. Η Ελλάδα που δεν
καταλαβαίνει τα συμφέροντά της μέσα στο σύγχρονο κόσμο.
Ένας
σύγχρονος και καλά οργανωμένος δημόσιος τομέας, συμβάλει στη μείωση των
εξόδων άρα και της φορολογίας, δίνει προστιθέμενη αξία στους υπαλλήλους
του, εξυπηρετεί καλύτερα τους πολίτες. Παράγει πλούτο. Είναι παράγοντας
ηρεμίας και σταθερότητας. Και είναι απορίας άξιο ποιος θα πείσει τόσο
τους εργαζόμενους σε αυτό, όσο και τους πολίτες ότι οι εποχές απαιτούν
δραστικές μεταρρυθμίσεις και μια από αυτές είναι και η ουσιαστική
αξιολόγηση. Κι αν δεν μπορεί να πείσει, ποιος μπορεί να επιβάλει τις
ευνόητες αλλαγές; Ποιος είναι διατεθειμένος να επωμιστεί το πολιτικό
κόστος του εκσυγχρονισμού σε εποχές λιτότητας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου